Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη από το 2014 σχεδόν ταυτίστηκε με την εύθραυστη Γαλλίδα Μαρίνα Μπαρέ, την ηρωίδα της «Μεγάλης Χίμαιρας» του Μ. Καραγάτση, που ερμήνευσε με ευαισθησία και ευφυΐα. Ο ρόλος αυτός, στον οποίο θα επανέλθει την άνοιξη του 2018, της χάρισε το βραβείο Μερκούρη, το 2015.
Τώρα όμως βρίσκεται στο θέατρο Αποθήκη και στα «7 χρόνια» το οποίο είναι βασισμένο στην ομώνυμη ισπανική ταινία των Jose Cabeza και Cristian Conti. Εκεί ο ρόλος της είναι τελείως διαφορετικός. Πρόκειται για το μόνο θηλυκό μέρος μιας παρέας που έστησε μια οικονομική κομπίνα μέσω μιας εταιρίας. Όταν η εφορία ανακαλύπτει μια μεγάλη απάτη στην εταιρία των τεσσάρων φίλων, η μόνη λύση που προκύπτει ομόφωνα είναι, κάποιος από τους τέσσερις, να πάρει μόνος του την ευθύνη, προστατεύοντας τους υπόλοιπους και την εταιρία.
Ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής θα τους βοηθήσει στη λύση. Το οικονομικό αντίτιμο για την απώλεια της ελευθερίας θα το ορίσει αυτός, που θα βρεθεί στη φυλακή. Η Αλεξάνδρα υποδύεται τη γυναίκα που αναλαμβάνει το κομμάτι της οικονομικής διευθέτησης, είναι εκείνη που «ελέγχει τα νούμερα».
Πόσο κοντά βρίσκεται αυτή γυναίκα σε αυτό που είσαι εσύ στην πραγματικότητα; Φαίνεται ότι είμαι πολύ μακριά. Εγώ μέχρι μια απλή πρόσθεση φτάνω, μόλις πάω σε κάτι πιο πολύπλοκο ποσοστά και δεν ξέρω τι, μπερδεύομαι. Ως προς το πραγματικά πρακτικό κομμάτι της λειτουργίας είμαι πολύ μακριά καθώς δεν είμαι καθόλου πρακτικός άνθρωπος. Έχω μια εμμονή στην τάξη αλλά αυτό συμβαίνει γιατί η αναρχία και η αταξία του μυαλού μου και της ψυχοσύνθεσης μου είναι τόσο έντονη που στην πραγματικότητα αυτή η εμμονή υπάρχει μόνο για εξωτερικά πράγματα ώστε να μη χάνω για παράδειγμα τα ραντεβού μου, και μέχρι εκεί φτάνει. Μόλις μπεις λίγο πιο βαθιά είναι όλα άνω κάτω. Νομίζω ότι όσοι έχουν μανία με την τάξη είναι όσοι είναι πιο χαώδεις μέσα τους.
Ποιο είναι το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα που υποδύεσαι; H εμμονή της σε μια ανέλιξη του κοινωνικού της στάτους και κατάκτησης υλικών αγαθών. Είναι εργασιομανής, έχει χτίσει την ύπαρξη της μέσα σε αυτό το γραφείο και από αυτό καθορίζεται και προσδιορίζεται δηλαδή από το πόσο δυναμική είναι εκεί μέσα, από την εξουσία που τη γοητεύει και από το γεγονός ότι συνεργάζεται ισότιμα με τρεις άνδρες.
Τα κάνει όλα αυτά για να πείσει τον εαυτό της για τις δυνατότητές της ή για τους άλλους; Πιστεύω ότι πάντα είναι πιο ισχυρό το τι κάνουμε για πείσουμε τους εαυτούς μας για κάτι και κατά επέκταση τους άλλους. Όσο πιο πολύ έχεις ανάγκη τη γνώμη του άλλου τόσο πιο πολύ φτιάχνεις μια εικόνα για την οποία πρέπει να πείσεις και τον εαυτό σου και αυτό είναι και το πιο δύσκολο γιατί το προσωπείο καταρρέει πολύ εύκολα με μια αφορμή κι αυτό είναι καταστροφικό, είναι ολέθριο.
Και η αποδοχή; Όσο πιο πολύ αποζητούμε την αποδοχή και τον θαυμασμό τόσο πιο πολύ πείθουμε τον εαυτό μας για κάτι άλλο από αυτό που είμαστε. Το πιο σοβαρό είναι ότι εν τέλει λέμε ψέματα στον εαυτό μας, ότι χάνουμε την επαφή με αυτό που είμαστε, αν υπάρχει. Πάντα αναρωτιέμαι για αυτό που όλοι λέμε «τι είμαι πραγματικά» λες και υπάρχει ένα αληθινό εγώ που πρέπει να ανακαλύψουμε.
Φαντάζομαι το εγώ μας δεν είναι μονοδιάστατο. Ακριβώς. Είναι πολυπρισματικό και πολυδιάστατο. Το «πραγματικό εγώ» μου φαίνεται λίγο περιορισμένο. Σίγουρα όμως, με κάποιους ανθρώπους αισθανόμαστε πιο πολύ εμείς. Είναι οι άνθρωποι που ανά πάσα στιγμή μπορείς να τους αποκαλύψεις όλες τις πλευρές σου, δεν περιορίζεσαι σε μια σταθερή εικόνα.
Είναι οι άνθρωποι που αντανακλούν το ποιος είσαι; Αναγνωρίζεις δικά σου στοιχεία σε αυτούς; Μπορεί αλλά μπορεί και να είναι τρομερά αντίθετοι από εσένα και παρ’ όλα αυτά να συνεννοείστε κάνοντας μια καλή μείξη.
Το κοινό κεντρικό δίλημμα του έργου« ελευθερία ή χρήμα» πόσο σε αγγίζει προσωπικά; Είναι το μόνο ερώτημα που τίθεται τόσο καθαρά στο έργο: «Πόσα χρήματα σου φτάνουν για να περάσεις εφτά χρόνια στη φυλακή; Μπορείς;» Απευθυνόμαστε και στο κοινό. Το ρωτάμε. Δεν είναι όμως το μόνο ερώτημα. Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα ερωτήματα πριν φτάσουμε σε αυτό. Για παράδειγμα, ποιος είναι ποιο απαραίτητος σε μια ομάδα;
Και η ζωή δεν είναι μια σειρά από διλήμματα; Ναι, συνεχώς διαπραγματευόμαστε δρόμους. Να πάω από εδώ ή από εκεί;
Είχες κι εσύ ένα πολύ κεντρικό δίλημμα σε νεαρή ηλικία. Ήσουν στη σχολή του Εθνικού και σου πρότειναν να παίξεις στην ταινία του Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει». Αποφάσισες ότι θα είσαι στην ταινία και έτσι αποβλήθηκες. Πώς πήρες αυτή την απόφαση; Και ενήλικα και παιδικά, και ώριμα και αφελώς. Δεν είχα δει καμία ταινία του Αγγελόπουλου μέχρι τα 20 μου και σε μια εβδομάδα τις είδα όλες, σε ένα αφιέρωμα δικό μου στο σπίτι. Ήξερα τον μύθο, καταλάβαινα αυτό που συνέβαινε, αλλά ήταν ακραίο το δίλημμα. Θέλω να πω ότι και το ότι είχα καταφέρει να μπω στο Εθνικό ήταν μια μεγάλη κατάκτηση. Από την άλλη έβλεπα ότι δεν υπήρχε περιθώριο για να πω όχι. Καταλάβαινα ότι αυτό που μου συνέβη ήταν τρομερά σπάνιο και ιδιαίτερο και μια εμπειρία που δεν θα συναντούσα ξανά στη ζωή μου, κάτι σαν ταξίδι.
Και η ταινία άλλωστε δεν ήταν μια εκπαιδευτική διαδικασία; Απόλυτα. Όχι ότι υποτιμώ τους σπουδές μου, γι’ αυτό και επέστρεψα μετέπειτα, αλλά ήταν η πρακτική μου πριν ακόμη τελειώσω τις σπουδές μου. Ίσως κάπως σαν το αγροτικό μου, βλέπεις το αίμα και είσαι μόνος σου. Ήσουν μόνος σου γιατί ο Αγγελόπουλος ήταν δάσκαλος με την ευρύτερη έννοια, δεν σε έπιανε από το χέρι. Ενώ διάλεγε πολύ νέους συνεργάτες τους αντιμετώπιζε στα ίσια και είχε την απαίτηση που θα είχε κι από έναν επαγγελματία 70 χρονών.
Ποιο ήταν το πιο ουσιαστικό που πήρες από τη συνεργασία σου με τον Αγγελόπουλο; Νομίζω ότι έμαθα πώς να είμαι επαγγελματίας και πώς να στέκομαι στο ύψος δύσκολων περιστάσεων. Και ακόμη εικόνες, αισθήσεις, στιγμές, διαδικασίες, με τον εαυτό μου, στιγμές μου μαζί του, το πώς δούλευε εκείνος, το πόσο ισχυρό είναι το όραμα ενός ανθρώπου όταν βλέπει κάτι και πώς μπορεί να πάει προς τα εκεί. Κυρίως όμως ότι ενηλικιώθηκα. Ωρίμασα σαν άνθρωπος, άφησα για πρώτη φορά τους γονείς μου, άλλαξα πόλη. Ήταν καθοριστικό γεγονός για εμένα.
Πώς ξέρεις ότι θέλεις να είσαι σε μια δουλειά; Υπάρχουν αγάπες και εμμονές, και άνθρωποι που θαυμάζεις και είναι πολύ καθαρό μέσα σου ότι θέλεις να δουλέψεις μαζί τους αλλά υπάρχουν και νέοι άνθρωποι που έχουν κάτι καινούριο να προτείνουν, που μπορείς να μάθεις πάρα πολλά πράγματα μέσα σε μια διαδικασία που είσαι κι εσύ είσαι δημιουργικός. Το τώρα μετράει και οι άνθρωποι και η περιπέτεια που μου προτείνουν.
Πώς ορίζεις την περιπέτεια; Κάτι κοντά στην φιλομάθεια. Δεν εννοώ περιπέτεια κάτι δύσκολο ή μυστήριο. Ίσα ίσα τη βλέπω σε πολύ πιο απλά πράγματα. Ίσως αρχίζω να γίνομαι συντηρητική αλλά θεωρώ πια ως περιπέτεια κάτι που έχει μια έμπρακτη εφαρμογή, σχεδόν μαθηματική. Κάτι που μπορεί να με πάει σε μια άλλη συνείδηση για το πώς μπορώ να αντιληφθώ καλύτερα αυτό τον κόσμο. Όσο πιο απλά, απτά και συγκεκριμένα μπορεί να μου τα πει κάποιος τόσο πιο περιπετειώδη τα βρίσκω με έναν τρόπο.
Γιατί; Επειδή η πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη και υπάρχουν τόσες πολλές αλήθειες. Αν κάποιος έχει να σου προτείνει έναν απλό δρόμο αυτός θα ανοίξει κι άλλους. Και για μένα ισχύει αυτό. Να, τώρα προσπαθώ να πω πολλά και δεν καταφέρνω να πω τίποτε. Είναι ωραίο όταν οι άνθρωποι ξέρουν τι θέλουν να πουν, μπορούν να στο εξηγήσουν και σε θέλουν σύμμαχό τους ώστε να συναντήσετε μια αλήθεια μαζί. Θέλω να επιλέγω ποιους ανθρώπους θα συναντήσω μέσα στην ημέρα μου. Αυτό διαλέγω ουσιαστικά, το πώς θα ζω. Είναι μια δουλειά που την κουβαλάμε και στο σπίτι. Μας απασχολεί, μας προσδιορίζει.
Τα αδιέξοδα που συναντάς πώς τα αντιμετωπίζεις; Πώς στέκεσαι απέναντι σε έναν τοίχο; Πρώτα απ’ όλα με την αποδοχή ότι υπάρχει εκεί ένας τοίχος. Σε μια σχέση για παράδειγμα, μπορεί να έχεις κάνει μια πορεία κοινή αλλά να αλλάζουν οι ανάγκες και να βρίσκεσαι εκεί. Ας σταθείς λοιπόν για λίγο μπροστά στον τοίχο. Όχι τιμωρία, με το πόδι ψηλά.
Αλλά; Ούτε να κοπανάς το κεφάλι σου εμμονικά για να τον σπάσεις -γιατί εσύ θα σπάσεις- αλλά ούτε βουδιστικά ότι από μόνος του ο τοίχος θα μετατραπεί σε μονοπάτι. Υπάρχει πάντα μια τρίτη οδός που στην πραγματικότητα είναι μία από τις δύο αλλά όπως έχεις σταθεί δεν μπορείς να τη δεις. Πρέπει να έχεις τη γενναιότητα να σταματήσεις και να αποδεχθείς τον τοίχο. Πάντα υπάρχουν συνισταμένες ακόμη και στα ακραία διλήμματα. Χρειάζεται χρόνος και απόσταση –όχι αέναη γιατί αυτό θα σήμαινε απόσυρση- αλλά χρειάζεται ένα φρένο για να δεις τι συμβαίνει. Θεωρώ ότι εμείς δημιουργούμε τα ακραία διλήμματα.
Επί τέσσερις σεζόν υποδυόσουν την Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας», που θα επιστρέψει από Απρίλιο. Πώς έχει εγγράψει μέσα σου αυτή η γυναίκα; Επειδή είμαι εσωστρεφής το κομμάτι της δυναμικότητάς της με έχει επηρεάσει και με έχει απελευθερώσει ώστε να ακούω τη δική μου φωνή. Καταχράστηκα λίγο την καλλιέργεια της, την αγάπη της για τα γράμματα, την οξυδέρκεια της, την αισθητική της ματιά πάνω στη λογοτεχνία, τον τρόπο της να βάζει έναν άνθρωπο στη θέση του, τον τρόπο της να ειρωνεύεται πάντα μέσα από την ευγένεια.
Και έχει έναν ιδιαίτερο ερωτισμό. Είναι πολύ γυναίκα. Είναι αλλά λανθασμένα.
Λόγω ενοχής; Λόγω τραύματος. Η μόνιμη της ανάγκη να ζει ένα δράμα γιατί μέσα σε ένα δράμα έχει σχηματιστεί η ερωτική της υπόσταση. Νιώθει ενοχικά. Πολλές γυναίκες έντονα ερωτικές είναι θελκτικές γιατί φέρουν κάτι που δεν είναι έκφυλο, είναι κάτι συγκρατημένο, κάτι που υποβόσκει. Και θέλει ο άνδρας από τη μεριά του να το τσαλακώσει, να το χαλάσει.
Να το χαλάσει ή να το αφήσει να εκφραστεί; Εξαρτάται τον άνδρα που έχεις απέναντι σου.
Τι γυναίκα είναι η Μαρίνα; Μονίμως με κάτι χαροπαλεύει. Είναι ένας άνθρωπος βαθιά ανικανοποίητος. Μπορεί να είναι ντυμένη femme fatale, μπορεί να κάνει αυτή τη ζωή αρά στην πραγματικότητα είναι το παιδάκι που περιμένει στην κρεβατοκάμαρα του να μπει μια μαμά ή ένας μπαμπάς, που δεν υπήρχε, και να το χαϊδέψει. Αυτός ο χρόνος δεν υπήρχε. Προσπαθεί να δραπετεύσει μέσω των ψευδαισθήσεων, για παράδειγμα με το ελληνικό φως, και δεν στέκεται μπροστά στον τοίχο που λέγαμε πριν. Μια φράση του Μπρίχνερ από το «Λεόντιος και Λένα» λέει «Μου ήρθε μια φρικτή σκέψη. Νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι αθεράπευτα δυστυχισμένοι μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν». Πιστεύω ότι έχει να κάνει με τα πολύ πρώτα που θα βιώσουμε και μετά που παλεύουμε να ξεφύγουμε ή όχι. Εάν δεν τερματίσεις θα εθιστείς. Υπάρχουν άνθρωποι που εάν δεν φτάσουν στο τέρμα δε θα νιώσουν, κι όλο θα επιδιώκουν πιο οδυνηρές καταστάσεις για να νιώσουν.
Σε μια συνέντευξη σου έλεγες πώς οι γονείς σου έζησαν μια έντονη ιστορία αγάπης. Για σένα αυτό είναι βάρος; Ένα ορόσημο που δυσκολεύεσαι να φτάσεις; Θα έλεγα πως ναι. Ψάχνεις να το επαναλάβεις και τίποτα δεν μπορεί να φτάσει τόσο ψηλά. Από την άλλη ζώντας τους από κοντά και ως ενήλικας αποκωδικοποίησα αυτό το ιδεατό. Δεν ήταν μόνο ο έρωτας που τους έφερε κοντά αλλά η ανάγκη τους να ξεφύγουν από κάτι, να αναπληρώσει ο ένας την ανάγκη του άλλου, να μεγαλώσουν μαζί. Ίσως μια αδυναμία έφτιαξε τον έρωτά τους, αλλά αυτό δεν είναι μεμπτό. Έχω το καλό να ξέρω πώς είναι να παίρνεις και να δίνεις αγάπη. Δυσκολεύομαι να βρω αυτό που θα το αντικαταστήσει αλλά δε θα το άλλαζα. Ακόμη και στη διαδρομή μου με ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν καταλαβαίνω ότι δεν είναι αυτό το επιθυμητό αποτέλεσμα δηλαδή δύο άνθρωποι που ερωτεύθηκαν και είναι μαζί 30 χρόνια. Αυτό που έχει σημασία είναι να έχεις κάνει μια διαδρομή παίρνοντας και δίνοντας αγάπη και ειλικρίνεια ανεξάρτητα από τον χρόνο.