Όταν σε φωνάζουν να γράψεις για μπάλα, όχι επειδή νομίζουν ότι έχεις ιδέα από μπάλα, αλλά επειδή θέλουν να δουν τι σκέφτονται τα κομμωτήρια για το μουντιάλ, το κάνεις ξέροντας ότι θα είσαι κάτι σαν εξωτικό πουλί σε ένα κλουβί με ωδικά πτηνά. Ορίστε λοιπόν, θα κάνω το ροζ φλαμίγκο, τι καταλάβατε;
Να πω για μένα και τη μπάλα το εξής: Έφαγα μια μπάλα του μπάσκετ στη μούρη στην 5η δημοτικού. Το μπάσκετ μου χρωστάει ένα δόντι. Με αυτήν του ποδοσφαίρου η σχέση είναι σαφώς καλύτερη. Ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στο γήπεδο του Ιωνικού. Το γήπεδο του Ιωνικού βρίσκεται στη Νεάπολη της Νίκαιας πλάι στον κινηματογράφο Ντιάνα. Στον κινηματογράφο Ντιάνα είδα τον πρώτο μου Γκοτζίλα, τρώγοντας σάμαλι, κοκ και πατατάκια (έχω βγει εκτός θέματος, αλλά έτσι είμαστε εμείς οι στρογγυλοί, συνεχώς τσουλάμε). Ο κινηματογράφος Ντιάνα δεν υπάρχει πια, πολλά χρόνια τώρα. Το γήπεδο εκεί, βράχος. Τα θερινά σινεμά φεύγουν, η μπάλα μένει (νότα). Οι ιαχές από το γήπεδο του Ιωνικού κάθε εβδομάδα, το σήμα της αθλητικής Κυριακής, ο θρύλος του Μίμη Δομάζου, το μουστάκι του Αναστόπουλου, τα γάντια του Σαργκάνη, το μαλλί του Βαμβακούλα ήταν μεγάλο μέρος του soundtrack και του σκηνικού της ζωής μου στο δημοτικό σχολείο. (Αναρωτιέμαι αν έχω πείσει κανέναν ή συνεχίζω να είμαι η «γκόμενα που στήνεται να δει ποδόσφαιρο» μόνο όταν οι Ιταλοί κάνουν πασαρέλα στο γρασίδι. Όχι , ε;)
Η Ιταλία (Ιτάλια!) είναι παρεμπιπτόντως η αγαπημένη μου ομάδα στον κόσμο όλο. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο που παίζουν γιατί είναι αυτάρεσκο, εγωιστικό, με εκρήξεις μεγαλομανίας. Καμία ομάδα δεν σε συγκινεί ούτε σε συναρπάζει περισσότερο από τους Ιταλούς όταν αποφασίζουν να συνεργαστούν. Ναι, το κάνουν σπάνια, αλλά έτσι είναι η ποίηση, δε συμβαίνει όλη την ώρα.
Ίσως η Popaganda φοβήθηκε ακριβώς αυτό, ότι θα αρχίσω να απαγγέλω ποίηση βλέποντας τους Ιταλούς στα βραζιλιάνικα γήπεδα και περίμεναν να αποκλειστεί η ομάδα μου για να μου ζητήσουν να γράψω. Fine by me (έχω πάρει και lower).
Το γεγονός ότι η ομάδα μου πήγε σπίτι της πριν από τη φάση των 16 με βύθισε στο μαύρο σκοτάδι της θλίψης. Ευτυχώς, στη συνέχεια παίχτηκε καταπληκτική μπάλα από διάφορα underdogs της Μεσογείου με αποτέλεσμα να σπάσουν καναπέδες στη Νίκαια, να εκτοξευτούν κινητά σε ξένες τηλεοράσεις (εγώ δεν έχω, γραφική) και να αλαφιαστούν γάτες από ουρλιαχτά στη μέση της νύχτας…
Χτες, Δευτέρα 30 Ιουνίου, έπαιζαν δύο ευρωπαϊκές ομάδες με δύο αφρικανικές. Ήμουν και στις δύο περιπτώσεις με τους Αφρικανούς, φυσικά. Τα ροζ φλαμίνγκο αγαπάνε την Αφρική.
Στον πρώτο βαθιά αποικιοκρατικό αγώνα οι Γάλλοι έπαιξαν με τους Νιγηριανούς. Δεν συμπαθώ τη Γαλλία. Πιστεύω ότι είναι μια χώρα που φόρτωσε την ανθρωπότητα δεινά, σχεδόν όσα οι ωραίες ιδέες και τα γαλλικά αρώματα και η μόδα με την οποία προσπαθούν να μας κάνουν, αν όχι καλύτερους, σίγουρα ομορφότερους.
Η Νιγηρία πάλι μου είναι συμπαθής, κυρίως επειδή είχα έναν συμφοιτητή από κει στη Θεολογική – τον Ελισσαίο – και ειδικά χτες μου φάνηκε συμπαθητικότερη γιατί διάλεξε να φοράει στενά μπλουζάκια.
Σοβαρά επιχειρήματα, ξέρω, το θέμα μας είναι η μπάλα. Παρόλο που έχω «βαφτίσει» σκυλί Ζιζού επειδή η κολλητή μου λάτρευε τον Ζινεντίν Ζιντάν, ένας Γάλλος υπάρχει για μένα στο ποδόσφαιρο κι αυτός βρίσκεται στο εξώφυλλο από το αγαπημένο σινγκλάκι των Ash. Ο Ερίκ Καντονά, μαυροντυμένος διάβολος στα χρώματα της Manchester United, καταφέρει θρυλική κλωτσιά στον αέρα σε φίλαθλο που του έβγαζε γλώσσα. Κάπως έτσι και η Εθνική Γαλλίας χθες. Κλάδευαν τα πόδια των Νιγηριανών, ενώ ο διαιτητής έβοσκε πρόβατα εδώ παραπέρα.
«Ντισταμπιλιζέ λε νιζεριάν» ήταν η ατάκα της βραδιάς, παρόλο που καθώς την άκουγα φανταζόμουν γάλλο μόδιστρο να διαλέγει υφάσματα για την επόμενη κολεξιόν του.
Επειδή έβλεπα τον αγώνα σε stream στο γραφείο, άκουγα τους Άγγλους να προφέρουν το όνομα του Εμενίκε Αμανίκε και χαχάνιζα ασύστολα γιατί μου θύμιζε τον Αμάνικο, τον γκόμενο της έτερης κολλητής που το είχε σε κακό να βάλει μπλουζάκι που να του καλύπτει τα μπράτσα. Και με τον Ονάζι ήθελα να γελάω που τον πρόφεραν «Ο Να(τ)ζι», αλλά μετά σακατεύτηκε ο άνθρωπος και τον βγάλανε σηκωτό και είπα στο φίλο μου με τον οποίο σχολιάζαμε live στο gtalk, «μην ξαναμιλήσεις, κατσικοπόδαρε, σ’ έφαγα». Μετά έπεσε το stream και βρήκα άλλο, κι έπρεπε να ανεχτώ τους γάλλους εκφωνητές να σολάρουν με «ιλ φον ζουέ ντε ποζισιόν», «ο λα λα σε ντενζερέ», «ουά!», «συρ Μοζές», «ουέ, ουέ», καταλαβαίνετε, στο τέλος σχεδόν μου φάνηκε ότι κάποιου του ξέφυγε κι ένα «μαντάμ Πελαζί», ενώ όταν μπήκε εκείνο το γκολάκι που ήτανε οφσάιντ (μία από τις πολλές ευκαιρίες που έχασε το 9, ο Εμενίκε), σηκώθηκα από το γραφείο μου και φώναζα «κρουασάν, κρουασάν!». Σε ανάλογη φάση που έχασαν οι Γάλλοι στο 22’, παραλίγο να μου πάθουν οι γάλλοι εκφωνητές και λίγο μετά άρχισαν τα «λε καταστρόφ, λε καταστρόφ» και σκέφτηκα πως δεν είμαι μόνο εγώ drama queen. «Ντισταμπιλιζέ λε νιζεριάν» ήταν η ατάκα της βραδιάς, παρόλο που καθώς την άκουγα φανταζόμουν γάλλο μόδιστρο να διαλέγει υφάσματα για την επόμενη κολεξιόν του. Σε περίπτωση που δεν το μάθατε η Γαλλία νίκησε τη Νιγηρία με ένα άδικο 2-0.
Ο επόμενος αγώνας της ημέρας ήταν αυτός της Γερμανίας με την Αλγερία κι εδώ αναγκαστικά πρέπει να κάνω παρένθεση και μεγάλη αυτοκριτική. Αντιπαθώ βαθιά τους Γερμανούς, τη Γερμανία και (σχεδόν) οτιδήποτε γερμανικό (εξαιρούνται κάποια αυτοκίνητα και το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν). Είναι μία αντιπάθεια που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού (για τον οποίο, δεν κοιτάζω τα μούτρα μου, κατηγορώ τους Γερμανούς) και ντρέπομαι πολύ γι αυτό. Αποφάσισα δε να μην δω τον αγώνα με τον πατέρα μου (όταν ο μπαμπάς σου είναι 76 κι έχει εύθραυστη υγεία, δεν θέλεις να πιαστείτε μαλλί με μαλλί επειδή εκείνος υποστηρίζει ότι οι Γερμανοί έχουν την πιο καλοδουλεμένη «μηχανή» που είδε ποτέ γήπεδο κι εσύ απαντάς απλώς «ΟΧΙ»).
Τα γήπεδα είναι γήπεδα, χώροι όχι λατρείας, αλλά διασκέδασης όπου στρέφουμε το βλέμμα για να δούμε τον άνθρωπο να βάζει τα δυνατά του και την τύχη να γελάει σε βάρος του. Ευτυχώς, κάποιος βγαίνει πάντα κερδισμένος στο τέλος.
Τι να γράψω γι αυτόν τον αγώνα με το άδικο αποτέλεσμα, δεν ξέρω.
Η Αλγερία, που «έπαιξε για όλη τη Μεσόγειο» όπως έγραψε ο (εν προκειμένω) φίλος @caftis, έχασε 2-1 γιατί σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει ούτε παρεμβατικός Θεός ούτε δικαιοσύνη, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη, μεταξύ άλλων, και των Boko Haram.
Και παρόλο που δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τον Ράφικ Χαλισέ (ο Άραβας Τζέραρντ Μπάτλερ αν με ρωτήσεις, όπου Τζέραρντ Μπάτλερ ό,τι έχω ιερό σε αρσενικό), το παιχνίδι του αγώνα -σε ένα σερί από τρομερές εμφανίσεις αγοριών κάτω απ’ το τέρμα σε αυτό το Μουντιάλ- έκανε ο τερματοφύλακας Ραίς Εμπολί, τον οποίο θα ήθελα να καμαρώσουμε εδώ σε παλιότερο στιγμιότυπο από αγώνα:
Don’t mess with the Algerian goalkeeper https://t.co/eDBwDNxnUi
— Footy Humour (@FootyHumour) June 30, 2014
Όπως καταλαβαίνετε, είμαι οπαδός του “an eye for an eye and a tooth for a tooth” (και όχι μόνο επειδή ακούγεται σε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια όλων των εποχών, το “Mercy Seat” των Nick Cave and the Bad Seeds), αλλά και γιατί γι’ αυτό σπούδασα Θεολογία, μπας και μετριάσω την πίστη μου στην αυτοδικία. Ο Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν στο Ποδόσφαιρο Μια Θρησκεία Σε Αναζήτηση Θεού (εκδόσεις Μεταίχμιο), προσπαθεί, φανατικός «πιστός» της Μπαρτσελόνα ο ίδιος, να εξηγήσει γιατί τα γήπεδα έγιναν καθεδρικοί ναοί και οι ομάδες αντιπροσωπεύουν τα πατριωτικά μας αποθέματα. Καθόλου δεν συμφωνώ, παρόλο που στο δικό μου προσωπικό δωδεκάθεο ο Μονταλμπάν έχει αρχηγική θέση. Τα γήπεδα είναι γήπεδα, χώροι όχι λατρείας, αλλά διασκέδασης όπου στρέφουμε το βλέμμα για να δούμε τον άνθρωπο να βάζει τα δυνατά του και την τύχη να γελάει σε βάρος του. Ευτυχώς, κάποιος βγαίνει πάντα κερδισμένος στο τέλος. Δυστυχώς, αυτός ο κάποιος χτες δεν ήταν «οι δικοί μου».
Αν έπρεπε να περιγράψω τον αγώνα με ένα tweet, θα ήταν αυτό:
VINE: Another great save by Algeria ‘keeper Raïs M’Bolhi… #GER #ALG http://t.co/1nJgcpLXDj
— 2014 World Cup (@2014WC_Brazil) June 30, 2014
Όταν ο Εμπολί έφαγε το πρώτο γκολ, στράφηκα στη μουσική (στη μουσική στρέφομαι πάντα, ό,τι και να συμβαίνει) κι αναζήτησα ένα αγαπημένο μου βινύλιο των Mano Negra από τα 90ς, το Puta’s Fever με το τέλειο εξώφυλλο που στάζει νοσταλγία για κάτι που έχασες και που ποτέ σου δεν είχες, με τα ημίγυμνα κορίτσια και την κουρτίνα και το μπαρ στο βάθος που λίγο υπόσχεται, λίγο απειλεί, για να ακούσω το Sidi H’ Bibi, ένα τραγούδι που δεν είμαι σίγουρη τι λέει (κάποιος ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε ή κάτι τέτοιο), αλλά είναι υπέροχο για να χοροπηδάς μέσα στη νύχτα. Περάσαμε το βράδυ με τις γάτες να ακούμε Mano Negra και να θυμόμαστε (κυρίως εγώ, οι γάτες ήταν αγέννητες τότε) εκείνη τη συναυλιάρα στο Ρόδον το 1992.
Αν με ρωτήσεις, από το τέλειο εξώφυλλο του Puta’s Fever λείπει ένα ροζ φλαμίνγκο.
Η Αναστασία Καμβύση είναι δημοσιογράφος. Εργάζεται ως Υπεύθυνη Επικοινωνίας και Εκδηλώσεων στις Εκδόσεις Μεταίχμιο, παρουσιάζει τις Βιβλιόγατες, μια εκπομπή για το βιβλίο (κάθε Παρασκευή 14:00-16:00) στο trollradio.gr και μαζεύει ιστορίες αγάπης για αδέσποτα ζώα στη διαδικτυακή στήλη Η Αδέσποτη.