Υπάρχει μια κινεζική συμβουλή, που λεει να εύχεσαι η ζωή να μη σου φέρει όσα μπορείς να αντέξεις. Το νόημα της το καταλαβαίνεις, όταν σκεφτείς ότι πιο πέρα κι απ’ τα χειρότερα πράγματα που μπορείς να φανταστείς, υπάρχουν πάντα κι αυτά που δεν τολμάει να βάλει ο νους σου. Ένα απ’ αυτά τα πράγματα έβαλε μπροστά απ’ την κάμερα της η Laura Bispuri στην ταινία της Sworn Virgin, για να μεταφέρει στην οθόνη τη νουβέλα της Elvira Dores, και να ζωντανέψει στις οθόνες του Βερολίνου την burrnesha. Μια αλβανική παράδοση τοσο παλιά όσο και τα αιώνια χιόνια στην κορυφογραμμή της χώρας, σύμφωνα με την οποία, μια γυναίκα μπορεί να δώσει όρκο ισόβιας αγνότητας, και να περάσει την υπόλοιπη ζωή της ντυμένη ως άντρας, κομπλέ με τα προνόμια που εχει το ισχυρό φύλο σε μια γωνιά της Γης όπου οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να πίνουν, να καβαλάνε άλογα, να κουβαλάνε τουφέκια, και γενικά να κάνουν οτιδήποτε πέρα απ’ το να ειναι πιστές υπηρέτριες των συζύγων τους. Οι οποίοι έχουν επιπλέον το δικαίωμα να τις επαναφέρουν στην τάξη με μια σφαίρα στο κεφάλι, σφαίρα που, παρεμπιπτόντως, περιλαμβάνεται στην προίκα που παίρνουν με τη νύφη.
Ακούγεται σαν σκηνικό εφιάλτη, ειναι όμως μια υπαρκτή πραγματικότητα σε κάποιες γειτονιές των Βαλκανίων, η οποία βέβαια αποδυναμώνεται όσο ελαχιστοποιείται η απομόνωση κι οι άνθρωποι γνωρίζουν τις διεξόδους που τους παρέχει η ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση της Laura Bispuri, ο Mark τα χρόνια που μεγάλωνε ως Hana δεν γνώριζε άλλο κόσμο απ’ αυτόν που περικύκλωναν τα πανύψηλα βουνά του χωριού, κι αυτή είναι λίγο πολύ η μόνη εξήγηση που παρέχει ένα σενάριο αίολο στην πιο ουσιαστική του βάση, μπλέκοντας μαζί μια αλλόκοτη αίσθηση καθήκοντος προς την δεσποτική πατρική φιγούρα και μια απέχθεια στην κοινωνία που δεν την άφηνε να ζήσει όπως ηθελε να ζήσει, καβάλα στ’ άλογο ζωσμένη φυσεκλίκια. Η έλλειψη στιβαρού δεσίματος της απόφασης της Hana ξεπερνιέται πάντως σχετικά εύκολα χάρη στην υποβλητική ερμηνεία του χαρακτήρα από την Alba Rohwacher, που κερδίζει μόνη της την καλή πίστη του θεατή, ο οποίος συναντά τον άφυλο ήρωα οταν αποφασίζει να εντοπίσει την αποξενωμένη αδερφή του: εκείνη που κατάφερε και ξέφυγε τόσα χρόνια πριν, όταν κλέφτηκε με τον άντρα που δεν ήθελε ο πατέρας τους, κι άρχισε μια άλλη, Δυτική ζωή στην Ιταλία. Μοιράζοντας την αφήγηση ανάμεσα στο παρελθόν που οδήγησε έναν άνθρωπο ν’ απορρίψει τη φύση του, και το παρόν που του αποσυναρμολογεί κομμάτι το κομμάτι μια πανοπλία που δε χρειάζεται πια, αλλά φοβάται να αφήσει πίσω, η Laura Bispuri παρουσιάζει ένα εκρηκτικό σκηνοθετικό ντεμπούτο, που σίγουρα δεν θα αφήσει την επιτροπή της Berlinale ασυγκίνητη, οταν έρθει η ωρα για τα βραβεία.
Έταιρο δυναμικό σκηνοθετικό ντεμπούτο, επίσης από γυναίκα πίσω από την κάμερα, ήταν και το Petting Zoo της Micah Magee, παλαιό ηγετικό μέλος της κινηματογραφικής κοινότητας του Austin, που ζει κι εργάζεται τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο. Μέλος της κοινότητας του Austin ήταν και η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη όπως ίσως θυμάσαι, η οποία συμμετέχει με την Haos Films της στην παραγωγή. Εκεί τελειώνουν τα οποία ελληνικά αρώματα της ταινίας, που παρουσιάστηκε στις ειδικές προβολές του παράπλευρου Panorama και προσεγγίζει την αποχή απ’ την ανάποδη, δείχνοντας τι μπορεί να τραβήξει κανείς στο Τέξας λόγω ελλιπούς εγκράτειας. Σίγουρα η ερμηνευτική αποκάλυψη του Βερολίνου, κι ίσως ακόμη κι ολόκληρης της χρονιάς, η Devon Keller στο Petting Zoo παραδίδει ερμηνεία ολκής στο πρώτο της ever κινηματογραφικό credit, ως ανεξάρτητη κι ολότελα αυτάρκης 17χρονη, που μένει έγκυος λίγο πριν φύγει για πανεπιστημιακή υποτροφία, και βλέπει να εξαφανίζεται η μοναδική της ελπίδα να γλιτώσει απ’ το καζάνι με σκατά που της έχουν παραδώσει για ζωή οι αφασικοί κι αποφασιστικά απόντες ενήλικες, που κρύβονται στα περιθώρια της ζωής της. Όπως κρύβονται δηλαδή και στα περιθώρια των κάδρων της Magee, που ηλεκτρίζει το σπαρακτικό της δράμα ενηλικίωσης με μια λιτή αλλα καυστικότατη κριτική στον βαθύ φονταμενταλισμό των θεοσεβούμενων αμερικανικών μεσοπολιτειών.
Λιγότερο διδακτικός, καθόλου καταγγελτικός και τελείως περιπαικτικός, ο Hal Hartley, ηγετική φιγούρα του αμερικανικού ανεξάρτητου των 90s, έφερε κι αυτός στις ειδικές προβολές του Panorama το Ned Rifle του, το κλείσιμο της τριλογίας που ειχε ανοίξει το ’97 με το Henry Fool και συνέχισε το ’06 με το Fay Grimm. Σ’ αυτήν την τρίτη ταινία της οικογένειας Grimm, ο γιος της φυλακισμένης Fay παίρνει τους δρόμους για να σκοτώσει τον πατέρα του, τον Henry, με μια Βίβλο στο χέρι, ένα εξάσφαιρο στη βαλίτσα, κι έναν όρκο εγκράτειας στην καρδιά, για να του κρατάει καθαρό το μυαλό. Με μπόλικο αέρα απο ’90s στη μουσική και την ηθογραφία, ο Hartley δοκιμάζει τα όρια του φορμαλισμού στην παραδοσιακή αμερικανική ιστορία εκδίκησης, με κάθε ένα κάδρο του να ειναι κι ένα μάθημα στην γεωμετρία της πλανοθεσίας. Ένα απολαυστικό, σύντομο και σαφές σεμινάριο για οποιονδήποτε θέλει να δει στην απογυμνωμένη πράξη της, την έννοια της τριγωνομετρίας στη σύνθεση του πλάνου όπως την ανήγαγαν σε επιστήμη σκηνοθέτες όπως ο Ozu κι ο Kurosawa, η ταινία του ειναι κι ένα απολαυστικό πανηγύρι σαρκασμού και στεγνής σινεφιλικής σάτιρας, που οδηγεί σε ένα απλό και ασφαλές συμπέρασμα: όσο ο Ned Rifle επιμένει στον όρκο αποχής του, τόσο περισσότερο τρελαίνεται μαζί του το καβλοράπανο που τον ακολουθεί στο ανθρωποκυνηγητό του, μέχρι που στο τέλος βέβαια, όλα τελειώνουν με αίμα. Κι αυτό καλό να το’χεις υπόψιν σήμερα, μέρα που είναι.
Η Popaganda απέχει απ’ τα εγκόσμια στο αγιοβαλεντινικο Βερολίνο, χαρη στην υποστήριξη στην Aegean Airlines.