Ο Ήχος της Σιωπής (Louder Than Bombs) *****
Νορβηγία, Γαλλία, Δανία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Joachim Trier
Πρωταγωνιστούν: Gabriel Byrne, Isabelle Huppert, Jesse Eisenberg
Διάρκεια: 109’
Τρία χρόνια μετά το θάνατο της φωτογράφου Isabelle Reed μια έκθεση διοργανώνεται προς τιμήν της και ένα μεγάλο μυστικό ετοιμάζεται να βγει στο φως μέσω ενός στενού της συνεργάτη. Ο σύζυγός της και οι δύο της γιοι συνεχίζουν να είναι βουτηγμένοι στο πένθος, έχοντας ταυτόχρονα ο καθένας με τα δικά του προβλήματα. Ενώ η ώρα της έκθεσης πλησιάζει, οι ίδιοι αναζητούν τον εαυτό τους και την μεταξύ τους επικοινωνία που μοιάζει να έχει χαθεί. Μετά το άκρως ενδιαφέρον Όσλο, 31 Αυγούστου, ο Δανός σκηνοθέτης Joachim Trier δημιουργεΊ μια στοχαστική ελεγεία πάνω στην απώλεια και τη συνέχεια της ζωής, τη θλίψη, τα ερωτηματικά που αφήνουν πίσω αυτοί που φεύγουν. Το αποτέλεσμα, είτε όταν μιλά σε παρόντα, είτε σε παρελθόντα χρόνο, είναι εκπληκτικό και ο σκηνοθέτης τείνει να χαρακτηριστεί ως ο επόμενος μεγάλος auteur της Δανίας.
Πένθος: μια λέξη που από μόνη της μπορεί να προκαλέσει στον καθέναν το ανάλογο ψυχοπλάκωμα, έστω και αν δεν το βιώνει προσωπικά. Η διαδικασία με τα στάδια που θέλουν κάποιον να περνά από μια προσωπική κόλαση μέχρι τελικά να φτάσει στην αποδοχή του θανάτου ως μέρος αυτού του περίεργου πράγματος που ονομάζεται «ζωή» είναι συνυφασμένη με την τέχνη, είτε ως θεματική της, είτε ως γενεσιουργός αιτία. Άλλοι απεικονίζουν το πένθος επακριβώς, άλλοι δημιουργούν μέσα από αυτό, κάτι που ισχύει σε όλους τους τομείς της τέχνης. Ο Batman ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει το θάνατο των γονιών του. Ο Lennon αποχαιρέτησε τη μητέρα του με το Mother. Ο Picasso είχε μια ολόκληρη δημιουργική περίοδο που βασιζόταν στο πένθος του, τη λεγόμενη μπλε. Όσο για τον κινηματογράφο; Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα και η αντιμετώπιση του πένθους παίρνει διαφορετικές διαστάσεις κάθε φορά. Άλλο το πένθος του Sean Penn στο Σκοτεινό Ποτάμι, άλλο της Juliette Binoche στη Μπλε Ταινία. Ο Joachim Trier στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του επιλέγει να καταπιαστεί με αυτό ακριβώς το θέμα.
Καταρχήν, να ξεκινήσω λέγοντας το εξής: ο Trier (καμία συγγένεια με τον συνονόματο) έχει όλα τα φόντα να γίνει ένας σύγχρονος auteur και ένα νέο σημείο αναφοράς στον κινηματογράφο. Και αυτό το λέω γιατί βλέποντας τον Ήχο Της Σιωπής αναγνώρισα υφολογικά στοιχεία που χρησιμοποίησε και στο παρελθόν, με κυριότερο όλων την μετα-αφήγηση που σχετίζεται είτε με την πλοκή είτε με το γενικότερο συναίσθημα της ταινίας. Βλέποντας κάτι τέτοιο, ένα αναγνωρίσιμο σημάδι που μπορεί να ταυτιστεί με έναν σκηνοθέτη, δίνονται υποσχέσεις πως στο μέλλον θα γράφεται το όνομά του στα βιβλία του κινηματογράφου και στο χαρακτηριστικό του στιλ. Όπως ο Tarantino έχει τους διαλόγους και το αίμα, ο von Trier την προβοκατόρικη ενδοσκόπηση του ανθρώπου και της κοινωνίας και ο Tarr τα αργόσυρτα, ασπρόμαυρα πλάνα με τους πρωταγωνιστές να περπατάνε συνοδεία της μουσικής του Vig, έτσι και ο Trier έχει κάποιο σκηνοθετικό στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει και εδώ, μάλιστα, το πηγαίνει σε άλλο επίπεδο.
Εννοώ πως αυτή τη φορά η μετα-αφήγησή του αφορά στην άμεση ενδοσκόπηση μιας κατάστασης παρά στην αφηρημένη καταστροφή της όμορφης εικόνας που αφήνει να εννοηθεί μέσα από τις off-camera αφηγήσεις. Κι εδώ οι εσωτερικοί μονόλογοι αφορούν σε σκέψεις που έμμεσα θίγουν το κεντρικό θέμα, αλλά αυτή τη φορά μοιάζουν περισσότερο με τον συνειρμικό τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλος ή ο κόσμος των ονείρων παρά με ειρωνικό σχόλιο. Έτσι και σκηνοθετικά, μετατρέπεται από έναν σχεδόν Dardenne-ικό ρεαλιστή σε έναν πιο μελαγχολικό δημιουργό, που παρατάει το γραμμικό χάριν του πισωγυρίσματος, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο. Η ιστορία δε διηγείται αποκλειστικά το παρόν, υπάρχουν κρυμμένα μυστικά που δίνουν το κλειδί για την επίλυση των προσωπικών προβλημάτων των πρωταγωνιστών και αυτά κρύβονται στο παρελθόν, σε μικρές λεπτομέρειες που, όπως αφηγείται μια μαθήτρια που διαβάζει ένα λογοτεχνικό απόσπασμα, δεν ήταν κρίσιμες, αλλά άφησαν τα σημάδια τους.
Επιλέγει να σκηνοθετήσει τα πάντα σε χαμηλό φωτισμό, να δώσει στην εικόνα το σκοτάδι που πνίγει τους τρεις άνδρες οι οποίοι προσπαθούν να συμφιλιωθούν με το παρόν. Ακόμα και το φως του ήλιου μοιάζει θαμπό, ακριβώς όπως η φλόγα των ψυχών τους που ψάχνει οξυγόνο για να δυναμώσει. Και το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι όχι μόνο ταιριαστό ως προς το θέμα της ταινίας, αλλά και πανέμοορφο. Όσον αφορά στο σενάριο, κάποιος άλλος σκηνοθέτης μπορεί να μπερδευόταν με την ανάλυση τεσσάρων χαρακτήρων. Να κατέληγε σε υπερβολές, σε ανοιχτά ερωτηματικά και σημεία πλοκής που δεν αξιοποιήθηκαν στο ελάχιστο. Όχι όμως εδώ, πρόκειται για ένα σενάριο άρτια δομημένο, που συνδέει ρευστα την κάθε οπτική γωνία, το παρελθόν με το παρόν και τελικά δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο της παραίτησης, αλλά ωθείται προς έναν ήλιο λαμπερότερο απ’ ότι στην αρχή.
Το καστ αποδίδει στην εντέλεια τους ρόλους του, με τις ευαισθησίες και τις ιδιοτροπίες τους. αν ξεχωρίζει κάποιος, ωστόσο, στο σύνολο της ταινίας, αυτή είναι η Isabelle Huppert που, αν και δεν εμφανίζεται αρκετά στην ταινία (καθότι υποδύεται τη νεκρή φωτογράφο που θυμόμαστε μέσω flashbacks), δείχνει να κατανοεί απόλυτα την εσωτερική της μάχη ανάμεσα στο ρόλο της συζύγου και μητέρας και στην επαγγελματία φωτογράφο που θέλει να είναι στα δρώμενα. Να αντιλαμβάνεται την κατάθλιψή της και να μην την αποδίδει με τίποτα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τραβηγμένο. Το πλάνο στην κενή της έκφραση αποτελεί μια από τις δυνατότερες στιγμές της ταινίας, τόσο ερμηνευτικά όσο και σκηνοθετικά.
Μην σας αποθαρρύνει ο πικρός τόνος της. Αντιθέτως, θα εκπλαγείτε με το πόσο ρέων είναι ο φιλμικός λόγος αυτού του μελλοντικού άστρου της σκηνοθεσίας. Γιατί στην επόμενή του ταινία, αν συνεχίσει έτσι και αξιοποιήσει στο έπακρον τα δυνατά του στοιχεία, σίγουρα θα μιλήσουμε για αριστούργημα.
Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος (Captain America: Civil War) ***1/2**
ΗΠΑ, 2016, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Anthony Russo, Joe Russo
Πρωταγωνιστούν: Chris Evans, Robert Downey Jr, Scarlett Johansson
Διάρκεια: 147’
Η υπόθεση Ultron έχει κλείσει με τους Εκδικητές να ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους. Ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια μιας αποστολής τους στη Νιγηρία θα τους φέρει προ των ανωτέρων κυβερνητικών κλιμακίων του πλανήτη, οι οποίοι προσπαθούν να περιορίσουν τη δράση των υπερηρώων σε πιο συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει πως σταματάνε και οι επιθέσεις από σκοτεινές δυνάμεις που θέλουν να καταστρέψουν τον κόσμο. Μια νέα απειλή εμφανίζεται και με τους ήρωες σε διαμάχη μεταξύ τους, το μέλλον του πλανήτη μοιάζει αβέβαιο. Χαμός. Από διαλόγους, από εφετζίδικες μάχες, από δράση γενικώς, μόνο ως ένα άκρως χορταστικό μείγμα που θα κάνει το παιδί που κρύβεται μέσα σας να βγει προς τα έξω. Όσοι απογοητευθήκατε από το Batman VS Superman, καλωσήρθατε στην υπερηρωική ταινία της χρονιάς.
Smac *****
Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ηλίας Δημητρίου
Πρωταγωνιστούν: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιάννης Κοκιασμένος, Σταυρούλα Κοντοπούλου
Διάρκεια: 110’
Η Ελένη ζει μόνη σε μια πολυκατοικία γεμάτη αλλοδαπούς, στης οποίας την είσοδο κοιμάται πάντα ο άστεγος Ανδρέας. Μαθαίνει πως έχει καρκίνο και όλη της η ζωή γυρνά ανάποδα. Προσπαθώντας να αποδεχτεί αυτή τη νέα κατάσταση και να αποφασίσει το πώς θα κινηθεί, δέχεται να αφήσει τον Ανδρέα να μείνει σπίτι της. Οι δυό τους θα αναπτύξουν μια περίεργη σχέση και θα μοιραστούν πράγματα που πάει καιρός από τότε που συνέβησαν. Αλλά μπορεί να τον εμπιστευτεί πλήρως; Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ηλία Δημητρίου βρήκα πράγματα που δεν μου άρεσαν, αλλά και αρκετά ακόμα που μου άρεσαν. Καταρχήν, η υποπλοκή με το Smac, όταν έρχονται οι τίτλοι τέλους επι της οθόνης, δείχνει πως ήταν κάπως αχρείαστη για την πλοκή, και να έλειπε, ο πυρήνας της ταινίας δε θα επηρεαζόταν στο ελάχιστο. Επιπλέον, πολλές φορές μοιάζει να «κυνηγά την ατάκα», βάζοντας όλους σχεδόν τους χαρακτήρες (ακόμα και τους δευτερεύοντες) να πετούν μεγαλόστομα τσιτάτα, ενώ το τέλος φαίνεται κλισέ, αν όχι βεβιασμένο. Από την άλλη, το πρωταγωνιστικό δίδυμο έχει απίστευτη χημεία και δε χωρά αμφιβολία πως η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη τιμήθηκε επάξια με το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου από την Ακαδημία. Επιπλέον, το μαύρο χιούμορ που κάνει την εμφάνισή του διάσπαρτα μέσα στην ταινία είναι εξαιρετικό, όπως και η μουσική. Η φωτογραφία αναδεικνύει τις τοποθεσίες και τους χαρακτήρες και τελικά έχουμε μια ταινία που ξεπερνά τον μέσο όρο. Με καρδιά και συναισθήματα αν όχι με την ίδια της την αφήγηση.
Λευκοί Ιππότες (Les chevaliers blancs) **1/2***
Βέλγιο, Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Joachim Lafosse
Πρωταγωνιστούν: Vincent Lindon, Louise Bourgoin, Valérie Donzelli
Διάρκεια: 112’
Ο μη-κυβερνητικός οργανισμός Move For Kids, με επικεφαλής τον Jacques Arnault και μερικούς ακόμη εθελοντές βρίσκονται στην Αφρική προκειμένου να περιθάλψουν τα παιδιά που πλήττονται από τις δυσχέρειες της περιοχής. Έχουν, όμως, μια παράλογη προϋπόθεση: τα παιδιά αυτά πρέπει να είναι απαραίτητα κάτω των 5 ετών. Μήπως κάτι περίεργο συμβαίνει με αυτή την οργάνωση και τελικά οι σκοποί της δεν είναι τόσο αγαθοί όσο φαίνονται; Προσπαθώντας για μια ακόμα φορά να φανεί αιχμηρός, ο Joachim Lafosse χάνεται κάπου στο σενάριό του, γραμμένο από 8 άτομα. Θέλει ξεκάθαρα να θίξει αυτά τα εύφλεκτα θέματα, αλλά δε διαφεύγει ούτε από τον βερμπαλισμό, ούτε από το διδακτισμό, κάτι που σε γενικές γραμμές θολώνει το νόημά του. Aς όψεται που για μια ακόμα φορά ο Vincent Lindon αποδεικνύει το ερμηνευτικό του εκτόπισμα και κάπως σώζει την κατάσταση.
Friend Request *****
Γερμανία, 2016, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Simon Verhoeven
Πρωταγωνιστούν: Alycia Debnam-Carey, Brit Morgan, William Moseley
Διάρκεια: 92’
Η Laura ζει μια χαρούμενη ζωή, απολαμβάνοντας τη δημοφιλία της στο πανεπιστήμιο που σπουδάζει και την παρέα των φίλων της. Ένα αίτημα φιλίας στο facebook από μια απόμακρη συμφοιτήτριά της θα ξεκινήσει την εξάπλωση μιας μυστήριας κατάρας, η οποία, αν δε λυθεί, θα σκοτώσει όποιον αγαπά η Laura και πιθανόν και την ίδια. Προσπαθώντας να προσεγγίσει τον ιαπωνικό τρόμο με ένα σενάριο που μοιάζει σαν μια μίξη του One Missed Call και του Ring, ο Simon Verhoeven δημιουργεί κάτι που μοιάζει μεν με j-horror ως προς τη λογική του σεναρίου του, αλλά φιλτραρισμένο από τα αμερικάνικα πρότυπα. Τουτέστιν, ενώ υπάρχει μια ατμόσφαιρα η οποία μοιάζει να οδηγεί κάπου, καταλήγουμε σε παραδοσιακά jumpscares ή μετριασμένες φρικαλεότητες. Δηλαδή καμία σχέση με το αρτιότατο remake του Ring. Από την άλλη, δεν είναι και το χειρότερο θρίλερ που θα δείτε, μάλλον ως φιλότιμη προσπάθεια μπορεί να χαρακτηριστεί, αν και εν τέλει μένει μετεξεταστέα.
Mr. Right *1/2****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Paco Cabezas
Πρωταγωνιστούν: Anna Kendrick, Tim Roth, Sam Rockwell
Διάρκεια: 90’
Προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πρόσφατο χωρισμό της, η Martha αναζητά τον επόμενο μεγάλο έρωτά της. Και τον βρίσκει τελικά, στο πρόσωπο του χαρισματικού και γοητευτικού Mr. Right. Αυτό που δε γνωρίζει, ωστόσο, για εκείνον, είναι η αληθινή του ταυτότητα: ένας φυγάς εκτελεστής, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από το αντίπαλό του καρτέλ το οποίο τον θέλει νεκρό. Όταν η Martha απαχθεί από τους αντιπάλους του, ο Mr. Right πρέπει να αναλάβει δράση. Φλύαρη κωμωδία δράσης που έχει κάποιο ενδιαφέρον όποτε οι δύο πρωταγωνιστές βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, αλλά η υπόλοιπη πλοκή είναι για πέταμα. Αν θέλετε, όμως, μια μικρή λεπτομέρεια που κάπως με έκανε σε προσωπικό επίπεδο να χαμογελάσω, είναι η guest παρουσία του RZA.
Ψεύτης Ήλιος 3: Το Οχυρό (Utomlennye solntsem 3: Citadel) *1/2****
Ρωσία, 2011, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Nikita Mikhalkov
Πρωταγωνιστούν: Nikita Mikhalkov, Dmitrij Diuzhev -Vanya, Nadezhda Mikhalkova
Διάρκεια: 157’
Ο στρατηγός Kotov επιστρέφει στη Μόσχα για να βρει τη γυναίκα του αποκατεστημένη με μια νέα οικογένεια. Ο Στάλιν του ζητά ως αντάλλαγμα για την αποκατάσταση της τιμής του να ηγηθεί μιας νέας αποστολής, η οποία μόνο ως αυτοκτονική μπορεί να χαρακτηριστεί. Η αποστολή αυτή απαιτεί την κατάληψη ενός απόρθητου γερμανικού οχυρού. Μην έχοντας άλλη επιλογή προκειμένου να φτιάξει τη ζωή του ξανά, ο Kotov δέχεται να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Τι ίσχυε για το προηγούμενο μέρος της (ο Θεός να την κάνει) τριλογία; Το ίδιο ισχύει και εδώ. Ο Mikhalkov καταστρέφει το μύθο του πρώτου Ψεύτη Ήλιου περαιτέρω, μετατρέποντας μια ιστορική ταινία σε ένα κακό πολεμικό δράμα . Κρίμα, πραγματικά.