«Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές». Είκοσι χρόνια πριν, είκοσι χρόνια μετά -είκοσι δύο συγκεκριμένα-, αυτή η ατάκα από τα «Φτηνά Τσιγάρα», χτυπάει δυνατά. Στιγμές. Σαν το τικ τακ του ρολογιού, πέφτουν η μία μετά την άλλη. Κάποιες χάνονται, κάποιες πετάνε, κάποιες μένουν μαζί μας για πάντα. Κάπως έτσι έμειναν, μια στιγμή πάνω στο τραπέζι, και τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου. Κι από ταινία έγιναν μιούζικαλ. Άπλωσαν τα φώτα, τις μελωδίες και τον ρομαντισμό τους σε 20 καναπέδες, 34 σκηνές, 19 τραγούδια κι ένα καρτοτηλέφωνο. Και άναψαν όλα μαζί, 22 όσα τα χρόνια τους, σε ένα lounge αισθήσεων και παραισθήσεων, να πάρουμε μια τζούρα, μια στιγμή, να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
Ρένο, είσαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα;
Ρίχνω στον εμπνευστή τους (που όλοι με το μικρό του προσφωνούν), την ίδια την ατάκα του, έτσι για να αρχίσουμε μια κουβέντα για τον χώρο, τον χρόνο και το δημιούργημά του. «Γενικά δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα», απαντάει, με εκείνο το μισό χαμόγελο, που φτάνει ως πάνω και κλείνει λίγο το ένα μάτι. «Στην ταινία, η φράση «Φτηνά Τσιγάρα» είναι μια φιλοσοφική θέση ζωής: το να ζεις ικανοποιημένος με τα ελάχιστα. Να παίρνεις απόλαυση από τα λίγα και εκλεκτά. Να την χορεύεις τη ζωή με τις φιγούρες που αυτή κάθε φορά σου πασάρει». Με ένα βαλς τρυφερό και γλυκόπιοτο σε έναν αγιάτρευτο κόσμο. Όπως τα λόγια του, έτσι και ο ίδιος ο Ρένος. Καθισμένος στον καναπέ του φουαγιέ της Λυρικής, ανάμεσα στις πρόβες, χαλαρός, χαμογελαστός, λιτός, με μια ευαισθησία να υποβόσκει κάτω από τις λέξεις, κι ας μην την αφήνει να βγει στην επιφάνεια -εσύ την πιάνεις στο υγρό το βλέμμα. Με εντυπωσίασε που, όσο φιλόδοξος κι αν έχει πει ότι είναι στη δουλειά του, δεν μίλαγε για τον εαυτό του. Αλλά εξέπεμπε μία αυτοπειθαρχία και οργάνωση, τόσο έμφυτη, που δεν ξέρω αν γνωρίζει καν ο ίδιος ότι διαθέτει.
Τον Ρένο Χαραλαμπίδη τον γνώρισα από τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, φίλο κοινό και αγαπημένο, μια βραδιά πριν πολλά χρόνια στο Gagarin. Από τότε δεν τον είχα ξαναδεί -αν και τα τόσα τρυφερά λόγια του Νίκου για αυτόν, κάπου μου τον είχαν συστήσει. Και, λες κι ο χρόνος γυρίζει σαν ρουλέτα και η μπίλια πάλι στο ίδιο σημείο σκάει, ήταν σαν να τον είχα αφήσει εκεί στο ροκ κλαμπ το προηγούμενο βράδυ και τον ξανάβρισκα στον αέρα του πάρκου που μύριζε λευκό γιασεμί το επόμενο πρωί. Μετά την βόλτα του στους άδειους δρόμους της νυχτερινής Αθήνας, έξω από χαλασμένους θαλάμους με καρτοτηλέφωνα, μέσα σε σιωπηλές στοές, στην καντίνα του Λυκαβηττού ή στο λεωφορείο με τα χρυσόψαρα. Η ταινία του «Φτηνά Τσιγάρα» αγάπησε την πόλη όσο λίγοι, την κατέγραψε όσο λίγοι, την ένιωσε όσο λίγοι πάνω στην αλλαγή του αιώνα. Τα εισιτήρια της τότε στις αίθουσες, το 2000, ελάχιστα. Οι κριτικές, στείρες. Όμως για όσα αξίζουν, έρχεται –συχνά λες; – η δικαίωση. Την έφερε η αγάπη των νεότερων γενεών που την ανακάλυψαν στο youtube. Και τώρα που το έργο γίνεται μιούζικαλ με τις νέες μουσικές του Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και ανεβαίνει τα σκαλιά της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής, σε σκηνοθεσία και σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, τώρα που τα νέον και οι οθόνες δίνουν τον παλμό της πόλης στη σκηνή, τώρα που ο Ρένος στα 50 του παίζει τον αφηγητή κοιτώντας κατάματα τον νεαρό που κάποτε ήταν (αλλά παραμένει εντός), έρχεται αυτή η ώρα που θα μου πει: «Με την ωριμότητα κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από την στιγμή. Είναι η ροή. Αν και ακούγεται παράξενο, αυτό που συλλέγω πια είναι ροές»…
Πώς ήρθε λοιπόν η ιδέα τα Φτηνά Τσιγάρα να γίνουν μιούζικαλ; Και μάλιστα «μια “ρομαντική οπερέτα” για ανεκπλήρωτους έρωτες, συλλέκτες στιγμών και φιλιά που δεν βρήκαν τον δρόμο τους»; Η ιδέα ανήκει στον μαέστρο της παράστασής μας, τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και τον διευθυντή της Εναλλακτικής Λυρικής Σκηνής, Αλέξανδρο Ευκλείδη. Είναι μεγάλη μου τιμή το γεγονός ότι η Λυρική αποφασίζει να ανεβάσει για πρώτη φορά έργο βασισμένο σε ελληνική ταινία και επιλέγει τα «Φτηνά Τσιγάρα». Σημειώνω ότι το λιμπρέτο που έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, το έγραψε ο Πέτρος Βουνισέας.
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, αλλά κι έναν… αιώνα μετά, το έργο που τότε δεν είχε εκτιμηθεί όσο του άξιζε, ξαναβγαίνει λαμπρά στο φως. Πώς νιώθεις; Νιώθω σαν να παρέλαβα ένα νικηφόρο γράμμα που είχε χαθεί παραπεταμένο σε μια άκρη του ουρανού. Το σινεμά κρίνεται από τον χρόνο και την επιδραστικότητά του σε άλλες τέχνες. Το φιλμάκι μου δεν τα πήγε άσχημα.
Ποιο θεωρείς ότι είναι το κοινό σημείο με την ταινία και ποια η μεγάλη διαφορά; Το κοινό σημείο είναι η διάθεση να γιορτάσουμε τη ζωή έτσι όπως έρχεται και όχι έτσι όπως θα θέλαμε να έρθει. Η μεγάλη διαφορά είναι η αφηγηματική γλώσσα του θεατρικού μιούζικαλ που έχει άλλους κώδικες από το σινεμά.
Και αυτή η διαφορά πώς “καλύπτεται”; Πώς περνάει στο μιούζικαλ το live της πόλης, η ζωντάνια της ατμόσφαιράς της που απεικονίζεται στην κάμερα; Η μαγεία του μουσικού θεάτρου είναι εγγύηση. Και η τέχνη του Κωνσταντίνου Ρήγου στο μουσικό θέατρο είναι η δημιουργία ατμόσφαιρας πέρα από κάθε όριο.
Τι προσμένεις από αυτό το μιούζικαλ που αναβιώνει μια ταινία και μια εποχή; Είναι καθοριστική πιστεύεις η αλλαγή του τότε με το τώρα; Αυτό που περιμένω από την παράσταση είναι να εδραιωθεί στις καρδιές των θεατών. Να την κουβαλάνε μέσα τους σαν έναν τρυφερό απόηχο του φιλμ. Η αλλαγή των εποχών είναι μοιραία. Και ασφαλώς όλοι επηρεαζόμαστε. Ακολουθώ όμως την μοίρα των θνητών με στωική αταραξία. Όσο μπορώ δηλαδή γιατί δεν φημίζομαι για την αταραξία μου. Το «τότε» και το «τώρα» καλά θα κάνουν να χαιρετιούνται μεν αλλά να μην ανοίγουν και μεγάλη κουβέντα γιατί γεννούν μια στείρα νοσταλγία.
Στο μιούζικαλ είσαι ο αφηγητής της ιστορίας, ενώ στην ταινία ήσουν ο νεαρός, 29 χρονών τότε, πρωταγωνιστής. Νιώθεις ίσως ένα σκίρτημα ή ο χρόνος και το πέρασμά του δεν σε απασχολεί; Με απασχολεί. Με κάνει πιο ταπεινό γιατί με αναγκάζει να το φιλοσοφήσω. Αλλά ο χρόνος έρχεται πάντα στην ώρα του. Ξέρει αυτός. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Στην Λυρική θα ζήσουμε 23 γλυκές βραδιές με τον χρόνο που κύλησε να δηλώνει ένα δυναμικό παρόν.
Υπάρχει κάτι που σου έχει μείνει πάνω απ’ όλα από την ταινία, μια πολύ όμορφη στιγμή στη διάρκεια της δημιουργίας της; Θυμάμαι τους χορευτικούς μου αυτοσχεδιασμούς. Μεταξύ μπαλέτου και μποξ. Για να το καταφέρω σήμερα θέλω πολύ κόπο… και πάλι κάτι θα έχει χαθεί.
Πώς σου φαίνεται ο –διαφορετικός από όσα μας έχεις συνηθίσει-, ρόλος σου στα «Καλύτερά μας Χρόνια»; Σε σταμάτησαν ποτέ στον δρόμο να σε ρωτήσουν γιατί παίζεις έναν τέτοιο “αντιπαθητικό” χαρακτήρα; Στα «Καλύτερά μας Χρόνια» μπαινοβγαίνω σαν guest star παντός καιρού. Είναι ο πιο αντιφατικός χαρακτήρας που έχω παίξει και πολύ μακριά από τον εαυτό μου. Κατά κάποιο τρόπο είναι ο αρνητικός ήρωας και για αυτό τον έπαιξα με προετοιμασία και κόπο και αμφιβολία. Θεωρώ ότι ο «κακός» είναι πιο ενδιαφέρων αφού πρέπει να φέρει στο φως το σκοτάδι του. Συνήθως στον δρόμο μου φωνάζουν «γεια σου κουμπάρε!» με υπονοούμενα μεγάλης γκάμας. Από κρυφές πολιτικές τοποθετήσεις έως έπαινο για τις ερωτικές επιδόσεις μου με την γραμματέα μου!
Ετοιμάζεις νέα ταινία, σε σενάριο και σκηνοθεσία δικά σου, τον «Νυχτερινό Εκφωνητή». Τι άλλο να περιμένουμε; Όντως μέσα στη χρονιά θα γυρίσω τον «Νυχτερινό Εκφωνητή» που θεωρώ ότι είναι η πρώτη ταινία μιας νέας προσωπικής πορείας. Καταπιάνεται με ένα θέμα που δεν έχει απασχολήσει το ελληνικό σινεμά: το ραδιόφωνο. Και συγκεκριμένα το νυχτερινό ραδιόφωνο που τα κάνει όλα πιο προσωπικά. Θα συγκεντρωθώ στην ταινία μου λοιπόν και σε τίποτα άλλο.
Ως δημιουργός και ως άνθρωπος τι δηλώνεις για όσα φρικτά έχουν φανερωθεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα και γενικώς στην κοινωνία μας με θύματα κατά κύριο λόγο είτε γυναίκες είτε όσους πρεσβεύουν κάτι διαφορετικό από τα δεδομένα και το πληρώνουν ακόμη και με τη ζωή τους; Ήρθε επιτέλους η εποχή που ο φόβος δεν κλείνει στόματα. Που επιτέλους η κοινωνία αρχίζει να έχει γρήγορα αντανακλαστικά. Αν και οι αποκαλύψεις έφεραν μεγάλη μελαγχολία στον καλλιτεχνικό χώρο, θεωρώ ότι βοήθησαν στο να μπουν σημαντικά όρια.
Πώς βλέπεις να προχωρά ο κόσμος σήμερα με όλα όσα συμβαίνουν -πανδημία, φτώχεια, κρίση, καταστροφή περιβάλλοντος και όλα τα κακά; Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ -με άλλα λόγια, όπως λες στα «Φτηνά Τσιγάρα», «η ζωή ξέρει. Κι εγώ την εμπιστεύομαι»; Η ζωή θα προχωρήσει θέλουμε δεν θέλουμε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η Ελλάδα πάντα ήταν μέσα στην περιπέτεια, αν εξαιρέσεις τις λίγες δεκαετίες μετά την μεταπολίτευση που ξεχαστήκαμε με την ευημερία. Έχουμε λοιπόν επιστρέψει στην περιπέτεια -από την κρίση μέχρι την πανδημία -που είναι ο φυσικός μας χώρος. Δεν μπορώ να φανταστώ το αύριο.