Θυμάσαι εκείνες τις εποχές που όταν έβλεπες βιογραφική ταινία, ήξερες ότι έβλεπες οσκαρικό διεκδικητή; Απ’ τη διπλή νίκη του Tom Hanks για Philadelphia (1993) και Forrest Gump (1994) ως τον Adrien Brody του Πιανίστα (2002) κι από ‘κει στον Capote (2005) του Philip Seymour Hoffman και τον περσινό Matthew McConaughey του Dallas Buyers Club (2014), μόνο μια χρονιά έχει υπάρξει στις τελευταίες δυόμιση δεκαετίες, χωρίς βιογραφική ταινία στις οσκαρικές πεντάδες (το 1997, χρονιά του Τιτανικού). Επιπλέον, τα τελευταία 20 χρόνια έχουν δει 12 ερμηνευτικές υποψηφιότητες βασισμένες σε αληθινούς ανθρώπους, κι από τους τελευταίους 10 ρόλους που βραβεύθηκαν με Όσκαρ Α’ Ανδρικής Ερμηνείας, μονάχα 3 χαρακτήρες δεν βασίζονταν σε κανενός τη ζωή. Πώς γίνεται λοιπόν, σε μια οσκαρική λίστα τόσο γεμάτη βιογραφίζουσες ταινίες όπως η φετινή, οι δυο πιο καραμπινάτες βιογραφικές δουλειές να είναι κι οι πιο παραγκωνισμένες;
Το The Imitation Game, η ιστορία του σπουδαίου μαθηματικού Alan Turing και η πρώτη απ’ τις δυο βρετανικές παραγωγές που εμφανίστηκαν φέτος στον οσκαρικό χάρτη, ήταν κι η πρώτη που είδε το δυναμικό της να εξανεμίζεται, όσο πλησίαζε η ώρα για τη μεγάλη της στιγμή. Έχοντας πλασαριστεί ως απόλυτο οσκαρικό φαβορί απ’ την πρεμιέρα της ταινίας τον περσινό Σεπτέμβρη στο Telluride, ο Benedict Cumberbatch κατέληξε απόλυτο outsider μέσα σε λίγες μονάχα μέρες, κι ήταν ο συμπατριώτης του, ο Eddie Redmayne, που του τράβηξε πρώτος το χαλί, όταν έγιναν στο Toronto τα αποκαλυπτήρια του The Theory of Everything, του έτερου βρετανικού biopic της χρονιάς. Ενσαρκώνοντας τον Stephen Hawking στην πολύ πιο γλυκερή και αποφασιστικά μελοδραματική ταινία του (οσκαρούχου ντοκιμαντερίστα) James Marsch, ο Eddie Redmayne βρήκε την ευκαιρία να πάει σχεδόν full retard, σε ένα ρόλο σαφώς πιο φαντεζί και με πολύ μεγαλύτερο εύρος, κι ως φρεσκότερη φάτσα στο ήδη πλούσιο σε Cumberbitches αμερικανικό κοινό, έκλεψε τον κεραυνό της κινηματογραφικής εδραίωσης του τηλεοπτικού Sherlock, σαν να μην τον είδαμε ποτέ.
Συμβατικά βιογραφικό και συναισθηματικά καθησυχαστικό όμως, όπως θα περίμενε κανείς να προτιμά τις ταινίες του ο γέρος θείος Όσκαρ, ούτε και το The Theory of Everything κατάφερε να χτίσει το οσκαρικό δυναμικό που είχαν φέρει οι παραγωγοί του σε τίτλους όπως το Les Miserables, το Atonement, ή το Tinker Tailor Soldier Spy λίγες χρονιές πριν, κι ας είχαν από πίσω το σαπόρτ της (οσκαρικά δυναμικής) Focus Features που αγόρασε την ταινία. Το Boyhood, που είχε ανοίξει πάνω από μισό χρόνο νωρίτερα (το Γενάρη του ‘14 στο Sundance) και το Birdman που έκανε αποκαλυπτήρια σχεδόν παράλληλα με τους Βρετανούς (το Σεπτέμβρη στη Βενετία) κράτησαν σταθερή την επαφή τους με τον παλμό του θείου Όσκαρ, κι ύστερα το American Sniper, που εμφανίστηκε ως σκοτεινός ίππος στα τέλη του Σεπτέμβρη, μάζεψε όλον τον ενθουσιασμό του κοινού σπάζοντας το ένα εισπρακτικό ρεκόρ μετά το άλλο, ενώ το The Grand Budapest Hotel ανασύρθηκε απ’ τα πετυχημένα του προηγούμενου χειμώνα (πρεμιέρα στο Βερολίνο το Φλεβάρη του ‘14), για να πολώσει γύρω του τους art-house σταυροφόρους. Και κάπως έτσι, οι συμβατικότεροι των διεκδικητών βρήκαν εαυτούς στο περιθώριο, με μόνη παρηγοριά τα ερμηνευτικά δυναμικά, που κι αυτά δεν έμειναν χωρίς αμφισβητήσεις έτερων διεκδικητών.
Βραβειοφιλικές μετριότητες κι οι δυο τους, οι ταινίες των Βρετανών δεν έπεσαν θύμα κάποιας ξαφνικής αλλαγής στα γούστα των οσκαρικών ψηφοφόρων ακριβώς: τα biopics έχουν όχι τόσο εξελιχθεί, όσο ενσωματωθεί στις προτιμήσεις μιας Ακαδημίας που, όσο περνά ο καιρός, γίνεται και πιο επιρρεπής στο να καρφώνεται ως κομματάκι αυτάρεσκη και ναρκισσιστική. Απ’ το The Artist (2011) και το Argo (2012) μέχρι και το 12 Years A Slave ακόμα, που ήταν περισσότερο μια αυτοαναφορική, παρά μια πολιτική επιλογή (ως αυτοεπιβράβευση της βιομηχανίας για το ότι έφτιαξε μια ταινία για ένα τόσο σπουδαίο θέμα, παρά μια επιβράβευση του ίδιου του θέματος, όπως προκύπτει κι απ’ τη φετινή εξαφάνιση της όχι και τόσο ενωτικής Selma), οι κινηματογραφοκεντρικές ταινίες, για το μεγαλείο, την παράνοια και την τραγικότητα, αλλά και τον θρίαμβο και την σπουδαιότητα που κρύβεται στην ίδια την κοινότητα των όσων κάνουνε σινεμά, είναι η νέα οσκαρική νόρμα.
Κι αν, όπως το Birdman, ενσωματώνεις υπαρξιακές ανησυχίες για τον καιρό που περνάει και χάνεται και παίρνει μαζί του την επαφή σου με το zeitgeist, ακολουθώντας βιογραφικές δομές (σπουδαίος άνθρωπος αντιμέτωπος με δυσκολίες, άρετε των περιστάσεων και τις ξεπερνά, μετατρεπόμενος σε φάρος της κοινότητάς του και της εποχής), ή κάνεις πρωταγωνιστή την ίδια σου τη δημιουργική σου επιμονή (αλά Richard Linklater στο Boyhood), ακόμη το καλύτερο για τη βραβειακή δυναμική. Οι παραγωγοί που πάτησαν στην πρόσφατη επικερδή παράδοση εντυπωσιακών και καλογυαλισμένων, αλλά τελικά προσεκτικών κι ανώδυνων, συναισθηματικά ανεβαστικών κοστουμάτων βρετανικών βιογραφιών που ήταν η νόρμα στην εποχή των The Queen, Frost/Nixon, ή The King’s Speech, απλώς δεν είχαν πάρει το memo για να προσαρμοστούν. Αλλά εντάξει, έχουν ακόμη αρκετούς σπουδαίους επιστήμονες για να προλάβουν να πειραματιστούν.