jul

Το νέο βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς είναι η βιογραφία του μεγάλου συνθέτη του 20ου αιώνα, Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Από τις πλέον αινιγματικές φιγούρες της ιστορίας της μουσικής, ο Σοστακόβιτς είναι γνωστός τόσο για το έργο του όσο και για την στάση του απέναντι (;) στο Σοβιετικό καθεστώς, η οποία ακόμα και σήμερα δεν έχει ξεκαθαρίσει ποια ήταν.

Ακριβώς σε αυτή την αμφιβολία επιλέγει να εστιάσει ο έμπειρος Μπαρνς. Στον μόλις πάνω από 200 σελίδες «Αχό της Εποχής», ο συγγραφέας παρουσιάζει τις πολλές, αντικρουόμενες διαστάσεις του συνθέτη μέσω μιας έξυπνα επιλεγμένης «αποσπασματικής» μεθόδου με κειμενάκια μικρής έκτασης που λειτουργούν τόσο για να μας δίνουν τις πληροφορίες όσο και ως σχόλια.

«Εξουσία: Κοίτα, εμείς κάναμε την επανάσταση!
Πολίτης: Μάλιστα, πρόκειται ασφαλώς για υπέροχη επανάσταση. Και τεράστια βελτίωση έναντι της προηγούμενης κατάστασης. Είναι πραγματικά τρομερό επίτευγμα. Πότε πότε όμως αναρωτιέμαι… μπορεί φυσικά να πέφτω εντελώς έξω, αλλά ήταν απολύτως αναγκαίο να εκτελεστούν όλοι αυτοί οι μηχανικοί, οι στρατηγοί, οι επιστήμονες και οι μουσικολόγοι; Να σταλούν εκατομμύρια στα στρατόπεδα, να υποχρεωθούν σε καταναγκαστική εργασία μέχρι θανάτου, να τρομοκρατηθούν οι πάντες και να εκμαιευτούν ψευδείς ομολογίες στο όνομα της επανάστασης; Ήταν αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα σύστημα που μέχρι και στις παρυφές του υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι που περιμένουν κάθε νύχτα να τους σύρουν από το κρεβάτι και να τους πάνε στο Μεγάλο Σπίτι ή στη Λουμπιάνκα, να τους βασανίσουν, να τους αναγκάσουν να υπογράψουν εντελώς χαλκευμένες σκευωρίες και στο τέλος να τους πυροβολήσουν στο πίσω μέρος του κεφαλιού; Απλώς αναρωτιέμαι, καταλαβαίνετε.
Εξουσία: Ναι, εντάξει, αντιλαμβάνομαι τι θέλετε να πείτε. Σίγουρα έχετε δίκιο, αλλά ας το αφήσουμε όπως είναι για την ώρα και θα το διορθώσουμε την επόμενη φορά».

Ο Σοστακόβιτς είναι μια προκλητική περιπτωση για κάθε βιογράφο. Σε μια εποχή που έπρεπε να διαλέξεις πλευρά, αυτός ήταν δειλός εκ φύσεως. Ήθελε απλά να μην διαλέξει, αλλά αυτή η επιλογή δεν υπήρχε. Το κόμμα ήταν τα πάντα και όλοι έπρεπε να είναι υπερ των σκοπών του. Έτσι επέλεξε – με το όπλο στο κεφάλι – να παίξει το ρόλο του «τρελού» του Σαίξπηρ, αλλά μάλλον δεν τον έπαιξε με τον καλύτερο τρόπο.

Μια φορά ένας φίλος τον ρώτησε γιατί είχε χειροκροτήσει έναν λόγο όπου ο Χρένικοφ του είχε ασκήσει δριμεία κριτική. Ο φίλος νόμιζε ότι το είχε κάνει ειρωνικά ή πιθανώς για να φανεί ταπεινός. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε προσέξει λέξη.

cov_barnes

Προσυπέγραφε όποιο χαρτί του έφερναν μπροστά του, στο οποίο καταδίκαζε ή υποστήριζε ό,τι του υπαγόρευε η εξουσία. Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και τους ήρωές του (π.χ. τον Στραβίνσκι) αποκήρυξε. Γεμάτος ντροπή, πίστευε ότι αν δεν διάβαζε αυτά που υπογράφει, αυτά δεν θα είχαν σημασία. Άλλωστε ο κόσμος που τον γνώριζε, θα καταλάβαινε ότι το κάνει εξ ανάγκης…

Ο Μπαρνς παρουσιάζει τα κυριότερα (και ήδη γνωστά από την εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον Σοστακόβιτς) επεισόδια από τη ζωή του Σοστακόβιτς, όπως τους τρεις γάμους του, τις περιπέτειες της αποδοχής της μουσικής του από την εξουσία που τον έφερε από το ζενιθ στο ναδίρ και πίσω, τον τρόμο του μετά την δυσανασχέτηση του Στάλιν για το έργο του, τις άγρυπνες νύχτες του δίπλα στο ασανσέρ περιμένοντας το τέλος του, τα ταξίδια του στο εξωτερικό όπου τον περιέφερε ως μέλος ενός «τσίρκου» η Σοβιετική προπαγάνδα, την αναγκαστική ένταξή του στο Κόμμα μετά τον θάνατο του Στάλιν και την αποδοχή του ρόλου του κορυφαίου συνθέτη της Σοβιετικής μουσικής.

Στο κείμενο, η μουσική είναι μεν πανταχού παρούσα, αλλά όχι στο προσκήνιο. Απουσιάζει πλήρως η διαδικασία της δημιουργίας της και παρουσιάζεται ελάχιστα η παρουσιάσή της στο κοινό, κυρίως για να μάθουμε τις συνέπειές της. Ο Σοστακόβιτς παρουσιάζεται αναποφάσιστος ακόμα και στο τι πιστεύει για την τέχνη του. Δεν είναι υπέρ της τέχνης για την τέχνη, αλλά ούτε και υπέρ της τέχνης για τον λαό. «Η τέχνη είναι ο ψίθυρος της ιστορίας, που ακούγεται πάνω από τον αχό της εποχής. Η τέχνη δεν υπάρχει για την τέχνη. Υπάρχει για τον λαό. Ποιον όμως λαό και ποιος τον καθορίζει; […] Έγραφε μουσική για όλους και για κανέναν. Έγραφε για εκείνους που εκτιμούσαν περισσότερο τη μουσική του, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης. Έγραφε μουσική για τα αυτιά που μπορούσαν να ακούσουν».

«Ο Αχός της Εποχής» προτρέπει τον αναγνώστη να μελετήσει περαιτέρω την γεμάτη διλήμματα περίπτωση του Σοστακόβιτς, ενώ περιγράφει πετυχημένα την παράνοια της τέχνης στα χρόνια της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης και τις διάφορες φιγούρες που χαρακτήρισαν τη μουσική της εποχής.