Τα μαζικά emails που εστάλησαν, μέσω του υπουργείου Εσωτερικών, από το γραφείο της Άννας Μισέλ Ασημακοπούλου προς Έλληνες απόδημους σε κάθε γωνιά της γης, οδήγησαν στην απόσυρση της υποψήφιας ευρωβουλεύτριας από το ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας και στην παραίτηση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών, καθώς και του γραμματέα αποδήμων της ΝΔ.
Οι συγκεκριμένες κινήσεις, αντικατοπτρίζουν τον ελάχιστο βαθμό δικαίωσης για τους ομογενείς που είδαν τα προσωπικά τους δεδομένα να διαρρέουν, αφού, όπως ισχυρίζονται, ουδέποτε έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στη χρήση των emails τους για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας. Έτσι, οι απόδημοι προχωρούν σε αγωγές κατά του ελληνικού Δημοσίου για το σκάνδαλο της διαρροής των δεδομένων τους από το υπ. Εσωτερικών, ζητώντας αποζημίωση διότι «δεν προστάτευσε τα προσωπικά δεδομένα που έδωσαν οι πολίτες για να πάρουν μέρος στις εκλογές».
Την πρώτη αγωγή κατέθεσε μια κάτοικος Ολλανδίας στις 17/3, η οποία είχε υποβάλει τα στοιχεία της για την εγγραφή της στον εκλογικό κατάλογο προκειμένου να ασκήσει το συνταγματικό δικαίωμά της στην ψηφοφορία των εθνικών εκλογών του 2023. Όπως όλα δείχνουν, οι αγωγές ενδέχεται να ξεπεράσουν τις 100, σύμφωνα με τον Βασίλη Σωτηρόπουλο, δικηγόρο των ομογενών, ο οποίος μιλά στην Popaganda για νομικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί κατά παντός υπευθύνου.
«Οι απόδημοι που έχουν υποστεί τη διαρροή είναι προσβεβλημένοι γιατί δεν παίρνουν μια ειλικρινή απάντηση από το υπουργείο Εσωτερικών και την κα. Ασημακοπούλου για το πώς απέκτησαν πρόσβαση στα emails τους. Καθημερινά μιλάμε με πάρα πολλούς αποδήμους από όλες τις χώρες και ηπείρους που μπορείτε να φανταστείτε. Η τελευταία επικοινωνία που είχα γι’ αυτή την υπόθεση, ήταν με άνθρωπο από το Κατάρ», λέει ο ίδιος.
Η νομική διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου να διερευνηθούν οι διαρροές των emails, αποτελείται από διάφορα στάδια. Όπως εξηγεί ο δικηγόρος των αποδήμων, «Καταρχάς, υπάρχουν τα βήματα που γίνονται από την Εισαγγελία, που ο/η εισαγγελέας διερευνά κατά πόσο τελέστηκε το αδίκημα της παράνομης διακίνησης προσωπικών δεδομένων που αποτελεί πλημμέλημα. Η έρευνά του θα φανερώσει αν υπάρχουν εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα (ανάμεσά τους και η κα. Ασημακοπούλου), στα οποία θα ασκήσει ποινική δίωξη. Πέρα από την κα. Ασημακοπούλου, διερευνώνται όλα στα στάδια της διαρροής. Ποιος είναι, για παράδειγμα, ο συνεργάτης του γ.γ. που είχε πρόσβαση στο αρχείο, ποιος έδωσε το αρχείο στον γραμματέα αποδήμων της ΝΔ, τι το έκανε εκείνος με τη σειρά του κ.λπ. Η Εισαγγελία διερευνά αν αυτά τα πρόσωπα ενήργησαν στο πλαίσιο της νομιμότητας ή κατά παράβαση του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα».
Παράλληλα, διενεργείται η έρευνα από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία έχει συγκροτήσει κλιμάκιο ελεγκτών στο υπουργείο Εσωτερικών. Ο κ. Σωτηρόπουλος διευκρινίζει ότι οι δύο αυτές έρευνες αλληλοτροφοδοτούνται «γιατί οι ελεγκτές της Αρχής έχουν από τον νόμο την ιδιότητα του προανακριτικού υπαλλήλου. Έτσι, η έρευνα που κάνει η Αρχή, θα τροφοδοτήσει την έρευνα που κάνει ο Εισαγγελέας. Η έρευνα που κάνει η Αρχή, διενεργείται κατά βάση σε τεχνικό επίπεδο (τα πληροφοριακά συστήματα, τα μέτρα ασφαλείας που είχαν λάβει κ.ά). Η έρευνα αυτή θα οδηγήσει σε κάποιο πόρισμα, το οποίο η αρχή θα παραδώσει στον Εισαγγελέα. Εκείνος με τη σειρά του θα καλέσει τα πρόσωπα που η έρευνα της Αρχής θα αναδείξει, θα τους πάρει καταθέσεις και θα ασκήσει – αν το αποφασίσει – ποινικές διώξεις».
Όσον αφορά στο νομικό σκέλος που σχετίζεται με την εκπροσώπηση των αποδήμων πολιτών, «σε όλη αυτή τη διαδικασία παρακολουθούμε κι εμείς τα προαναφερθέντα στάδια, έχουμε όμως ένα τελικό αποτέλεσμα στην πρώτη φάση: Το ελληνικό δημόσιο, ως ολότητα, έχει ομολογήσει δια του υπουργού Εσωτερικών και του κυβερνητικού εκπροσώπου, ότι υπήρξε διαρροή, πράγμα που δεν επιδέχεται αμφιβολία. Το ότι δεν υφίσταται λοιπόν συγκατάθεση και νομιμότητα, μας δίνει το δικαίωμα να ασκήσουμε αγωγές κατά του ελληνικού δημοσίου – όπως έχουμε κάνει μέχρι στιγμής», εξηγεί ο δικηγόρος και συνεχίζει τονίζοντας ότι, «Πηγαίνουμε τις αγωγές στο Διοικητικό Πρωτοδικείο που δικάζει το ελληνικό δημόσιο, και κάθε ένας από τους απόδημους παρουσιάζει ότι είχε λάβει αυτό το email, ότι είχε περιληφθεί στον κατάλογο των εκλογέων του εξωτερικού του 2023, και, επομένως, αυτό ήταν το email που είχε δηλώσει».
Ο κ. Σωτηρόπουλος διασαφηνίζει πως δεν επιτρέπεται για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας να αξιοποιηθεί ένα email χωρίς συγκατάθεση, ακόμα κι αν μπορεί να βρεθεί με ένα απλό google search. «Η χρήση του επιτρέπεται μόνο εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει επικοινωνήσει με τον/την υποψήφιο/α ή εφόσον ο/η υποψήφιος/α έχει λάβει τη συγκατάθεση του υποκειμένου σε διάφορες πολιτικές εκδηλώσεις ή στην ιστοσελίδα του που μπορεί κάποιος/α να διαθέσει το email του ώστε να λαμβάνει υλικό των υποψηφίων».
Βασισμένοι στον παράνομο χαρακτήρα της χρήσης των emails τους, οι απόδημοι ζητούν αποζημίωση 20.000 ευρώ, καθώς το υπουργείο Εσωτερικών δεν έλαβε τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλει ο νόμος 4624/2019 για την προστασία προσωπικών δεδομένων (GDPR). «Σύμφωνα με αυτόν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας -που στην προκειμένη είναι το υπουργείο- οφείλει να διασφαλίσει ότι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των πολιτών δεν θα ενεργούν χωρίς την εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας, δηλαδή του υπουργού. Άπαξ και αποδειχθεί ότι πρόσωπα έχουν ενεργήσει χωρίς την εντολή των ανωτέρων τους – όπως έχει ομολογήσει η κυβέρνηση – τότε έχουμε κενό ασφαλείας και αυτό είναι ευθύνη του δημοσίου», επισημαίνει ο δικηγόρος.
«Ο νόμος για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την προστασία των δεδομένων ορίζει ότι το ελάχιστο της αποζημίωσης είναι 10.000 ευρώ – οι δικαστές μπορούν βέβαια να κινηθούν και σε χαμηλότερα ποσά. Εμείς ως γραφείο έχουμε χειριστεί ποικίλες υποθέσεις ανθρώπων των οποίων διέρρευσαν προσωπικά δεδομένα από το δημόσιο. Χαρακτηριστικά, είχαμε αναλάβει μια μεγάλη υπόθεση στην οποία επιδικάστηκαν 60.000 ευρώ, γιατί είχαν διαρρεύσει φωτογραφίες πολιτών από φάκελο της ελληνικής αστυνομίας. Σε πιο πρόσφατη υπόθεση, στην οποία μια υπάλληλος του Δήμου Αθηναίων διέδωσε ότι ένας άνθρωπος λάμβανε ένα ιατρικό επίδομα, η ίδια καταδικάστηκε στο Ποινικό Δικαστήριο αλλά και στον β’ βαθμό, και στο Αστικό Δικαστήριο με προσωπική αγωγή εναντίον της, πληρώνοντας 7.000 ευρώ. Παράλληλα, επειδή στραφήκαμε αυτοτελώς και εναντίον του Δήμου, καταδικάστηκε και ο Δήμος πληρώνοντας 8.000 ευρώ».
Ο τρόπος με τον οποίο έχει χειριστεί η ελληνική δικαιοσύνη αντίστοιχες παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου, βρίσκει αισιόδοξους τους ανθρώπους που έχουν αναλάβει την υπόθεση. «Θεωρούμε ότι τα δικαστήρια δεν έχουν κάποιον λόγο να καλύψουν κάποιο πρόσωπο από τη στιγμή που η ίδια η κυβέρνηση έχει πει ότι έχει γίνει το λάθος. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι, ύστερα από τη διαρροή, ποιοι άλλοι έχουν αυτή τη βάση δεδομένων, πέρα από τον γραμματέα αποδήμων;», καταλήγει ο κ. Σωτηρόπουλος.