Το πρόβλημα δεν είναι ότι… είναι ωραίος. Το πρόβλημα είναι ότι για το μεγαλύτερο κομμάτι της μέχρι τώρα καριέρας του (σε αντίθεση, ας πούμε, με τον Μπραντ Πιτ, που παίζει και να είναι ο ωραιότερος όλων), ο ίδιος έδειχνε να αρκείται σε αυτό, να αυτοϊκανοποιείται ξέροντας ότι ο κόσμος να χαλάσει, θα μπορεί να βάλει ένα κομμάτι ψωμί στο τραπέζι του πρωταγωνιστώντας σε σαχλές κομεντί επιδεικνύοντας δικέφαλους, τετρακέφαλους και – τελευταίο αλλά όχι έσχατο – ένα ζωγραφισμένο επί μονίμου βάσεως “dude χαμόγελο” στην αφεντομουτσουνάρα του.
Αποτέλεσμα; Να μη μπορεί να τον πάρει κανείς στα σοβαρά. Εξ ου και όλοι τον αντιμετώπισαν με ακόμη μεγαλύτερη καχυποψία όταν το ένα μετά το άλλο τα ξένα Μεσα άρχισαν να πλέκουν το εγκώμιό του, όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες το Dallas Buyers Club, στην οποία υποδύεται τον Ρον Γούντρουφ, έναν ετεροφυλόφιλο redneck που προσβλήθηκε από τον ιό του AIDS τη δεκαετία του ’80 και κατέληξε να κάνει λαθρεμπόριο φαρμάκων από το Μεξικό για τους ομοιοπαθείς του.
Τη Χρυσή Σφαίρα για αυτή την ταινία την πήρε. Τώρα κάποιοι στοιχηματίζουν ότι θα κατακτήσει το Όσκαρ Ά Ανδρικού Ρόλου. Κάποιοι άλλοι τον βαφτίζουν “Ντάνιελ Ντέι Λούις των ΗΠΑ”. Ναι, φαντάζει αμετροεπές. Ή μήπως όχι; Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί εκεί έξω που έχουν δώσει εσχάτως ανάλογου επιπέδου ερμηνείες με του Μακόναχι στο Paperboy του Λι Ντάνιελς (ως ο ιδεαλιστής ρεπόρτερ που προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα φόνο) ή στο επιβλητικό southern goth Ένα Καλοκαίρι του Tζεφ Νίκολς (ως ένας τρόπον τινά Δον Κιχώτης της αιώνιας αγάπης, αν και δραπέτης από τη φυλακή) ή στον Δικηγόρο Σκοτεινών Υποθέσεων (ως κυνικός δικηγόρος με κρίση συνείδησης που όμως δεν του απομυζεί όλο του τον κυνισμό);
Στον “Λύκο” του Σκορσέζε έπαιξε για δέκα, δεκαπέντε λεπτά και ήταν αυτός που έδωσε στον Tζόρνταν Μπέλφορντ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) τις κατευθύνσεις για το πως κινείται η Wall Street των Νεοϋορκέζικων 80s. Στο χρονικό διάστημα που τον είδαμε στο πανί, η ερμηνεία του ήταν χαρακτηριστική και αξέχαστη. Λίγο μετά ήρθε το True Detective, η νέα σειρά του HBO που στα έξι επεισόδια που μέχρι στιγμής έχουν προβληθεί, ο ίδιος είναι που έχει κάνει όλο τον κόσμο να παραμιλά με την υποκριτική του. Ο Ιωσήφ Πρωιμάκης έγραφε χαρακτηριστικά για την ερμηνεία του: “Ο Ραστ, ο χαρακτήρας του Μακόναχι, είναι ένα σπάνιο πλάσμα για mainstream αμερικανική τηλεόραση, ακόμη και για την τηλεόραση που «δεν είναι τηλεόραση, είναι HBO». Ένας πρώην μυστικός της δίωξης ναρκωτικών, που έφυγε απ’ τη δίωξη γιατί τον κάψαν τα ναρκωτικά (κυριολεκτικά, σε σημείο που πια βλέπει οράματα, χημικά flashbacks, όπως τα λέει, απ’ τους καμμένους του νευρώνες), έχασε την κόρη του από τυχαίο αυτοκινητιστικό, απώλεια που διέλυσε το γάμο του. Και βύθισε τον ίδιο τόσο βαθιά στον μηδενισμό, άδειασε τόσο το βλέμμα του απ’ οτιδήποτε άλλο εκτός από στοιχειωτική ματαιότητα, που δεν θα σου έκανε εντύπωση, αν στον ύπνο του ψιθύριζε τα mantra του Τάιλερ Ντέρντεν για το πώς δεν είσαι μια πανέμορφη, μοναδική χιονονιφάδα, είσαι η ίδια σάπια οργανική ύλη που είναι κι όλα τ’ άλλα, κομμάτι του ίδιου σωρού από κοπρόχωμα”.
Καλά κάνουμε και βγάζουμε το καπέλο στον «κάθε Μπεν Άφλεκ», όταν από εκεί που ήταν στα αζήτητα, έχει αναδειχθεί σε οσκαρικό, και με τη βούλα, σκηνοθέτη. Μήπως ήρθε η ώρα να «ξεκολλήσουμε» και με την περίπτωση αυτού του τύπου που εδώ που τα λέμε το μόνο πραγματικά απεχθές στοιχείο που έχει επάνω του είναι αυτή η «βλάχικη» southern προφορά; Τα στοιχήματα τις τελευταίες μέρες στην Αμερική έχουν σχεδόν κλειδώσει όσον αφορά το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου στο όνομα του Μάθιου Μακόναχι. Σε λίγες ώρες θα γνωρίζουμε αν τελικά έχουν κι έχουμε δίκιο όταν λέμε ότι πρόκειται για τον πιο συγκλονιστικό και με τρομερό σερί ρόλων, ηθοποιό της γενιάς μας.