Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ολα χαθηκαν

Όλα Χάθηκαν *****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Τζει Σι Τσάντορ

Πρωταγωνιστεί: Ρόμπερτ Ρέντφορντ

Διάρκεια: 106’

Η ορμέμφυτη πάλη του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης ποτέ δεν ενείχε αποκλειστικά το στοιχείο της επιβίωσης. Κρύβει, κατά βάση, μια βαθύτερη μάχη, του ίδιου του ανθρώπου με την ύπαρξή του και της συνειδητοποίησης της αδυναμίας του μπροστά σε υπάρξεις και γεγονότα που τον υπερβαίνουν. Η θέληση να γίνει αφέντης αδάμαστων θεριών και του ίδιου του εαυτού του. Όμως, αργά ή γρήγορα, η φύση δείχνει την πραγματική της δύναμη, επιβάλλοντας τις αέναες λειτουργίες της που δε θα υποταχθούν ποτέ σε κανέναν. Για ρωτήστε και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ή μάλλον το στωικό χαρακτήρα που υποδύεται στο Όλα Χάθηκαν.

Ένας ανώνυμος μεσήλικας πλέει με το σκάφος του στον Ινδικό Ωκεανό. Δεν έχουμε καμία απολύτως πληροφορία για αυτόν, από πού προέρχεται, τι επαγγέλλεται, για ποιο λόγο πραγματοποιεί αυτό το ταξίδι. Μόνη του συντροφιά τα βιβλία του και ένας ασύρματος για ώρα ανάγκης. Σε αυτό του το ταξίδι θα βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή της θάλασσας: μια καταιγίδα τον βρίσκει να χαροπαλεύει με τα κύματα προκειμένου να μείνει ζωντανός, τεστάροντας τα όριά του.

Η ταινία ξεκινά κατευθείαν με ένα ατύχημα, φανερώνοντας την απειλητική της ατμόσφαιρα και τη θέληση (και επινοητικότητα) του Ρέντφορντ να βγει σώος από τα αφιλόξενα νερά. Και μέχρι το τέλος της, πάνω από εκατό λέξεις σε σύνολο δεν ακούγονται. Στηρίζεται ολόκληρη στη μετρημένη, ρεαλιστικότατη και χαρακτηρολογικά ευφυή ερμηνεία του πρωταγωνιστή. Ο ανώνυμος άντρας που υποδύεται έχει μια σισύφεια υπαρξιακή υφή. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς φαινομενική αιτία βρίσκεται στη θάλασσα μόνος του, κατά παράλογο τρόπο αναγκάζεται να αγωνιστεί σε εξαντλητικό βαθμό για να επιβιώσει.

Ανάμεσα σε μια πληθώρα ταινιών που κυκλοφορούν τις τελευταίες εβδομάδες και αφορούν στην επιβίωση, το Όλα Χάθηκαν καταφέρνει να ξεχωρίσει. Όχι επειδή πασάρει μια ντεμέκ πρόταση ωμού ρεαλισμού, μα γιατί έχει τα κότσια να μετατρέψει την οπτική εμπειρία σε μια συνολική καταβύθιση στον κόσμο των αισθήσεων κάτω από ακραίες συνθήκες.

Ο αγώνας του προφανώς και δεν υφίσταται αποκλειστικά στο επίπεδο του πραγματικού. Κάτω από τις σταγόνες του νερού, το αίμα και το τρίξιμο των ξύλων, κάτω από τον ήλιο που καίει βρίσκεται ο αγώνας για την ύπαρξη, η ανάγκη του άλλου, ο στοχασμός πάνω στη θνητότητα. Μπορεί κανείς πραγματικά να αφήσει πίσω το παρελθόν αν αυτό χρειάζεται για να υπάρξει το μέλλον; Υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που φροντίζει για τους φτωχούληδες  που ανεβαίνουν το δικό τους Γολγοθά;

Το πυκνό νόημα της ταινίας στοιχειώνει κάθε μεμονωμένη εικόνα της∙ στο απομονωμένο θαλασσινό τοπίο που αλλάζει από το σκοτεινό και απειλητικό μαύρο-γκρι στο εξίσου τρομακτικό γαλανόλευκο. Η απομόνωση του Ρέντφορντ είναι γεμάτη ποιητικές εικόνες. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο βυθός, συγκεκριμένα στην ασύλληπτη τελευταία σκηνή, θα μπορούσε επικίνδυνα να ταυτιστεί με πληθώρα άλεκτων συναισθημάτων που ποτέ δε θα εκφραστούν, γιατί απλά είναι απερίγραπτα. Και να συνοδεύονται από το ωραιότερο post rock που δε γράφτηκε ποτέ.

Ανάμεσα σε μια πληθώρα ταινιών που κυκλοφορούν τις τελευταίες εβδομάδες και αφορούν στην επιβίωση, το Όλα Χάθηκαν καταφέρνει να ξεχωρίσει. Όχι επειδή πασάρει μια ντεμέκ πρόταση ωμού ρεαλισμού και ισχυρού σημαινόμενου, μα γιατί έχει τα κότσια που χρειάζονται για να μετατρέψει την οπτική εμπειρία σε μια συνολική καταβύθιση στον κόσμο των αισθήσεων κάτω από ακραίες συνθήκες. Υπάρχουν σημεία που ο βραδυφλεγής –εξωτερικά και εσωτερικά- ρυθμός της κουράζει, αλλά σε σύνολο παραμένει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της σεζόν. Αμφιβάλλω αν θα εκτιμηθεί πολύ από μεγάλο μέρος των υποψήφιων θεατών λόγω του δωρικού της χαρακτήρα και της υπομονής που απαιτεί.

εγω κι εσυ

Εγώ κι Εσύ ***1/2**

Ιταλία, 2012, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Πρωταγωνιστούν: Γιάκοπο Όλμο Αντινόρι, Τέα Φάλκο, Σόνια Μπεργκαμάσκο

Διάρκεια: 103’

Εκείνη την ανάγκη που έχεις να κλειστείς μακριά απ’ όλα σε ένα ανήλιαγο μέρος για μεγάλο χρονικό διάστημα πότε την έζησες τελευταία φορά; Όχι σε μαζοχιστικά πλαίσια, εννοείται ότι θα έχεις όλα τα περιθώρια να κάνεις μικρά χαζά πράγματα που όμως σ’ αρέσουν. Τι δικαιολογίες σκαρφίζεσαι για να δώσεις λίγο χρόνο στο ψυχικό ρολόι σου να ξανακουρδίσει; Αναγκαίο μα και κατακριτέο, ειδικά όταν όλοι προσποιούνται πως κάτι τέτοιο δεν είναι φυσιολογικό. Μήπως στην εφηβεία την είχες συχνότερα; Μήπως πίσω απ’ αυτό κρύβονταν κάποια βαθύτερα αίτια; Ένιωθες μόνος; Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι επιστρέφει 9 χρόνια μετά τους Ονειροπόλους του με το Εγώ κι Εσύ για να θυμίσει τη συγκεκριμένη ανάγκη κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Θα θυσίαζε, άραγε, κάποιος μια βδομάδα σκι στα βουνά της Ιταλίας για να γίνει ερημίτης στο υπόγειο της πολυκατοικίας του; Πολλοί όχι, ο δεκατετράχρονος Λορέντζο ναι. Αν και μεγαλώνει σε μια καλή οικογένεια που του παρέχει όλες τις ανέσεις και ενίοτε τον κακομαθαίνει, έχει αδυναμίες στην επαφή του με τον υπόλοιπο κόσμο, οπότε ψεύδεται στη μητέρα του και οργανώνει τη «γιάφκα» του μεθοδικά.

Η εβδομάδα της χαλάρωσής του προμηνύεται επιτυχημένη, μέχρι που αναπάντεχα η ετεροθαλής αδερφή του, Ολίβια, εγκαθίσταται απρόσκλητη στο ίδιο υπόγειο. Μέσα από τη συγκατοίκησή τους ο Λορέντζο θα μάθει τα μυστικά της αδερφής του και της οικογένειάς του, αλλά και θα ζήσει το θαύμα του να νοιάζεσαι για κάποιον. Σίγουρα όχι τόσο ελευθεριακό, υμνικό και αυτοαναφορικό όσο οι Ονειροπόλοι, το Εγώ κι Εσύ καταπιάνεται με τη νουβέλα του Νικολό Αμανίτι και τη φωτεινή του διδαχή μέσα από δυσβάσταχτα βιώματα.

Η λιπαρή επιδερμίδα και το χνούδι του Λορέντζο θυμίζουν τη δύσκολη και σιχαμένη εποχή που κάθε μέρα που κοιτάγαμε τον καθρέφτη πριν πιάσουμε το Clearasil μισούσαμε αυτό που απεικονιζόταν μέσα του. Που δε αντέχαμε να βγούμε στο δρόμο και νιώθαμε ότι τα πάντα ήταν εναντίον μας, που η ανακάλυψη του εαυτού μας ξεκίναγε με τον πιο δύσκολο τρόπο.

Με προσοχή στην απεικόνιση, επιμονή στα λεπτομερή πλάνα και τρυφερότητα επιστρέφει τελικά ο Μπερτολούτσι. 

Αν και πιο φιλοσοφημένος απ’ όσο συνήθως μπορεί να είναι κανείς σε αυτή την ηλικία –πιθανό συγγραφικό σφάλμα-, παραμένει ρομαντικός παρίας και ανάξιο λόγου χαμίνι από τον περίγυρο του, με την κακομαθημενιά του, το ναρκισσισμό του και τη θέληση να ανακαλύψει τα πάντα.

Ως αντίβαρο έρχεται η εθισμένη στα ναρκωτικά (και πανέμορφη) αδερφή του, που δε έχει στον ήλιο μοίρα, που ένα κλειστοφοβικό υπόγειο φαντάζει ως ικανοποιητική στέγη λύση ανάγκης και ένας άπειρος ανήλικος ως επαρκής συντροφιά/χείρα βοήθειας. Τη ζωή την έφαγε από την ανάποδη, τα απωθημένα της εξακολουθεί να τα έχει και μέρα με τη μέρα, με την τριβή της με τον μικρό, θυμάται το τρυφερό της πρόσωπο που κρυβόταν κάτω από τα θολωμένα της μάτια. Οι δυο τους θα μοιραστούν μέσα από παράδοξες εμπειρίες τη ζεστασιά που τους έλειπε τόσο καιρό, φανερώνοντας ότι υπάρχει η λαμπερή επόμενη μέρα και οι αμέτρητες πιθανότητές της.

Με προσοχή στην απεικόνιση, επιμονή στα λεπτομερή πλάνα και τρυφερότητα επιστρέφει τελικά ο Μπερτολούτσι. Αυτή τη φορά λιγότερο πολιτικός (αρκείται σε μικρές νύξεις), παίζει με το φως και τα χρώματα, απεικονίζοντας έναν ψυχρό διάδρομο σχολείου και ένα θερμό σκονισμένο υπόγειο, παρόμοια με τους χαρακτήρες που αναλαμβάνει να τοποθετήσει μέσα τους. Χρησιμοποιεί τη νοσταλγική δύναμη της μουσικής για να δώσει τη λαχτάρα για μια παρελθούσα εποχή (όχι ιστορική μα προσωπική) και τις δυνατές ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών, κατασκευάζοντας ένα φιλμ φιλικό και χαμογελαστό.

Απέχει από τα αριστουργήματα του αναντίρρητα, μα δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα, αισιόδοξη και, τελικά, όμορφη ματιά, μια λέξη που χαρακτηρίζει την ταινία στην ολότητά της. Ας ελπίσουμε σε μια εξίσου αξιόλογη, ή και πολύ ανώτερη συνέχεια. Και όχι, δεν πειράζει να ακούω δίπλα-δίπλα την ιταλική και την πρωτότυπη εκδοχή του “Space Oddity”, ειδικά σε δύο τόσο όμορφες σκηνές.

venice_miss_violence

Miss Violence *****

Ελλάδα, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Αβρανάς

Πρωταγωνιστούν: Θέμης Πάνου, Ρένη Πιττάκη, Ελένη Ρουσσινού

Διάρκεια: 98’

Στην ιστορία του Κινηματογράφου, αν όχι ολόκληρης της Τέχνης, υπάρχουν περιπτώσεις που οι σκηνοθετικές επιλογές έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το σεναριακό ζουμί της ταινίας, απογειώνοντας ή καταβυθίζοντας το δημιούργημα. Μαχαίρι δίκοπο, καθώς χωρίς τη σωστή υποδομή και το εικαστικό όραμα, η θέληση πρωτοπορίας μπορεί να μετατρέψει μια ταινία σε ανούσιο τραγέλαφο.

Το Miss Violence δυστυχώς αποτελεί περίπτωση αφοσίωσης σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στη μορφοποίηση της ταινίας παρά στο αφηγηματικό της μέρος. Η προσμονή για την ταινία μεγάλη, δεδομένης και της βράβευσής της στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Μια προσμονή που πέθανε επίπονα με το πέσιμο των credits.

Η 11χρονη Αγγελική αυτοκτονεί ανήμερα των γενεθλίων της, βυθίζοντας σε θλίψη και απορία την οικογένεια της, που αποτελείται από δυο γονείς, τρεις (δυο μετά το θάνατο της Αγγελικής) κόρες και τα δυο παιδιά της μεγαλύτερης κόρης. Στην προσπάθεια της ανακάλυψης των αιτιών της αυτοκτονίας, κάποια πτώματα αρχίζουν και μυρίζουν όλο και περισσότερο από το «υπόγειο» της οικογένειας, αποκαλύπτοντας έναν οχετό που ανατρέπει την σεμνή και γλυκιά εικόνα της.

Η μόδα του Νέου Ρεύματος στον ντόπιο Κινηματογράφο με την προσπάθεια αποστασιοποίησης από οτιδήποτε αληθοφανές και τα ασφυκτικά κοντινά/άβολα γενικά πλάνα κάπου έχει αρχίσει να κουράζει.

Το θέμα της ελληνικής οικογένειας δείχνει να μονοπωλεί σε ενοχλητικά μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια τη θεματολογία της εγχώριας «εναλλακτικής» παραγωγής. Για μια ακόμα φορά εισαγόμαστε σε μια γκρινιάρικη και καθόλου νηφάλια απεικόνιση της λογικής που θέλει το συγκεκριμένο κοινωνικό θεσμό να είναι το αίτιο των πληγών του Φαραώ, καταστρέφοντας το μέλλον των παιδιών και δημιουργώντας αλυσιδωτά έναν κοινωνικό αντίκτυπο.

Οι συμβολισμοί της αδυσώπητης εκπόρνευσης των παιδικών ονείρων προς όφελος των γονέων είναι σοκαριστικοί μα μοιάζουν να γίνονται χάριν σοκ, δεν επιτείνουν τη θεματική του σκηνοθέτη όσο αυτός θα ήθελε και το ανυποψίαστο κοινό δεν μπορεί να ταυτιστεί εύκολα. Τα φρικιαστικά γεγονότα περισσότερο παραξηλωμένα παρά νοσηρά φαντάζουν, κι ας βασίζονται σε μια πραγματική ιστορία που συγκλόνισε τη Γερμανία. Ας δειχθεί κάτι που μπορεί να αντιστρέψει το πεπτικο σύστημα, μα υπάρχει πραγματικός λόγος να δειχθεί;

Από την άλλη, τα πλάνα, οι ανδρεικελοειδείς «παράξενες» ερμηνείες (σε αυτό το σημείο να πούμε πως το καστ είναι απόλυτα πειθαρχημένο και λάμπει με ιδιαίτερο τρόπο)  και το μοντάζ στο όνομα του στυλ εξωθούν το περιεχόμενο στο πυρ το εξώτερον. Η μόδα του Νέου Ρεύματος στον ντόπιο Κινηματογράφο με την προσπάθεια αποστασιοποίησης από οτιδήποτε αληθοφανές και τα ασφυκτικά κοντινά/άβολα γενικά πλάνα κάπου έχει αρχίσει να κουράζει.

Τόση σημασία υπάρχει πια να γίνει άλλη μια τέτοια ταινία παρόμοιας θεματολογίας και αισθητικής; Και να ‘λεγα πως το στυλιζάρισμα επί του παρόντος προσφέρει κάτι το πρωτόγνωρο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αλλά δεν υπάρχει στιγμή που να μη θυμίζει τον Λάνθιμο και τους συναφείς σκηνοθέτες (ορκίζομαι ότι υπάρχουν και σκηνές-tribute στον Κυνόδοντα). Φωνάζει πως προσπαθεί να εντυπωσιάσει και να κατακρίνει το Πλουτωνικό παιδοφάγωμα και όχι πως έχει κάτι φρέσκο να προσφέρει.

Δε μπορώ να καταλάβω γιατί κράζουμε ταινίες όπως τον Αφρό των Ημερών ή το Luton για ελλιπές περιεχόμενο και στυλιστική μανία, από τη στιγμή που αυτό συμβαίνει αδρά σε περιπτώσεις του τύπου Miss Violence. Δεν αμφισβητώ την προβληματική της οικογένειας, αν γίνει σωστά και απλώσει το θέμα σε ένα ευρύτερο πεδίο μπορεί να γίνει δημιουργός αιτία εσωστρεφών αριστουργημάτων. Ούτε κατακρίνω το υπερβολικό στυλιζάρισμα, αρκεί να έχει λόγο ύπαρξης ή να είναι οπτικά ευχάριστο.

Μα όταν προσπαθεί να αντιστοιχήσει κάποιος το I Spit on your Grave και το We Are What We Are με συστατικά στοιχεία της λανθιμικής ματιάς (που προσωπικά δε δηλώνω υπέρμαχός της) με ολίγη από την ωμότητα του Χάνεκε στα πιο σκληρά σημεία, θέλοντας να το κάνει να φανεί πιο κουλτουριάρικο και σφόδρα σινεφίλ, απογοητεύομαι. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά φαίνομαι και κακός που δε στηρίζω τα εγχώρια πονήματα. Αλλά η επικάλυψη της απλοϊκής σεναριακής ρηχότητας με «δύσκολη» προσέγγιση δε σημαίνει  ότι τη μετατρέπει σε κάτι ανώτερο με πανανθρώπινο νόημα που απευθύνεται σε μια σινεφίλ ιντελιγκέντσια. Ένα γενναίο αλλά τελικά απογοητευτικό εγχείρημα.

Στην επόμενη σελίδα: το πολυαναμενόμενο πλην απογοητευτικό Gravity και η 10η Μέρα του Βασίλη Μαζωμένου