Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Στρώσε το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Είναι πολιτική πράξη.

Νιώθουμε κουρασμένοι γιατί καλούμαστε ακατάπαυστα να διαχειριστούμε μόνοι μας πράγματα που δεν είναι ατομικά διαχειρίσιμα. Ας μη βάλουμε στόχο για τη νέα χρονιά «να τα καταφέρουμε». Ας βάλουμε στόχο να ανακτήσουμε τη ζωή ως συλλογική πράξη, ως γιορτή

Η αγάπη μας για τις γιορτές συνδέεται με τον τρόπο που αυτές έχουν ριζώσει βαθιά στην ψυχή μας. Ατσάλινες συνδέσεις που σφυρηλατήσαμε την εποχή που ήμασταν εύπλαστοι σαν το μοσχομυριστό ζυμάρι της μαστιχωτής πολίτικης βασιλόπιτας. Γιατί μόνο τα παιδιά μπορούν να πιστέψουν τόσο πολύ στα θαύματα, που να τα ζήσουν αληθινά.

Αγαπώ τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς βαθιά, σχεδόν μυστικιστικά. Αναμφισβήτητη αιτία γι’ αυτό, ο πατέρας μου, που δημιουργούσε μαγεία γενναιόδωρα τις μέρες εκείνες. Πασπάλιζε ταχυδακτυλουργικά κάθε παιδικό μας λεπτό (aka αιωνιότητα) με αστρόσκονη απ’ τα δικά του ανεκπλήρωτα όνειρα – εκείνα που βρίσκουν καταφύγιο στην άκρη του ουράνιου τόξου και γίνονται ψυχές μαλαματένιες. Όσοι ακόμα πιστεύουμε στη μαγεία των γιορτών, ξέρουμε ότι αυτή κρατά πάντοτε ένα ολόκληρο παιδικό λεπτό. Η αγαλλίαση εμφανίζεται από το πουθενά σαν την καλοσύνη των ξένων και τρέφει την ελπίδα όπως η άνοιξη τα λουλούδια.

Ακόμα κι εμείς, όμως, στην εκπνοή του παλιού χρόνου νιώθουμε πλέον κόπωση.

Οι γιορτές είναι πανάρχαιοι συλλογικοί τόποι ανθρώπινης συνύπαρξης και λύτρωσης. Πριν ο Άη Βασίλης γίνει χοντρός και κόκκινος για τις ανάγκες μιας διαφήμισης· πριν παραμορφώσουμε τα φιλιά μας με υαλουρονικό και υποχρεώσουμε τις αγκαλιές μας να περνούν από φίλτρα. Φτάσαμε όμως σήμερα να μας κουράζουν τα λαμπιόνια, οι στολισμοί, τα γιορτινά τραπέζια. Γιατί στην εποχή της χρηματιστικοποίησης των πάντων, έγιναν κι αυτά «πρότζεκτ» προς διεκπεραίωση. Ένα βαρύ μέικ-απ που φοράμε για να κρύψουμε πόσο έχουμε αδειάσει.

Άρθρα του σωρού δεν βαριούνται να μας το εξηγούν: είναι λένε φυσιολογικό να νιώθουμε κουρασμένοι. Στο τέλος του έτους, καραδοκούν προθεσμίες στη δουλειά, οικονομικές εκκρεμότητες, οικογενειακές υποχρεώσεις – και ο αμείλικτος προσωπικός μας απολογισμός. Ωστόσο, η κούραση που κουβαλάμε υπερβαίνει κατά πολύ το απλό άθροισμα των παραπάνω εύλογων πηγών της – και δεν αρκούν οι μουτζαχεντίν της «θετικής σκέψης» για να την ξορκίσουν. Είναι μια κούραση που δεν περνά με μερικές ημέρες ανάπαυλας. Ξενυχτά μαζί σου και ξυπνά πλάι σου. Στην πραγματικότητα, είναι φθορά. Όχι όμως ατομική, αλλά συλλογική.  

Δεν κουραστήκαμε ξαφνικά. Μας έφθειραν συστηματικά – και σε ορισμένες περιπτώσεις μάς διέφθειραν ώστε να διασφαλίσουν ότι θα επιδιώκουμε τη φθορά μας – το καύσιμο ενός συστήματος που αναθέτει τα πάντα στην ατομική ευθύνη. Που ιδιωτικοποίησε τις δομές συλλογικής φροντίδας, ακόμα και την αντοχή μας (οι ψυχολόγοι δεν προλαβαίνουν τα ραντεβού από την εποχή της κρίσης). Που καταπίνει μανιασμένα τους τελευταίους συλλογικούς τόπους και τον ελεύθερο δημόσιο χώρο όπου αυτοί ευδοκιμούν. Και που κραυγάζει μέσα από τη θατσερική άβυσσο του «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα»: «Είσαι ο μόνος υπεύθυνος για τον εαυτό σου».

Ζούμε σε μια κοινωνία με δίχτυ ασφαλείας όμοιο με το σύστημα τηλεδιοίκησης των τρένων την περίοδο του δυστυχήματος των Τεμπών – δηλαδή, ανύπαρκτο. Και μετά αυτή η κοινωνία κατηγορεί τους ανθρώπους της όταν πέφτουν στο κενό. Η επιστήμη το λέει καθαρά: ο ανθρώπινος οργανισμός δεν αντέχει τη μόνιμη αβεβαιότητα. Χρειάζεται προβλεψιμότητα, ρυθμό, ανάπαυση. Όταν αυτά απουσιάζουν, δεν «προσαρμόζεται». Λυγίζει σταδιακά, και στο τέλος σπάει. Όταν το στρες γίνεται διαρκές, επηρεάζει τη μνήμη, τη συγκέντρωση, τη ρύθμιση του συναισθήματος, το ανοσοποιητικό. Δεν είναι θέμα χαρακτήρα. Είναι θέμα βιολογίας.

Κι όμως, η κυρίαρχη αφήγηση επιμένει ότι αν δεν αντέχουμε, κάτι κάνουμε λάθος: Δεν «κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας». Δεν «σκεφτόμαστε θετικά» (κι έχουμε να σκονίζεται το βιβλίο αυτοβελτίωσης). Αν θυμώνουμε με την αδικία, γινόμαστε «τοξικοί». Αν λυγίζουμε για οποιονδήποτε λόγο, αν πενθούμε, μας ζητούν να το κάνουμε χωρίς πολλή φασαρία. Να πεθάνουμε ήσυχα στη γωνιά μας. Δεν καταρρέουμε ωστόσο επειδή αποτύχαμε προσωπικά. Καταρρέουμε επειδή καταλήξαμε να προσπαθούμε να διαχειριστούμε μόνοι μας πράγματα που δεν είναι ατομικά διαχειρίσιμα: την ανασφάλεια, τη φτώχεια, τη μοναξιά, τον φόβο για το αύριο. Δεν κουραστήκαμε επειδή δεν μπορούμε πια να διαχειριστούμε τα συναισθήματά μας. Κουραστήκαμε επειδή δεν υπάρχει πια συλλογική φάτνη να τα αποθέσουμε.

 Σε πείσμα του κυρίαρχου αφηγήματος, η αντοχή δεν είναι ατομική αρετή. Είναι κοινωνική συνθήκη. Και σήμερα βιώνουμε δομική εγκατάλειψη.

Η φθορά αθόρυβα περνά και στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε. Οι άνθρωποι απομακρύνονται γιατί οι σχέσεις τείνουν να μετατραπούν σε δοκιμασία επάρκειας όπου όλα περνάνε από το φίλτρο της «σωστής διαχείρισης» – οπότε η ανθρώπινη επαφή από θεμέλιο και καταφύγιό μας, γίνεται (άλλο ένα) project. Τι κι αν η αγάπη σε αγκαλιάζει με τα λάθη σου, προϋποθέτει αμοιβαίους συμβιβασμούς και όλα τα νικά, όπως εξάλλου πιστοποιεί η λογοτεχνία ως κιβωτός της ανθρωπότητας; Κάπως έτσι φτάσαμε στο παράδοξο σημείο να μας κουράζουν ακόμη κι εκείνα που οι ανθρώπινες κοινωνίες επινόησαν για να υφαίνουν τους δεσμούς που τις κρατούν όρθιες. Εκείνα που θεωρητικά κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους, όπως οι γιορτές. Γιατί τους καλούν να εκπληρώνουν τις σύμφυτες με τη φύση τους ανάγκες: να ξαποσταίνουν, να μοιράζονται, να συνυπάρχουν, να αγαπούν.

Γι’ αυτό, το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μπορεί να γίνει μια μικρή, επίμονη άρνηση απέναντι στην κατασκευασμένη «υποχρέωση» να αντέχουμε μόνοι. Μια αρχή αποδόμησης του ατομικισμού ως θεμέλιου λίθου του συστήματος: άνθρωπος μονάχος είναι ή θεός ή θεριό, έγραφε ο Αριστοτέλης (δεν είναι τυχαίο ότι η κλασική παιδεία ρίχνεται στην πυρά). Αν λειτουργούμε αποκλειστικά ως μονάδες, μονάχοι είμαστε, ακόμα και μέσα σε πόλεις εκατομμυρίων. Κι επειδή θεοί σίγουρα δεν είμαστε αλλά θεριά κοντεύουμε να γίνουμε, ίσως το πιο ριζοσπαστικό για να ξεκινήσουμε τη νέα χρονιά δεν είναι να αντέξουμε λίγο ακόμη μόνοι μας, αλλά να στρώσουμε ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι. Δεν χρειάζονται πολλά, αρκούν τα λίγα, όπως ήξεραν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας που ’ζήσαν πόλεμο και προσφυγιά και δημιουργούσαν πελώριες κοινότητες στις μικρές τους αυλές.

Να καθίσουμε γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Να συζητήσουμε, να γελάσουμε, να συγχωρήσουμε. Να θυμηθούμε ότι ζω δεν σημαίνει παράγω. Κι ότι η ζωή δεν είναι ατομικό κατόρθωμα, αλλά συλλογική πράξη.

Ας μη βάλουμε στόχο για τη νέα χρονιά «να τα καταφέρουμε».

Ας βάλουμε στόχο να ανακτήσουμε τις ανάσες μας, τους συλλογικούς μας τόπους.   

Και τότε ίσως οι ευχές μας αρχίσουν να εκπληρώνονται ξανά.

Στα τραπέζια του 2026! Εις υγείαν και καλή χρονιά!

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2025 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.