Η Γαλλία είναι ένα «καζάνι που βράζει», μετά τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, που επέβαλλε ο Εμμανουέλ Μακρόν παρακάμπτοντας την εθνοσυνέλευση. Οι Γάλλοι φαίνονται -προς ώρας- αποφασισμένοι για ολική ρήξη, μέχρι τέλους. Καθημερινά, έως και την αυριανή μεγάλη μαζική απεργιακή κινητοποίηση, συνεχίζουν το «αντάρτικο», ακόμη και με την τοποθέτηση οδοφραγμάτων στους αυτοκινητόδρομους (όπως στην πόλη Λαβάλ), στις πλατφόρμες ανεφοδιασμού γνωστής γαλλικής αλυσίδας super market (στην Μπουρζ), στην πλατφόρμα της Amazon (στην Αμιέν) κι αλλού. Μάλιστα, τo συνδικάτο CGT προειδοποίησε για απεργία διαρκείας των υπαλλήλων καθαριότητας στο Παρίσι, αρχής γενομένης τις 13 Απριλίου.
Η πρωτοφανής αστυνομική βία, που έχει αφήσει πίσω της τραυματίες, αλλά και δυο νεκρούς (στο Σεν Σολίν), δεν δύναται να πτοήσει τη γαλλική κοινωνία. Παρίσι, Μασσαλία, Νάντη, Λυόν, Ρεν, Μοντπελιέ «βούλιαξαν» -κάτι που αναμένεται και στη αυριανή απεργία- ξανά, την περασμένη βδομάδα από εκατοντάδες χιλιάδες απεργούς. “Νταρμανέν δολοφόνε“, φώναζαν χαρακτηριστικά διαδηλωτές, μπροστά από το δημαρχείο του Παρισιού, στον υπουργό Εσωτερικών της Γαλλίας, την Παρασκευή, διαμαρτυρόμενοι για την αστυνομική βία των τελευταίων ημερών, ενώ τον γύρο των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων έκαναν εικόνες Αποκάλυψης, με φωτιές, πυρπολημένες τράπεζες, ανθρωποκυνηγητό, συλλήψεις. Στην Καέν, οι διαδηλωτές πήγαν ένα βήμα πιο μπροστά: έκαψαν «τελετουργικά» ομοίωμα του Μακρόν.
«Κάτι από τα Κίτρινα Γιλέκα επανέρχεται ξεκάθαρα και στοιχειώνει τις αντιδράσεις της κυβέρνησης. Αλλά σήμερα παρακολουθούμε ένα πολύ ευρύτερο κίνημα. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 70% του πληθυσμού απορρίπτει τη μεταρρύθμιση και υποστηρίζει τις διαμαρτυρίες, με περισσότερη ή λιγότερη προθυμία να δεχτεί «ριζοσπαστικές» μορφές αντιπαράθεσης. Αλλά ακόμη και οι απεργίες δεν είναι αντιδημοφιλείς. Ίσως περνάμε ένα κατώφλι», υποστηρίζει στην αποκλειστική συνέντευξη που μας παραχώρησε, για τις τελευταίες αναταράξεις στην Γαλλική πολιτική σκηνή, αλλά και τη νέα πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη στη χώρα του, ο κορυφαίος διανοητής Ετιέν Μπαλιμπάρ, εκτιμώντας ότι η κυβέρνηση Μακρόν «σε δύο πράγματα υπολογίζει: Πρώτον, τη δυσκολία των απεργιών σε μια περίοδο πληθωρισμού, χαμηλών μισθών, οικονομικής δυσπραγίας, γενικά. Δεύτερον, στα αποθαρρυντικά αποτελέσματα της “οριακής” βίας -συγκρούσεις με την αστυνομία, καταστροφές δημόσιων και ιδιωτικών γραφείων κ.λπ.-, που θα προσπαθήσει συστηματικά να προκαλέσει, με τη βοήθεια κάποιων αναρχικών».
Καταρχάς, βλέπετε τον κίνδυνο κλιμάκωσης της πολιτικής κρίσης στη Γαλλία; Ο πρόεδρος Μακρόν δεν φαίνεται να θέλει να υποχωρήσει. Την περασμένη εβδομάδα δήλωσε χαρακτηριστικά: «Για 200 διαδηλωτές δεν σημαίνει πως πρέπει να σταματήσει η Δημοκρατία». Και η Γαλλίδα πρωθυπουργός δήλωσε εξίσου αποφασισμένη να επιμένει για “τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες”. Τι προβλέπετε; Δεν προβλέπω τίποτα, γιατί η κατάσταση σε αυτό το σημείο είναι εξαιρετικά τεταμένη και ασταθής. Ο Μακρόν, ο οποίος φαινόταν να πίστευε ότι ήταν ένας μεγάλος «μακιαβελικός» πολιτικός, και που επίσης φαίνεται να έχει μια πολύ άκαμπτη εικόνα για τον ίδιο, έχει βάλει τον εαυτό του σε μια κατάσταση που δεν αφήνει άλλη δυνατότητα από μια υποχώρηση -που θα ήταν ωστόσο καταστροφική για αυτόν πολιτικά και ψυχολογικά- ή μια κλιμάκωση, προς την κατεύθυνση της γενικευμένης βίας. Ωστόσο, ο Μακρόν δεν είναι μόνος και πιθανότατα δεν είναι αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο. Αρνείται -μέχρι στιγμής, τουλάχιστον- να δεχτεί την πρόταση «παύσης» που έκανε ο ηγέτης του «μετριοπαθούς» μεταρρυθμιστικού συνδικάτου CFDT, Λοράν Μπερζέρ (Laurent Berger), αλλά ο χρηματοοικονομικός τομέας, εκπρόσωπος του οποίου στην κυβέρνηση είναι ο υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ (Bruno Le Maire), ο έτερος «επικεφαλής» της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος δεν έχει αυτονομία, μπορεί να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ενεργοποίηση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος που παρακάμπτει την ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση απεικονίζει μια νέα προεδρική τακτική κι αναβαθμίσει το όλο ζήτημα σε πολιτειακό; Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, το γεγονός ότι ο Εμανουέλ Μακρόν παρέκαμψε την Εθνοσυνέλευση αποκαλύπτει μια «σχεδόν τυραννική τάση» από πλευράς. Το 49.3 είναι ελάχιστα νόμιμο σε αυτήν την περίπτωση -επειδή η κυβέρνηση παρουσίασε μια γενική μεταρρύθμιση ως δημοσιονομική τροποποίηση. Κατά συνέπεια, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα το Conseil Constitutionnel (το Ανώτατο Δικαστήριο) να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό. Αυτό θα ήταν άλλο ένα χαστούκι για τον Μακρόν, αλλά κατά μία έννοια θα του άνοιγε μια πιθανότητα: να αναστείλει τον νόμο επειδή είναι νομικά προβληματικός, όχι λόγω του κοινωνικού του περιεχομένου και της λαϊκής εξέγερσης εναντίον του. Η χρήση του 49.3 ήταν μόνο ένα από τα «κόλπα» που χρησιμοποιήθηκαν για να παρακαμφθεί μια κανονική νομοθετική διαδικασία. Το όλο ζήτημα δείχνει έναν ολοένα πιο αυταρχικό και αναποτελεσματικό αποκλεισμό του κοινοβουλευτικού-προεδρικού συστήματος. Αυτό έχει καταστεί ξεκάθαρα, μαζί με τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες, η αγωνία για την πλειοψηφία του γαλλικού λαού, και ιδιαίτερα της νέας γενιάς, που συγκεντρώθηκε στις διαδηλώσεις μετά το «νόμιμο πραξικόπημα» της κυβέρνησης. Η δημοκρατία όπως έχει θεσμοθετηθεί στη χώρα μας -και σε άλλες χώρες- βρίσκεται σε κρίση. Χρειάζεται μια αναμόρφωση, που φυσικά είναι ζήτημα έντονης «ταξικής» σύγκρουσης.
Η κυβέρνηση επέζησε της πρότασης μομφής εναντίον της, πάντως. Αυτό τι αποτυπώνει; Τίποτα, πέρα από περισσότερη σύγχυση, γιατί η πρόταση ψηφίστηκε από ετερογενείς δυνάμεις, από την άκρα Δεξιά μέχρι την Αριστερά. Αν είχε περάσει, θα είχε οδηγήσει αναπόφευκτα σε νέες βουλευτικές εκλογές, που ίσως θα γίνουν για άλλους λόγους. Αυτή είναι τυπικά «η λύση», αλλά δεν είναι η λύση πολιτικά. Αφενός, επειδή αυτός ο Πρόεδρος δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει αυτό που έκαναν οι προηγούμενοι Πρόεδροι.
Τι εννοείτε; Να κυβερνήσει με μια κυβέρνηση διαφορετικού χρώματος -με φόντο την «κοινή» πίστη τους στις νεοφιλελεύθερες βάσεις. Αφετέρου, η αριστερή εναλλακτική δεν υπάρχει. Το NUPES είναι μια συνένωση δυνάμεων με διαφορετικές ιδεολογίες, διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις και μια σύγκρουση μεταξύ της αυτοαποκαλούμενης «λαϊκιστικής» ηγεσίας του Melenchon και άλλων πιο «συμβατικών» ηγετών…. Τα συνδικάτα μέχρι τώρα έχουν επιδείξει εξαιρετική επιμονή και πειθαρχία, κατά κάποιο τρόπο έχουν αναστήσει μια «αριστερή» δυνατότητα, αλλά δεν είναι κόμματα… και, επομένως, εισερχόμαστε σε μια νέα συγκυρία.
«Ο Μακρόν, ο οποίος φαινόταν να πίστευε ότι ήταν ένας μεγάλος «μακιαβελικός» πολιτικός, έχει βάλει τον εαυτό του σε μια κατάσταση που δεν αφήνει άλλη δυνατότητα από μια υποχώρηση -που θα ήταν ωστόσο καταστροφική για αυτόν πολιτικά και ψυχολογικά- ή μια κλιμάκωση, προς την κατεύθυνση της γενικευμένης βίας»
Είναι παρόλα αυτά πράγματι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της γαλλικής οικονομίας η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση; Απολύτως, όχι. Η πρόβλεψη «ανισορροπίας» του συνταξιοδοτικού συστήματος που θα έπρεπε να αντισταθμίσει το κράτος είναι αμελητέα. Βάσει της επίσημης έκθεσης από την Conseil d’Orientation des Retraites/COR ξεκινώντας από το σημερινό ποσοστό, που είναι 0,1 % του ΑΕΠ, το έλλειμμα καταγράφεται ότι θα φθάσει στο 0,4 % το 2030 και στο 0,8 % το 2050. Διαβάστε τις εργασίες και τις παρεμβάσεις του εγκυρότερου πάνω σε αυτό το θέμα οικονομολόγου Michael Zemmour, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στη γελοιοποίηση των επιχειρημάτων της κυβέρνησης. Δεν μπορεί να συγκριθεί το συνταξιοδοτικό με άλλες πηγές δημόσιου ελλείμματος αυτή τη στιγμή, που επιδεινώνονται εξαιρετικά από τα έξοδα λόγω της Covid, ιδιαίτερα με τη μορφή επιδοτήσεων για τις επιχειρήσεις που αναγκάζονται να σταματήσουν να παράγουν κανονικά. Όπως επίσης, δεν είναι με τίποτα συγκρινόμενο με αυτό που είναι έτοιμη να κάνει η κυβέρνηση για να σώσει μια μεγάλη τράπεζα από πτώχευση. Ο λόγος λοιπόν είναι καθαρά πολιτικο-ιδεολογικός. Αφού μάταια προσπάθησε να εισαγάγει ένα καπιταλιστικό-ατομικιστικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αντί του σημερινού, το οποίο παραμένει βασισμένο στη διεπαγγελματική και διαγενεακή αλληλεγγύη, μια κληρονομιά παλαιότερων ταξικών αγώνων και μεταρρυθμίσεων, στη λογική του «κράτους πρόνοιας», σήμερα, παρά τις πολλές πρόσφατες παλινδρομήσεις, η κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει μια μείωση του «κοινωνικού μισθού» των εργατικών τάξεων (συμπεριλαμβανόμενων των συντάξεων). Δηλαδή, να αποκαταστήσει μια γυμνή υπεροχή των οικονομικών συμφερόντων, έναντι της κοινωνικής συναίνεσης.
Ποιοι είναι οι διαδηλωτές που βλέπουμε στους δρόμους της χώρας; Τα ακραία μέρη της κοινωνίας είναι αυτά που αντιδρούν; Ή παρακολουθούμε τον μετασχηματισμό της πλειοψηφίας της γαλλικής κοινωνίας μέσα από την οικονομική κρίση; Σε κάτι νέο, κάτι που γνωρίζουμε; Μπορούμε να μιλήσουμε για νέο κίνημα; Έχει ο κόσμος στους δρόμους θετικά πολιτικά συνθήματα, την προϋπόθεση, όπως μου είχατε πει την περίοδο των διαδηλώσεων των Κίτρινων Γιλέκων, προκειμένου το νέο κίνημα να μην ξεφουσκώσει; Θα δούμε…Κάτι από τα Κίτρινα Γιλέκα επανέρχεται ξεκάθαρα -με το επεισόδιο της Covid στο ενδιάμεσο, που έχει αλλάξει σημαντικά την ατμόσφαιρα- και στοιχειώνει επίσης τις αντιδράσεις της κυβέρνησης. Αλλά σήμερα παρακολουθούμε ένα πολύ ευρύτερο κίνημα. Προφανώς, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 70% του πληθυσμού απορρίπτει τη μεταρρύθμιση και υποστηρίζει τις διαμαρτυρίες, με περισσότερη ή λιγότερη προθυμία να δεχτεί «ριζοσπαστικές» μορφές αντιπαράθεσης. Αλλά ακόμη και οι απεργίες δεν είναι αντιδημοφιλείς. Είναι επίσης –υποθέτω– πολύ πιο διαφοροποιημένη η παρούσα κινητοποίηση από την άποψη των «πολιτικών προοπτικών», των συνθημάτων, σύμφωνα με την ορολογία σας. Ίσως περνάμε ένα κατώφλι. Η κυβέρνηση υπολογίζει σε δύο πράγματα: Πρώτον, τη δυσκολία των απεργιών σε μια περίοδο πληθωρισμού, χαμηλών μισθών, οικονομικής δυσπραγίας, γενικά. Δεύτερον, στα αποθαρρυντικά αποτελέσματα της «οριακής» βίας -συγκρούσεις με την αστυνομία, καταστροφές δημόσιων και ιδιωτικών γραφείων κ.λπ.-, που θα προσπαθήσει συστηματικά να προκαλέσει, με τη βοήθεια κάποιων αναρχικών.
Οι επικεφαλής του συνασπισμού NUPES (Νέα Λαϊκή Οικολογική και Κοινωνική Ένωση) δήλωσαν ότι σκοπεύουν να προσφύγουν στο Συνταγματικό Συμβούλιο, ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ποια είναι η γνώμη σας για το ενδεχόμενο αυτό; Εγκυμονεί τον κίνδυνο κλιμάκωσης του πολιτικού και κοινωνικού χάους; Αντίθετα, θα ήταν μια καλή πολιτική γραμμή διαφυγής και μια δημοκρατική προοπτική, επιπλέον γιατί θα ενθαρρύνει τις δημόσιες συζητήσεις και θα ανάγκαζε τον Πρόεδρο και την κυβέρνηση να «ακούσουν» τι έχει να πει η κοινωνία. Αλλά είναι πρακτικά εξαιρετικά δύσκολο να οργανωθεί. Ο ισχύων νόμος δεν είναι φτιαγμένος για να γενικεύσει αυτή τη διαδικασία, αλλά για να την καταστήσει σχεδόν αδύνατη.
Εάν συνεχιστούν οι συγκρούσεις, η χώρα συνεχίσει να απεργεί και να διαδηλώνει, υπάρχει πιθανότητα η κυβέρνηση, πιεζόμενη, ακόμα και να πέσει; Προφανώς, ο Μακρόν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη κρίση της πολιτικής του καριέρας. Θα επιβιώσει ξανά αυτή τη φορά, όπως συνέβη όταν είχε απέναντί του αποκλειστικά τα Κίτρινα Γιλέκα; Ποια θα ήταν, με ένα τέτοιο σενάριο, η πολιτική εναλλακτική; Γιατί φαίνεται να πρόκειται για αδιέξοδο. Το ότι δεν ήρθε το τέλος της θητεία του Μακρόν, κάτι που δεν είναι παράλογο κατά τη γνώμη μου, ανοίγει τις πύλες για το άγνωστο. Ο Ντε Γκωλ παραιτήθηκε, αλλά ήταν ηλικιωμένος και είχε έναν διάδοχο που ήδη ασκούσε την εξουσία. Πολλοί άνθρωποι στην αριστερά -και όχι μόνο- πιστεύουν και λένε ότι ο μόνος πιθανός νικητής της κρίσης μπορεί να είναι η Μαρίν Λεπέν.
Ισχύει;
Το φοβάμαι. Υπάρχει ήδη μια γενική τάση προς την ακροδεξιά στην Ευρώπη, αλλά μέχρι τώρα τα συνδικάτα και οι διαδηλωτές έχουν αποδείξει ότι η Λεπέν μάλλον είναι άσχετη από την οπτική του σοσιαλδημοκρατικού ζητήματος.