Βασίλης Μαζωμένος, σκηνοθέτης, παραγωγός.
Μην έχοντας καμιά σχέση, ούτε έχοντας κάνει ποτέ πρόταση στο Φεστιβάλ, δηλώνω εξαρχής ότι οι σκέψεις μου που ακολουθούν, προέρχονται από την πρόθεση μου να συμβάλλω με νηφαλιότητα στο διάλογο όπως μου ζητήθηκε.
Από την παιδική μας ηλικία, τουλάχιστον όσοι είχαμε γονείς και οικογενειακούς φίλους με ανήσυχα πνεύματα, τρέχαμε να δούμε την τάδε παράσταση στην Επίδαυρο και το δείνα μπαλέτο στο Ηρώδειο. Ήταν για μας, τους νεόκοπους και υπό διαμόρφωση καλλιτέχνες, τα γεγονότα του καλοκαιριού που τα περιμέναμε όταν «άνοιγε» ο καιρός.
Με τα χρόνια οι επισκέψεις αραίωσαν, όχι γιατί δεν ήρθαν αξιόλογες προτάσεις και σπουδαίοι δημιουργοί, αλλά γιατί η γενική αίσθηση ήταν ότι αυτοί οι χώροι αφορούσαν συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων (κουλτουριάρηδες τους είπαν), σε μια χώρα διαμορφωμένη από τα «πολιτιστικά κέντρα» του μακαρίτη Γιαννόπουλου και τη λαϊκό – ποπ αισθητική του Κωστόπουλου. Αυτά σε συνδυασμό με κάποιες επιλογές τραβηγμένες από τα μαλλιά που είχαν τη λογική των celebrities ή της επιθεώρησης.
Η passé αυτή αντίληψη άλλαξε με την εμφάνιση του Λούκου, που εκτός των διεθνών …αφίξεων, άνοιξε τις πόρτες στα νέα σχήματα και στις μάλλον off – off Broadway ομάδες. Πολλές φορές όμως αυτό το άνοιγμα, εμφανιζόταν προς τα έξω σαν τέτοιο, μα στην πραγματικότητα αφορούσε ανακύκλωση των ίδιων αισθητικών προτάσεων και προσώπων. Η αργοπορημένη εμφάνιση της μεταμοντέρνας αισθητικής αντίληψης, πήγε χέρι – χέρι με τη μεταμοντέρνα διοίκηση και εξελίχτηκε σε «κλειστό σχήμα». Στην πολεμική που αναπτύχθηκε κατά τη γνώμη μου είχαν δίκιο και άδικο και οι δυο πλευρές. Οι υπερασπιστές για τους προφανείς λόγους που ανέλυσα και οι επικριτικοί (εκτός ελαχίστων) για τη μη συμμετοχή τους στην …πίτα.
Οφείλει να μην έχει καμιά οικονομική ή διοικητική εμπλοκή και να δέχεται εισηγήσεις από καταξιωμένους στο χώρο τους συνεργάτες.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, σε συνδυασμό με την κρίση, αλλά και την αλλαγή στην αντίληψη της ηγεσίας του ΥΠΠΟ, η αλλαγή ήταν επιβεβλημένη. Το θυμικό του Έλληνα, βέβαια, δεν επιτρέπει οι μεταβάσεις να γίνονται απλά και ψύχραιμα. Πρέπει πάντα να επαληθεύουν την εσωστρέφεια μας και τον αλληλοσπαραγμό. Ακόμα και αν δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα έπρεπε να το εφεύρουμε.
Ένα φεστιβάλ κατά τη γνώμη μου οφείλει να στραφεί προς δυο κατευθύνσεις: Στην παρουσίαση – μέσα από θεματικούς αφιερωματικούς κύκλους – σπουδαίων διεθνών προτάσεων και στην ανάδειξη της πιο σύγχρονης καλλιτεχνικής εγχώριας δημιουργίας χωρίς ηλικιακά ή …άλλα κριτήρια.
Αναμφισβήτητα αυτός που διαμορφώνει το πρόγραμμα έχει και την ευθύνη των επιλογών. Οφείλει να μην έχει καμιά οικονομική ή διοικητική εμπλοκή και να δέχεται εισηγήσεις από καταξιωμένους στο χώρο τους συνεργάτες. Προσωπικά εκτιμώ πως μόνο καταξιωμένοι καλλιτέχνες μπορούν να ηγηθούν του θεσμού. Ούτε managers ούτε θεωρητικοί και κριτικοί τέχνης. Το πάθος και ο ενθουσιασμός που φέρνει ένας δημιουργός, αλλά και η υπόκλιση στο έργο των ομότεχνων σου θα ήταν για μένα το καλύτερο κριτήριο για μια τέτοια επιλογή.
Ο μόνος τρόπος να λειτουργήσουν όλα αυτά, είναι η απεμπλοκή του κράτους από το φεστιβάλ. Η μόνη του υποχρέωση θα ήταν να καταβάλει ένα συμφωνημένο ποσό στον προϋπολογισμό της χρονιάς και το φεστιβάλ να απολογίζει σωστά και νόμιμα τα χρήματα που δαπανήθηκαν. Τίποτε άλλο. Άρα μιλώ για έναν αυτόνομο οργανισμό που θα αυτοχρηματοδοτείται και θα απλώσει τα φτερά του και στο εξωτερικό με συμπαραγωγές, αλλά και θα αντλεί πόρους ανά project μέσα από χορηγίες, πέραν των γενικών χορηγιών που μπορούν να …τρέχουν.
Τέλος, ένα άνοιγμα στις σύγχρονες εκφράσεις που έφερε ο ψηφιακός πολιτισμός είναι επιβεβλημένο αν θέλουμε οι νέοι να το αγκαλιάσουν και να το κάνουν δικό τους.
Απαντούν στις επόμενες σελίδες οι: Γιάννης Λεονταρής, Χρηστος Αγγελάκος, Άντζελα Μπρούσκου, Θεόφιλος Τραμπούλης, Γιάννης Αναστασάκης, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Βασίλης Νούλας, Βασίλης Μαζωμένος, Γιάννος Περλέγκας, Mαρία Μαγκανάρη, Ένκε Φεζολάρι, Βασίλι Κουκαλάνι, Λουίζα Κωστούλα (Violet Louise), Φωτεινή Παπαδοδήμα, Κώστας Κουτσολέλος