Σύμφωνα με μια παλιά «αποδυτηριακίζουσα» ρήση, το Μουντιάλ ξεκινάει όταν αποκλείεται η Ελλάδα. Ή οι ομάδες σαν την Ελλάδα. Οταν (απο)μένουν οι 8-10 παραδοσιακές υπερδυνάμεις, μαζί με λίγες κάθε φορά «ευχάριστες εκπλήξεις» και άλλα κλισέ.
Αυτό ήταν έξυπνο να το «κλέβουμε» ως το καλοκαίρι του 2004. Από τότε, εκτός του ότι φοβάσαι μην (ξαναγίνεις) ρόμπα, βαθιά μέσα σου ενυπάρχει ένα «λες ρε;» (να περάσουμε κανέναν όμιλο, να κάνουμε μία εμβληματική νίκη, όχι να το σηκώσουμε, ε;). Μαζί με εμάς, καμιά 15αριά ακόμη Ελλάδες κατεβαίνουν κάθε τέσσερα χρόνια για να διεκδικήσουν μερίδιο δόξας σε ό,τι μόλις 8 έχουν κερδίσει έναν αιώνα τώρα: το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου.
Οκτώ στις διακόσιες εννιά (209) της FIFA, ποσοστό σκάρτα 4%, δηλαδή ούτε στην Ευρωβουλή δεν μπαίνεις, όχι στο Μαρακανά…
Γιατί στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί. Εκτός αν, πριν από το τέλος, έχουν διασταυρωθεί με τους Ιταλούς. Οι οποίοι θα φτύσουν ραβιόλι για να περάσουν τον όμιλο. Και θα κάνουν, έπειτα, κάθε άλλο φαβορί να φτύσει αίμα για να τους νικήσει. Συνήθως η Βραζιλία. Στα πέναλτι.
ΟΚ, όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας, αλλά πέρα από πλακίτσες και πετυχημένα τσιτάτα, η αλήθεια είναι πως, 20 χρόνια μετά την πρώτη μας φορά και 10 από το πρωτάθλημα Ευρώπης, θέλω να μου δείξετε ΕΝΑΝ σε αυτή τη χώρα, που τον ρώτησαν «τι είσαι στο Μουντιάλ;» και να απάντησε «Ελλάδα». Μόνο Ελλάδα, χωρίς Βραζιλίες, Αργεντινές και άλλες χαμένες πατρίδες…
Και δε νομίζω ότι μας λείπει το εθνικό φρόνημα – αλίμονο… Απλώς, κατά βάθος ξέρουμε κι εμείς, ότι ακόμη και αν καμία φορά κοιμηθεί ο Θεός, θα είναι ξύπνιος κανας Μαραντόνα ή κανας Ρουμενίγκε, για να βάλουν τα γκολ και τα πράγματα στη θέση τους.
Θέλω να μου δείξετε ΕΝΑΝ σε αυτή τη χώρα, που τον ρώτησαν «τι είσαι στο Μουντιάλ;» και να απάντησε «Ελλάδα». Μόνο Ελλάδα, χωρίς Βραζιλίες, Αργεντινές και άλλες χαμένες πατρίδες…
Αν, πάντως, κάτι κάνει κάθε Μουντιάλ διαφορετικό, είναι δύο χώρες. Εκείνη που το διοργανώνει. Και η δική σου.
Βρέθηκα στις ΗΠΑ το 1994, απεσταλμένος του Star Channel και του Φίλαθλου, για το πρώτο «μας»Παγκόσμιο Κύπελλο. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά στα 26 μου, για πρώτη φορά και έναν ολόκληρο μήνα στην Αμερική, το τελευταίο μάλλον που με απασχολούσε ήταν η πορεία της ελληνικής ομάδας. Το χειρότερο ήταν πως σαν και εμένα υπήρχαν και άλλοι πολλοί, μέσα και γύρω από την ομάδα. Γνωστή η ιστορία…
Πολλά χρόνια μετά, το 2010, είδα και τους αγώνες της Ελλάδας στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής, προσκεκλημένος της χορηγού τράπεζας Πειραιώς. Δεν είχα πια την άνεση να μπαινοβγαίνω (τρόπος του λέγειν ) στα δωμάτια των διεθνών, όπως το 1994, αλλά γνωρίζοντας κάποια πρόσωπα και αρκετά πράγματα μέσα στην ομάδα, μπορούσα να πω ότι αυτή η δεύτερη φορά μας σε Παγκόσμιο Κύπελλο, απείχε από την πρώτη κάπου 50 χρόνια…
Τόση και τέτοια ήταν η απόσταση που είχε καλύψει η Εθνική Ελλάδας ποδοσφαίρου μέσα σε 16 χρόνια τότε, και ειδικότερα την δεκαετία 1994-2004. Όχι μόνο, οχι τόσο αγωνιστικά. Σίγουρα πάντως μεγαλύτερη από την πρόοδο που, στο μεταξύ, έχουν κάνει στο ίδιο σπορ οι ΗΠΑ – και εμείς δεν έχουμε καν διοργανώσει Μουντιάλ (επτωχεύσαμε και χωρίς αυτό)…
Στη Βραζιλία, στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγκεκριμένα, βρέθηκα για μια εβδομάδα ακριβώς δύο χρόνια πριν. Παρακολούθησα τα τελικά για το παγκόσμιο πρωτάθλημα bartenders (World Class). Εκτός του ότι στο Μουντιάλ αυτό διαπρέπουμε (έχουμε μάλιστα σηκώσει και την «κούπα», με τον εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενο Αριστοτέλη Παπαδόπουλο), εκείνη την εποχή δεν είχαν καν ξεκινήσει τα προκριματικά του κανονικού. Είχε μόλις ολοκληρωθεί το Euro 2012, όπου αποκλειστήκαμε στους 16 απο τη Γερμανία, και την αίσθηση ότι, δύο χρόνια μετά μπορεί και να επέστρεφα για το τρίτο «ελληνικό» Μουντιάλ, δεν την είχα μόνο εγώ. Κυριαρχούσε μεταξύ των Ελλήνων, κυρίως όμως και μεταξύ όσων ξένων, ντόπιων και μη, έτυχε να πιάσω κουβέντα. Όχι απαραίτητα ποδοσφαιρική. Στο τέλος όμως κάθε κουβέντας, δύο χρόνια πριν στο Ρίο, υπήρχε πάντα το ποδόσφαιρο. Το Μουντιάλ.
Για εκείνη την περίοδο εκεί, τα είπε ήδη πολύ ωραία εδώ ο Γιώργος Λυκουρόπουλος, τον οποίο όλως τυχαίως συνάντησα στο Ρίο. Ατυχώς, δεν κατάφερα να κάνω το 3/3 και να ξαναπάω στη Βραζιλία. Πήγε όμως η Εθνική. Και για, τουλάχιστον δυο ημέρες ακόμη, θα είναι εκεί.
Είτε όμως μείνει, είτε φύγει, μου είναι πια ξεκάθαρο ότι το Μουντιάλ αυτό με αφορά. Με ενδιαφέρει. Περισσότερο και από εκείνο το πρώτο, στις ΗΠΑ. Για έναν περίεργο λόγο, μάλιστα, νιώθω ότι είμαι πολύ πιο «Ελλάδα» τούτη την πρώτη φορά που δεν είμαι κοντά της. Ζω πιο έντονα τους αγώνες της, μαζί και το ίδιο το Μουντιάλ.
Φοβάμαι μάλιστα, πως αν -χτύπα ξύλο- αποκλειστεί την Τρίτη, που είναι και το πιθανότερο, μαζί της θα φύγει και ένα μέρος του ενδιαφέροντός μου για τη συνέχεια.
Ποδοσφαιρική διαστροφή; Ισως. Μπορεί πάλι αυτή η ομάδα να με έκανε οπαδό της και να μη θέλω να το παραδεχθώ. Μπορεί και να «φταίει» το Ρίο, μπορεί ο Αλέξης Σπυρόπουλος, ο «Μάνος Σέργιος», ο «τα έχω δει όλα», ο Νικόλας που τα βλέπει όλα μπλε στη χώρα του Πελέ… Του Σόκρατες. Του Ζίκο. Του Ρομάριο. Του Ρονάλντο (του κανονικού). Του Ριβάλντο. Του Νειμάρ…
Σε ρωτάω λοιπόν μία τελευταία φορά:
«Τι είσαι στο Μουντιάλ;».
Οποιαδήποτε απάντηση μετά τις 11 το βράδυ της Τρίτης 24 Ιουνίου 2014, δεν μετράει.
(Συνάντησα τον Fabinho στην Copacabana. Κάνει ζογκλερικά με μικροαντικείμενα: χαλικάκια, νομίσματα κλπ. Ονομα και πράμα. Του πρότεινα να τον φέρω για τον Ολυμπιακό. Τι, γιατί; Εσείς δηλαδή πού θα θέλατε να πουλήσετε παίκτη το καλοκαίρι του ’12;)
Ο Στέλιος Σοφιανός είναι δημοσιογράφος. Εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία The Newtons Laboratory.
Περισσότερα: about.me/stelios.sofianos