Έχει περάσει τη μισή και βάλε ζωή του βλέποντας ταινίες. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το υποψιαστεί κανείς απλά και μόνο μπαίνοντας στο σπίτι του στην Καστέλλα, που αποτελεί τη βάση της καθημερινότητας του πολυπράγμονα Άκη Καπράνου, που είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Τα Νέα, καθηγητής στην Κινηματογραφική Σχολή Λυκούργου Σταυράκου, παραγωγός της μακροβιότερης (22 χρόνια) ραδιοφωνικής εκπομπής για το σινεμά (Ραδιοφωνική οθόνη στο Δημοτικό Ραδιόφωνο του Πειραιά), μουσικός (έγκριτος metalhead παλιότερα, ενώ έχει υπογράψει τα soundtrack των ταινιών Η Ψυχή στο Στόμα του Γιάννη Οικονομίδη και Forget Me Not του Γιάννη Φάγκρα), αλλά και πατέρας ενός κοριτσιού, μαζί με το οποίο «γεύεται» το σινεμά με ένα γοητευτικά διαφορετικό τρόπο.
Όντας έξοχος συνομιλητής, νιώθεις σαν να έχεις απέναντί σου ένα σαραντάρη που συνεχίζει να απολαμβάνει τις εμμονές ενός εικοσιπεντάρη, κουβαλώντας όμως στο κεφάλι του γνώσεις επί του αντικειμένου του που δεν έχουν άνθρωποι μεγαλύτεροί του κατά δεκαετίες. Φώτα, κάμερα, πάμε!
Πώς προσεγγίζεις τους μαθητές σου στη σχολή; Δεν ξέρω αν έχουν όνειρα οι μαθητές μου σήμερα. Πολλοί απ’ αυτούς είναι παιδιά 18, 19 ετών. Οι οικογένειες τους χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση, όταν αυτά βρισκόντουσαν στην εφηβεία. Δεν ξέρω τι επιβιώνει μετά από ένα τόσο βίαιο χτύπημα. Μπορώ να σου πω πως το πρώτο που κάνω είναι να τους κόψω τον πληθυντικό. Επίσης δεν τα βαθμολογώ «αυστηρά», ενήλικες είναι, το όλο αξιακό σύστημα των βαθμών το έχω ψιλοχεσμένο. Τους διδάσκω την Ιστορία της Κινηματογραφικής Μουσικής, πέρα απ’ όλη την υπαγόρευση κανόνων και γεγονότων όμως, προσπαθώ να τους φέρω πιο κοντά στη συναίσθηση της οποιασδήποτε μουσικής. Κουβαλώ και την ιδιότητα του συνθέτη, οπότε θέλω να τους μεταδώσω κάτι απ’ αυτή την οπτική. Μαζευόμαστε σπίτι μου κάποια βράδια, βλέπουμε ταινίες, βάζουμε δίσκους να παίζουν, αράζουμε, κουβεντιάζουμε για τα πάντα. Με κάποιους αποφοίτους διατηρώ ακόμα επαφές – είναι φίλοι μου πια. Μου θυμίζουν κάτι από εμένα, όταν ο ίδιος «έμπαινα» στη σχολή, στα 17 μου. Τότε βέβαια τα κεφάλια μας ήταν ήδη γεμάτα με σινεμά. Προχθές ρώτησα έναν μαθητή μου αν θα πάει στη συναυλία του Τζον Κάρπεντερ, κι εκείνος αποκρίθηκε «Ποιος είναι αυτός;». Κατάπια τη γλώσσα μου.
Βλέπεις κάθε μέρα ταινίες; Βλέπω κάθε μέρα μία με δύο ταινίες για επαγγελματικούς λόγους και τουλάχιστον μία για τη προσωπική μου ευχαρίστηση. Περιμένουν αρκετές τη σειρά τους – θέλω σαν τρελός να δω το «The Witch». Πριν λίγες μέρες είδα ξανά το «Sanjuro» του Κουροσάβα και για πρώτη φορά το «Absolutely anything» του Τέρι Τζόουνς που νομίζω πως χτυπήθηκε κάπως άδικα από την κριτική – μια χαρά κωμωδία ήταν, πολύ γλυκιά κιόλας. Έχω και «κακές» ταινίες που αγαπώ και τις βλέπω ξανά και ξανά, όπως τις κωμωδίες των Μπαντ Σπένσερ & Τέρενς Χιλ, που τις έχω στη συλλογή μου. Ταινίες με τις οποίες μεγάλωσα στο Σινεάκ του Πειραιά που εκείνα τα χρόνια πρόβαλλε αποκλειστικά «παιδικές» ταινίες. Σχεδόν μεγάλωσα εκεί μέσα. Ίσως γι’ αυτό αποφάσισα πως ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο στα 12 μου χρόνια.
Αν η ζωή σου ήταν ταινία, ποιος θα την είχε σκηνοθετήσει; Εγώ. Πιθανότατα δε θα βλεπόταν, αλλά ποιος άλλος; Ο συγχωρεμένος ο Νίκος Παναγιωτόπουλος επαναλάμβανε συχνά μια φράση που μου αρέσει πολύ: «Πάμε σινεμά για να δούμε κάποιον που βλέπει». Κάθε βλέμμα κινηματογραφιστή λοιπόν είναι ένα προσωπικό βλέμμα. Όταν μου κάνεις μια τέτοια ερώτηση, είναι σα να με ρωτάς αν θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος. Και σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης απ’ αυτούς που δουλεύουν σήμερα στο Αμέρικα πάντως, είναι ο Ντενί Βιλνέβ. Αγαπώ επίσης το σινεμά του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι, του Γιοακίμ Λαφός και του Τζεφ Νίκολς. Μια στο τόσο, ο Ντέιβιντ Φίντσερ κάνει μια ταινία που με συγκλονίζει – η τελευταία φορά που το πέτυχε ήταν με το «Zodiac».
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του σινεμά που απεχθάνεσαι; Η υποκρισία. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα σε μια ταινία είναι η ειλικρίνειά της. Εξοργίζομαι όταν μια ταινία με κοροϊδεύει. Μια ταινία που προφασίζεται έναν κάποιον ανθρωπισμό, οφείλει να σέβεται τους ήρωες της. Να μη τους θάβει, ας πούμε, κάτω από μια μουσική που δε θα μπορούσε ποτέ να προέρχεται από το σύμπαν τους. Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει με το «Beasts of the southern wild»: το δράμα λάμβανε χώρα σε μια κατεστραμμένη Νέα Ορλεάνη, η μεγαλοαστική μουσική δωματίου, όμως, φώναζε μονάχα ένα πράγμα: «Ωωω τα καημένα τα μαυράκια…». Και την είχε υπογράψει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που ουσιαστικά πουλούσε την ταινία και τους ήρωες του σε ένα κοινό αστικό, απαίδευτο και κατά βάση ενοχικό, ένα κοινό που προσπαθεί να λύσει το «ειδικό» του πρόβλημα μέσω της επαγωγής του στο «γενικό», δηλαδή το κοινωνικό. Πωωω, θύμωσα και μόνο που το θυμήθηκα. Με ενοχλούν επίσης οι δειλές ταινίες – προτιμώ χίλιες φορές μια ταινία που σκοντάφτει σε λάθη και παγίδες αφηγηματικές, αλλά έχει το θάρρος να πάρει μια θέση που ενδέχεται να προσβάλει κόσμο. Συχνά, αγαπώ τις ταινίες εκείνες που προσβάλλουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Από την υποκρισία και αυτού του τύπου τον «ανθρωπισμό» που προανέφερα, προτιμώ χίλιες φορές τον κωλοπαιδισμό, το θράσος και την αυθάδεια. Χρειαζόμαστε περισσότερους Γκασπάρ Νοέ σ’ αυτόν τον κόσμο, και λιγότερους Λάσε Χάλστρομ. Το Χόλιγουντ πλέον έχει πάρει το πάνω χέρι. Κάθε βδομάδα έχουμε και μια ταινία με σούπερ ήρωες στις αίθουσες. Όλες τους είναι παραγωγές εκατοντάδων εκατομμυρίων, ταινίες που υπαγορεύτηκαν από επιτροπές πολυεθνικών και είναι στημένες εντέχνως, ούτως ώστε να προκαλούν και μια κάποιου είδους «συζήτηση». Όλο για το «δια ταύτα» βεβαίως, για να βαυκαλίζονται οι θεωρητικοί που, χαμένοι μέσα στον εγωκεντρισμό, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πως παίζουν το παιχνίδι τους. Ο Τιμ Μπάρτον δεν είχε τέτοια προβλήματα όταν γύρισε τα δυο Μπάτμαν, που παραμένουν οι καλύτερες κόμικ ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Μιλώντας για Μπάτμαν, οφείλω να αναγνωρίσω πως μόνο ο Κρίστοφερ Νόλαν κατόρθωσε να με πείσει, κινηματογραφικώς, για τις κοινωνικές του ανησυχίες. Με ενοχλεί επίσης η αδικαίωτη βία, εξαιρώντας όμως τις ταινίες εκείνες που την εξωραΐζουν δια της κόμικ ελαφράδας, όπως το κάνει, ας πούμε, ο Ταραντίνο ή ο Σαμ Ρέιμι στα καλά του. Με ενοχλούν κι εκείνες οι ταινίες που σου υπαγορεύουν τι να αισθανθείς, τη στιγμή που τις βλέπεις. Πεθαίνει η μάνα του ήρωα και η ορχηστρική μπάντα φτάνει σε οργασμό. Βουλώστε το ρε σεις, πέθανε η γυναίκα!
To ελληνικό σινεμά πού πιστεύεις ότι πατάει περισσότερο; Στην κωμωδία ή το δράμα; Έχει τη δική του ταυτότητα; Δε ξέρω. Έχει η Ελλάδα τη δική της ταυτότητα; Ποια είναι αυτή; Είμαστε Ευρωπαίοι ή Βαλκάνιοι; Ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή; Είμαστε στ΄ αλήθεια απόγονοι του Σωκράτη, ή απλά κατάπιαμε αμάσητο το παραμύθι που μας πάσαραν -για τους δικούς τους λόγους- οι «σύμμαχοι» μετά την απελευθέρωση μας από τον Τούρκικο ζυγό; Νομίζω πως το ελληνικό σινεμά αναζητά την ταυτότητα του, όπως ακριβώς κι εμείς οι ίδιοι. Αναγνωρίζω, λοιπόν, ελληνικότητα στην οικογένεια του «Κυνόδοντα» (όχι όμως στην υπόλοιπη φιλμογραφία του Λάνθιμου), στα μπινελίκια του Οικονομίδη, στον υπαρξισμό του Γραμματικού, στην ιστορική ενατένιση του Κουτσαφτή. Εκπλήσσομαι κάθε φορά που με συγκινούν οι ταινίες του τελευταίου. Δε ξέρω αν οι μεταγενέστερες ταινίες του Λάνθιμου διαθέτουν εθνικότητα, πόσω μάλλον ελληνικότητα. Αν «βγάλεις» τον ήχο από τις Άλπεις ή τον Αστακό, μπορείς να μαντέψεις ποια γλώσσα μιλούν οι πρωταγωνιστές; Δεν ισχύει το ίδιο για τον Οικονομίδη ή τον Γραμματικό, έτσι δεν είναι; Ξέρεις, είχα μια γιαγιά που ζούσε στον Κορυδαλλό, στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου. Συνήθιζα να μπαίνω στη τουαλέτα μόνο και μόνο για να βγάζω το κεφάλι μου από τον φωταγωγό και να ακούω τους καυγάδες στα διαμερίσματα. Δυνατές φωνές, καυγάδες, και μερικές φορές, λίγο ξύλο. Σχεδόν κάθε φορά που πήγαινα. Όταν πρωτοείδα το «Σπιρτόκουτο» αισθανόμουν πως έβλεπα ντοκιμαντέρ. Δε θα ξεχάσω επίσης την πρώτη προβολή των «Απόντων» και του «Βασιλιά» του Γραμματικού, ταινίες που αγαπώ όσο λίγες. Αλλά υπάρχουν και νεότεροι σκηνοθέτες. Ο Κωνσταντίνος Σαμαράς γυρίζει τώρα τη πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Στέργιος Πάσχος ολοκληρώνει το μοντάζ στη δική του, η Ζακλίν Λέντζου είναι μεγάλο ταλέντο (πρόσφατα έμαθα πως γυρίζει κάτι καινούργιο), ενώ στη Δράμα είδα μια εκπληκτική ταινία μικρού μήκους ονόματι «Έκδυσις» (σκηνοθέτιδα η Φαίδρα Τσολίνα). Μαθαίνω επίσης πως ο Φωκίωνας Μπόγρης και ο Χρήστος Χουλιάρας ετοιμάζουν νέες ταινίες – μεγάλου μήκους. Θέλω σαν τρελός να τις δω.
Τι καταγωγή έχει το αγαπημένο σου σινεμά; Ιταλική. Έχουμε ξεχάσει σήμερα πως οι Ιταλοί υπήρξαν σύμμαχοι των Ναζί. Δεν είναι, θέλω να πω, εγγεγραμμένο στη κοινωνική μας συνείδηση. Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ το γιατί; Μα οι Ιταλοί, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, μίλησαν. Και είχαν ανάγκη να μιλήσουν. Όχι μόνο στο λαό τους αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Να μιλήσουν για την τραγωδία που τους συνέβη, την πλάνη τους και τη συντριβή τους. Η ματιά ολάκερου του πλανήτη απέναντι στην Ιταλία, άλλαξε χάρη στο σινεμά της. Πότε συνέβη κάτι ανάλογο στην ιστορία της οποιαδήποτε τέχνης; Για σκέψου τώρα πόσο διαφορετική θα ήταν η παγκόσμια ματιά απέναντι στη Γερμανία αν είχε πράξει αναλόγως κινηματογραφικά. Δεν το έκαναν, δεν ήθελαν να μοιραστούν το βάρος της ήττας. Η εγωιστική ταπείνωση των κινηματογραφιστών τους, τους καταδίκασε στο να είναι «γερμαναράδες» στον αιώνα τον άπαντα. Κι όμως, ο Ροσελίνι γύρισε ταινία (Γερμανία, έτος μηδέν) ακόμα και γι αυτούς. Κι επειδή η συντριβή αυτή είχε πάρει σβάρνα τα πάντα, οι Ιταλοί γύριζαν τις ταινίες τους στις κατεστραμμένες γειτονιές των ηρώων τους ενώ, μιας και δεν υπήρχαν αρκετά λεφτά για επαγγελματίες ηθοποιούς, επιστρατεύτηκαν και ερασιτέχνες. Τα πιο ουσιαστικά κινηματογραφικά πρόσωπα που φιλμογραφήθηκαν ποτέ, είναι αυτά του Ουμπέρντο Ντι, του «Κλέφτη Ποδηλάτων», της μικρής χωριατοπούλας που δίνει τη ζωή της για να σώσει τους φαντάρους στο Παϊζάν. Λατρεύω επίσης την Ιταλική πικρή κωμωδία, τις ταινίες του Μονιτσέλι (που είναι ο αγαπημένος μου κινηματογραφιστής), του Ντίνο Ρίζι, της τεράστιας Λίνα Βερτμίλερ. Και φυσικά, τον Γοτθικό ιταλικό τρόμο του Μάριο Μπάβα, του Ντάριο Αρτζέντο και του Λούτσιο Φούλτσι.
Σου αρέσουν τα κλισέ του κινηματογράφου στα κρυφά ή δεν τα μπορείς καθόλου; Λατρεύω τα κινηματογραφικά κλισέ τα οποία, άλλωστε, είναι η ζωή μου όλη. Υπάρχει μια ατάκα του Γούντι Άλεν: «η ζωή δεν μιμείται την τέχνη, μιμείται την κακή τηλεόραση». Έχει απόλυτο δίκιο! Αν ακυρώσεις, λοιπόν, τα κλισέ της τηλεόρασης και του σινεμά, ακυρώνεις και τη ζωή. Να σου πω κάτι; Το πρώτο φιλί που έδωσες ποτέ ήταν η αναπαράσταση ενός φιλιού που είδες στο σινεμά. Δεν ξέρουμε πώς φιλιούνταν οι άνθρωποι πριν το σινεμά κι ούτε θα το μάθουμε ποτέ.