Μια από τις πρώτες μουσικές αναμνήσεις της ζωής μου, σε πολύ τρυφερή ηλικία, οφείλεται σε μια κασέτα όπου ήταν γραμμένα Τα Τραγούδια του Αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη, και την οποία οι γονείς μου, για λόγους που δεν κατανοούσα, με υποχρέωναν να ακούω σε ιδιαίτερα χαμηλή ένταση. Ήμουν τεσσάρων ετών, κι ακόμα η Ελλάδα βρισκόταν στην περίοδο της δικτατορίας. Εκεί πρωτάκουσα τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, η οποία, στις διαφορετικές και συναρπαστικές πλευρές της μετέπειτα πορείας της, δεν σταμάτησε ποτέ να με συνοδεύει. Το να συναντάς τον άνθρωπο πίσω από τη φωνή, είναι μια εμπειρία ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά Αυτό συνέβη με αφορμή τη συναυλία της Πέμπτης 22 Ιουνίου στο Ηρώδειο.
Ομολογώ πως είμαι τρακαρισμένος, γιατί έχω μεγαλώσει με τη φωνή σας. Το αστείο είναι ότι έχω κι εγώ τρακ όταν μιλάω. Επικοινωνιακά δεν τα καταφέρνω τόσο πολύ. Αυτό που αισθάνομαι και που σκέφτομαι πολύ δύσκολα το βγάζω προς τα έξω. Γι’ αυτό και θα έχεις προσέξει πως είμαι φειδωλή στις συνεντεύξεις. Όταν παρουσιάζω κάτι καινούριο, αναγκάζομαι να το κάνω.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την εμφάνισή σας στο Ηρώδειο σε λίγες μέρες. Κάθε χρόνο ταξιδεύω και γνωρίζω πολλούς καλλιτέχνες. Ακούω πολλή μουσική. Υπάρχουν πάντα πολύ έντονα ερεθίσματα. Έρχομαι σε επαφή με ωραίες ιδέες. Κατά καιρούς τις κρατώ στο μυαλό μου, κι όταν βρίσκω ευκαιρία προσπαθώ να τις υλοποιώ. Καταφέρνω και κάποια από αυτά τα κάνω στην Ελλάδα, όπως είχε γίνει με τον Charles Lloyd, ή παλαιότερα τα τραγούδια του Μπρεχτ, όπου πήγα κι έφερα εδώ την ορχήστρα του Berliner Ensemble, και τα ηχογραφήσαμε στο στούντιο Sierra, το ίδιο που δουλεύουμε και τώρα. Μετά είχα φέρει τον τούρκο Ζουλφί Λιβανελί, το Lucio Dalla, τον Leo Brower από την Κούβα, που κάναμε τα 17 Τραγούδια, ανάμεσά τους κι ένα του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Συχνά κάνω κι άλλα που δεν τα ξέρετε εδώ, γιατί τα κάνω στο εξωτερικό με ξένες ορχήστρες. Όμως έχουμε τόσο πλούσιο υλικό στην Ελλάδα, που μου είχε πει ο Manfred EIcher, αλλά και η Anja Lechner, όταν συναντηθήκαμε σ’ ένα τζαζ φεστιβάλ στην Πολωνία όπου έπαιζε μετά από μένα, κι είχε ακούσει και τη λύρα του Σινόπουλου και της άρεσε πολύ, πως θα μπορούσαμε να κάνουμε πολύ ωραία πράγματα από τις δικές μας πηγές, από την παράδοσή μας. «Θα κοιτάξω», είχα πει – γιατί το τσέλο που παίζει η Anja είναι ένα όργανο που δύσκολα μπορεί κανείς να το εντάξει στα δικά μας! Γνωρίζοντας όμως πως ασχολείται και με τη μουσική του κόσμου, ήξερα πως με την κατάλληλη ενορχήστρωση κι επιμέλεια, θα μπορούσαμε να το πετύχουμε.
Και οι υπόλοιποι συνεργάτες πώς επελέγησαν; Τότε ήρθε η πρόταση του Τζιχάν Τούρκογλου, που με επισκέφτηκε αφού μας σύστησε ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος, λέγοντας μου: παρόλο που είναι νέα γενιά, 32 χρονών, σε ξέρει από τα τραγούδια του Λιβανελί και θέλει να σου φέρει υλικό του. Έτσι κι έγινε, και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον ήδη από την πρώτη του μορφή – γιατί εκτός από σάζι, ο Τούρκογλου παίζει και βιολοντσέλο, έχει και κλασική παιδεία! Όταν λοιπόν του μίλησα για την πρόταση που είχα από την Anja Lechner, μου είπε: είναι αυτό ακριβώς που κάνω! Έχω την παράδοση ως πρώτη ύλη, τη μεσογειακή μου καταγωγή. Της το στείλαμε λοιπόν ηλεκτρονικά, και ενδιαφέρθηκε πολύ. Ο Τζιχάν κάνει κάτι πολύ έξυπνο.
Θα μας το πείτε; Ανάμεσα στα τραγούδια βάζει μουσικές γέφυρες και αυτοσχεδιασμούς, και δημιουργεί μια σουίτα. Το έργο ονομάζεται «Πέρα απ’ τα Σύνορα», γιατί όταν το συζητήσαμε με την Αγαθή Δημητρούκα, κατάλαβε πως αυτό που μας ενώνει, η Μεσόγειος, είναι η προσφυγιά, οι μετακινήσεις των μεταναστών, ο πόνος, οι πόλεμοι, ο έρωτας, Ο ξερριζωμός. Όλα αυτά που βιώνουμε και σήμερα και ανέκαθεν. Κάναμε λοιπόν σε ένα επίπεδο ποιητικό το πώς οι καημοί της ξενιτιάς μπορούν να γίνουν λαχτάρα για ζωή: σύνορα περάσματα, όνειρα χαλάσματα, κι εγώ θα σας πω τους μύθους, θα σας τραγουδήσω τις ιστορίες. Ο Τζιχάν αγαπάει την Ελλάδα, τη θαυμάζει, και το έργο του έχει έναν εξαίσιο λυρισμό. Και μέσα στα δικά του έχουμε εντάξει ένα παλιό εβραϊκό, ένα παλιό αραβικό κι ένα παλιό αρμένικο τραγούδι. Και στο δεύτερο μέρος της παράστασης, σκέφτηκα να φέρω και τη Μαρία Ντελ Μαρ Μπονέτ, τραγουδίστρια πολύ γνωστή στη χώρα της, η οποία θα πει 5-6 τραγούδια, ανάμεσα τους και του Μάνου και του Μίκη μεταφρασμένα στα καταλάνικα.
Πως τα κανονίζετε όλα αυτά; Δεν έχουν γίνει μέσω εταιριών και ατζέντηδων, αλλά κατευθείαν μεταξύ των καλλιτεχνών. Έτσι συνέβη και με όλες τις άλλες μου συνεργασίες. Ήταν προσωπικές σχέσεις – μετά τα παίρνανε οι εταιρίες.Έτσι και τώρα: γνώρισα τον Τζιχάν και μετά βρήκαμε στο Μόναχο τον με την αφορμή μιας συναυλίας, φάγαμε μαζί και μας έδωσε την ιδέα να βάλουμε και κανονάκι – δεν ήθελε τίποτε ηλεκτρικό, ούτε σαξόφωνο. Και τώρα ξεκινάμε να το ηχογραφήσουμε, και να το βγάλει η ECM το συντομότερο δυνατόν. Κι αυτό θα φέρει και περιοδείες.
Η συνεργασία με την ECM και τον Manfred EIcher πώς προέκυψε; Είχαμε γνωριστεί μέσω της Ελένης Καραΐνδρου, όταν είχα τραγουδήσει στις Τρωάδες και στην Τριλογία του Ξερριζωμού. Αλλά ως τραγουδίστρια με ήξερε ήδη. Πάντα ψάχναμε κάτι για να συνεργαστούμε, γιατί κι εκείνος ψάχνει το καινούριο. Σιγά-σιγά, γνωρίζοντας καλύτερα ο ένας τον άλλο, καταλαβαίνουμε τώρα τι μπορούμε να ανασύρουμε – ακόμα κι από το παρελθόν, όπως κάναμε με τον Charles Lloyd με το Κράτησα τη Ζωή μου. Λατρεύουν αυτές τις αρχετυπικές φόρμες – μήπως κι ο Μίκης κι ο Μάνος δεν στηριχτήκαν στο Βυζάντιο, στο ακριτικό τραγούδι, στο λαϊκό, στο ρεμπέτικο; Είχαν από παντού επιρροές, συν την κλασική μουσική , συν το ταλέντο και την ευαισθησία τους. Αλλά κι αυτοί είχαν μια πρώτη ύλη. Έτσι κι ο Τζιχάν τώρα. Έχουμε κι ένα κομμάτι στα τούρκικα. Δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα οι λαοί. Η τέχνη τα ενώνει όλα. Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι ίδια παντού. Τα συμφέροντα κι οι πολιτικές είναι που χωρίζουν. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με την εξέλιξη της τεχνολογίας, ο ένας επηρεάζει τον άλλο και στη μουσική και σε όλα.
Παλιά ήταν διαφορετικά; Παλιά ήμασταν με κλειστά σύνορα! Όταν είχα κάνει τη συνεργασία με τον Λιβανελί, γινόταν της τρελής! Φοβόμασταν στην αρχή να πούμε ότι έφερα έναν Τούρκο! Κάποιοι αντέδρασαν, αλλά ο κόσμος ήταν μες στη χαρά, τον δέχτηκε πολύ ωραία. Έτσι λειτουργούν παντού πια οι καλλιτέχνες, μόνοι τους, μέσω των γνωριμιών μεταξύ τους. Δυστυχώς εξαρτώνται ακόμα από τις δισκογραφικές εταιρίες, που δεν έχουν πια της δύναμη που είχαν κάποτε, παρά υπάρχουν ως γραφεία παραγωγής, και προσπαθούν να επηρεάσουν. Εγώ ποτέ δεν τα είχα αυτά. Ομολογώ πως είχα το προνόμιο της ελευθερίας, και πάντα δέχονταν όλες μου τις ιδέες. Έτσι έφερα μαζί και τον Μάλαμα, το Χαρούλη και τον Ιωαννίδη, για να κάνω ένα δώρο στο Μίκη για τα 90 του χρόνια. Ούτε ο ίδιος δεν το ήξερε! Πρώτα πήρα το Μάλαμα και πήγα και τον είδα στο Σταυρό του Νότου, και του είπα πως έχω αυτό το όνειρο. Ξετρελάθηκε!
Τι είπε δηλαδή; «Σας άκουγα μικρός στη Γερμανία, είμαι παιδί μεταναστών», μου είπε – αν και δεν έχουμε μεγάλη διαφορά, δέκα χρόνια. Ενθουσιάστηκε, έκλαιγε! Τι ευάισθητος άνθρωπος… «Για το δάσκαλό μας θα το κάνουμε!», είπε. Μετά πήγα στο Χαρούλη και μετά στον Αλκίνοο, που είναι φίλος, είχαμε συνεργαστεί και στο Γκάτσο. Έτσι το κάναμε. Η εταιρία έλεγε: δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε πως θα μπορούσαμε να τους ενώσουμε – ο Αλκίνοος ήταν σε άλλη εταιρία. Τα βάλαμε όμως όλα στην μπάντα για να κάνουμε αυτό το δώρο στο Μίκη. Μπορεί τώρα να μη δώσαμε μεγάλο βάρος, αλλά αυτό το cd θα βρει το δρόμο του κάποια στιγμή, να το θυμάστε. Εμείς είπαμε: τώρα sotto voce! Αλλά θα έχει την πορεία του. Τώρα εγώ δεν κάνω πάρα πολλές συναυλίες όπως όταν ήμουνα νέα, κι έχω το χρόνο να σκεφτώ και να κάνω πράγματα που θα ήθελα και τότε λόγω της συνεχούς δουλειάς με το Μίκη δεν μπορούσα. Έχω πια αυτή την πολυτέλεια χρόνου, να σκέφτομαι και να προσπαθώ να υλοποιήσω τις ιδέες μου. Δεν είναι εύκολο πράγμα: σκοντάφτεις, αλλάζεις… Όμως επιμένω. Όλοι μαζί μπορούμε να υπηρετήσουμε μια όμορφη ιδέα. Όπως τώρα με την Anja Lechner, που παρόλο που ηχογραφεί σε μια μεγάλη εταιρία, δεν έρχεται σαν ντίβα, αλλά υπηρετώντας κάτι που της αρέσει.
Εσείς υπήρξατε μούσα και των δύο μεγάλων μας συνθετών, του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, δείχνοντας πολύ διαφορετικά ερμηνευτικά πρόσωπα: άλλο πράγμα είναι Τα Τραγούδια του Αγώνα, το Πνευματικό Εμβατήριο, το Canto General, κι άλλο Η Εποχή της Μελισσάνθης κι η Σκοτεινή Μητέρα. Κοίταξε, διαφέρουν στο ύφος. Σε κάτι όμως είναι ίδια: Πρόκειται για βαθιά έργα που βγάζουν ανάλογα συναισθήματα. Τα μεν έχουν περισσότερο δυναμισμό, τα δε περισσότερο λυρισμό. Αν και η Κατάσταση Πολιορκίας είναι λυρικότατη. Ανήκουν όμως όλα στη δική μας μουσική παράδοση. Δεν είναι ροκ ή τζαζ , στηρίζονται στη δική μας μελωδία. Ήταν και μια καταπληκτική συγκυρία, ήμουνα τυχερή. Αν ξεκινούσα τώρα, ομολογώ πως ίσως θα είχα αναγκαστεί να πάω σε κλασική κατεύθυνση. Άλλες συνθήκες, άλλες απαιτήσεις κι άλλα ερεθίσματα έχει η κάθε εποχή. Τώρα είναι πιο ανοιχτά τα σύνορα, εύκολα βρίσκεις υλικό από όλο τον κόσμο. Τότε το τοπίο ήταν πιο γυμνό, κι η Ελλάδα πιο καθαρή. Υπήρχαν μόνο δύο εταιρίες, κι ο ανταγωνισμός ήταν λιγότερος. Μετά όπως θυμάσαι, τη δεκαετία του ‘90 ειδικά, γινόταν χαμός. Τώρα βέβαια έχει καταρρεύσει όλο το πράγμα. Πιστεύω όμως πως αν ένας καλλιτέχνης έχει μια όμορφη ιδέα, μάλλον θα την πραγματοποιήσει. Τα νέα παιδιά έχουν πρόβλημα στο πώς να φτάσουν ως εκεί, αλλά έχουν το ίντερνετ. Αρκετοί τα καταφέρνουν.
Έχετε εντοπίσει κάποιες, κάποιους; Η Μόνικα, η Μαρίνα Σάττι, είναι καταπληκτικές. Το τοπίο της τέχνης και της μουσικής είναι τόσο μεγάλο… Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε την ποίηση, ένα σημαντικό στοιχείο που το εκτιμούν πολύ κι οι ξένοι. Η Κεντρική Ευρώπη λατρεύει τη μελοποίηση της ποίησής μας. Προχτές ήμουνα στην Ελβετία, σε ένα μεσαιωνικό κάστρο όπου γίνεται ένα φεστιβάλ, και για να τιμήσουν την Ελλάδα, κάτω από το όνομά μου έγραψαν: Καημός. Ο κόσμος είναι πολύ θετικός έξω, και σέβεται τις θυσίες του ελληνικού λαού. Βλέπουν το πρόβλημα, αλλά είναι πολυσύνθετο: δεν εξαρτάται μόνο από τους ξένους, αλλά κι από μας. ας μην πούμε σε αυτά. Εκείνο που έχει σημασία είναι το καταφύγιό μας, η τέχνη. Υπάρχει πολλή ποιότητα γύρω μας, τη βλέπω, και χωρίς μέσα, χωρίς χρήματα, νέα παιδιά με καταπληκτικές ιδέες προσπαθούν. Ζούμε πια σε ένα παγκόσμιο τοπίο, ενώ τότε μόνοι οι πολύ ευφυείς άνοιγαν τα φτερά τους και δούλευαν πάνω στο Λόρκα ή το Νερούδα κάνοντας το μεγάλο έργο. Εκείνο που δεν υπάρχει όμως πια είναι τα μεγάλα ακροατήρια που είχαμε τότε. Εμείς βγάζαμε ένα τραγούδι και το τραγουδούσε όλη η Ελλάδα. Αυτό τώρα περιορίζεται Ο καθένας έχει το κοινό του. Υπάρχει μια κατηγοριοποίηση. Αλλά ένα τραγούδι που να αγγίξει την ευαισθησία όλων όπως τότε, δεν υπάρχει.
Αυτό που κάνατε πάντως με το Μίκη στη δικτατορία πήρε διαστάσεις συμβόλου. Εκ των υστέρων έγινε αυτό. Θα σας πω κάτι: Όταν εγώ τα τραγουδούσα, είχα τη συνείδηση ότι τραγουδάω ένα έργο τέχνης με πνευματική αξία. Οι μάγοι Μίκης και Μάνος, ένα δύσκολο πράγμα το φέρνανε στην καθημερινότητα. Το τραγούδι της ευαισθησίας και του οράματος, το κάνανε καθημερινό τραγούδι. Αυτό είναι μεγάλο ταλέντο. Αυτά όμως στην πορεία πέρασαν στην ιστορία κι έγιναν σύμβολα, και τώρα όπου πάω μου μιλάνε με σεβασμό σαν να είμαι ο Μίκης. Εγώ αισθάνομαι πως το μόνο που έχω κάνει είναι που υπηρέτησα την τέχνη μου βαθιά, αυτό που πίστευα από παιδί. Αλλά η τέχνη δεν είχε να κάνει με το γεγονός πως τότε κάναμε αντίσταση. Είναι πέρα από αυτά. Τότε ήταν αντίσταση, κι ένα μικρό μέρος από αυτά. Το Κράτησα τη Ζωή μου του Σεφέρη δεν ήταν, ας πούμε. Τα Τραγούδια του Αγώνα, ναι, είχαν γραφτεί ειδικά γι αυτό το σκοπό.
Κάποια στιγμή η χούντα έπεσε. Ο αγώνας τέλειωσε. Νιώσατε ποτέ παγιδευμένη στην εικόνα που είχε δημιουργηθεί για σας μέσα από το πολιτικό τραγούδι; Βέβαια. Πολύ! Μάλιστα σχεδόν μας κατηγορούσαν ως ανθρώπους εκτός εποχής. Έλεγαν: Τι είναι αυτά, ξεπερασμένα πράγματα. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι εταιρίες ωθούσαν προς μια άλλη κατεύθυνση τα πράγματα, το τραγούδι το ήθελαν πιο άμεσο και πιο λαϊκό. Είχε γίνει ολόκληρος αγώνας τότε. Και φυσικά όλοι οι τραγουδιστές πήγαν με το μέρος των εταιριών, ενάντια στους συνθέτες – ακόμα και πολύ γνωστοί, που τώρα τραγουδάνε αυτούς τους συνθέτες! Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά τότε ήταν μπροστάρηδες στον αγώνα ενάντια στην ποίηση και τους συνθέτες! Ζήσαμε πολλά ανέκδοτα σε αυτή τη χώρα… Όχι πως δεν έπρεπε να βγουν κι αυτοί: κάθε γενιά πρέπει να βγάζει τα τραγούδια της, αυτό είναι αναγκαίο. Εγώ ευτυχώς είχα πάντα τις περιοδείες στο εξωτερικό, κι αντλούσα από κει ικανοποίηση. Εδώ περίμενα να κοπάσει λίγο αυτή η μάχη. Τι να σας πω τώρα, ότι μέσα στη δισκογραφία μιας μεγάλης εταιρίας δεν υπήρχα καθόλου, υπήρχε μόνο το Μαουτχάουζεν και τίποτε άλλο. Όλα τα άλλα που είχα κάνει δεν αναφέρονταν καν, ούτε στους καταλόγους! Αυτά όμως δεν με πείραξαν ποτέ, δεν μπήκαν ποτέ βαθιά μέσα μου για να με επηρεάσουν. Σας τα λέω τώρα για την ιστορικότητά τους. Εγώ αγαπούσα το τραγούδι και δινόμουν σε αυτό. Όπως και τώρα. Έχω ακόμα προτάσεις από πολλά σύγχρονα σχήματα για να τραγουδήσω μαζί τους. Όσα αισθάνομαι ότι μπορώ να τα αποδώσω, θα το κάνω. Κι όσο αντέχει η φωνή μου. Αν δεν αντέχει πια η φωνή, το όπλο σου, τότε πια δεν μπορείς. Μετά μπορείς να παραδόσεις μαθήματα σε νέα παιδιά.
Η θεματολογία η ίδια της συναυλίας του Ηρωδείου έχει να κάνει με το προσφυγικό ζήτημα. Ζούμε χρόνια κρίσης γενικότερα, αλλά και προσφυγικής κρίσης. Εσείς που έχετε περάσει από όλα αυτά, θεωρείτε πως σήμερα ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει πολιτικό ρόλο; Όλα έχουν πολιτικό ρόλο. Η θέση σου, η κατεύθυνση της τέχνης και του τραγουδιού σου, το πώς ντύνεσαι… Όλα αποπνέουν πολιτισμό και πολιτική. Βεβαίως, επειδή περνάμε κρίση, πολλοί λένε: μα οι καλλιτέχνες παλαιότερα δίνανε το παρών, έδιναν μια κατεύθυνση αγώνα, σκέψης, πρότασης για το πώς να αντιμετωπίζουμε τα κοινωνικά ζητήματα. Τις αδικίες… Γιατί τώρα δεν το κάνουν; Θα σου πω γιατί: γιατί έχει αλλάξει γενικότερα, κι όχι μόνο στην Ελλάδα, το πώς αντιμετωπίζουμε τα πράγματα. Μας επιβλήθηκε ένας πολιτισμός της εικόνας τόσο πολύ έντονα…
Τι εννοείτε; Όλα, το πώς θα ντυθείς, το πώς θα βαφτείς, τα ωραία σώματα, η ωραία φωνή, το μαλλί, όλα είναι καθορισμένα – μέχρι και η σκέψη. Αυτό είναι το μειλίχιο τέρας που δυστυχώς δεν είχε προβλέψει ούτε η αριστερά. Σιγά-σιγά το τέρας πλησίαζε, από τη δεκαετία του ’90 βλέπαμε την αλλαγή αυτή. Κι αυτό έχει επηρεάσει πολύ όλο τον κόσμο – ακόμα και τον σκεπτόμενο. Κάθονται στον καναπέ και βλέπουν τον πόλεμο. Και δεν μπορούν να αντιδράσουν, δεν μπορούν να αντισταθούν, το συνηθίζουν. Φεύγει η εικόνα γρήγορα, ξανάρχεται, κι εσύ μένεις απαθής – γιατί αυτό κατάφερε το σύστημα: να είσαι απαθής. Κάποτε βλέπαμε μια εικόνα από το Βιετνάμ, το κοριτσάκι που καιγόταν ολόγυμνο, και τρέχαμε όλοι. Τώρα είδες εσύ κανένα φιλειρηνικό κίνημα, να βγαίνουν στους δρόμους και να ζητάμε ειρήνη; Να διαδηλώνουμε κατά του πολέμου, του κανονικού αλλά και του οικονομικού; Βλέπεις εδώ είμαστε όλοι μουδιασμένοι – και οι καλλιτέχνες, και οι διανοούμενοι. Γιατί ο εχθρός είναι απρόσωπος. Τότε είχαμε τη δικτατορία. Λέγαμε: να τους διώξουμε και να φέρουμε τη δημοκρατία. Τώρα πού; Είμαστε όλοι υποχείρια των αγορών, μια σκληρή πραγματικότητα που δεν έχει πρόσωπο – ή είναι αφανές. Ακόμα και το 2003 που άρχισε ο πόλεμος στο Ιράκ, βγήκαμε όλοι στους δρόμους, όλη η Αθήνα! Πού είναι τώρα; Γιατί δεν διαδηλώνουμε που αυτά τα πλάσματα πνίγονται; Θυμάσαι τι σοκ πάθαμε με το πρώτο παιδάκι που πνίγηκε; Κι όμως δεν κάναμε τίποτα, καθόμαστε και το βλέπαμε. Το χειρότερο είναι πως συνηθίσαμε αυτή την εικόνα. Κι αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να πάθει ο πολιτισμός μας.
Πως θ’ αλλάξει αυτό; Τι να σου πω; Δεν έχω τη λύση του προβλήματος. Έχω μια ελπίδα: οι νέοι άνθρωποι, των είκοσι χρονών, αυτοί μήπως διεκδικήσουν μια αλλαγή, μια άλλη Ευρώπη, την Ευρώπη της αλληλεγγύης. Μόνο η Ελλάδα η Ιταλία κι η Τουρκία δέχονται τους πρόσφυγες – κι η Γερμανία, να το πούμε αυτό. Όλοι οι άλλοι έκλεισαν τα σύνορα και υψώνουν τείχη. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι που θέλουν μια καλύτερη Ευρώπη, μήπως το πετύχουν. Κι όχι με λογιστική αντίληψη. Το ξέρουμε, οι αγορές κυβερνούν. Αλλά πρέπει να μπει κάποιο φρένο.