Στα πρώτα χρόνια του Twitter, μια κοινή κριτική για την υπηρεσία ήταν κάπως έτσι: «Γιατί θα ενδιαφερόταν κάποιος για τι έφαγα για πρωινό; Οι άνθρωποι χρειάζεται να μαθαίνουν για την κάθε φορά που πηγαίνω στο μπάνιο;» Το κοινότυπο υλικό που συμπληρώνει τις ζωές μας δεν ήταν αρκετά ενδιαφέρον για να διατηρήσει ζωντανή μια εικονική κοινότητα υποστήριζαν οι ορθολογικοί σκεπτικιστές
Γρήγορα αποδείχθηκε ότι είχαν λάθος. Το Twitter αποκαλύφθηκε ως κάτι που ήταν πολλά περισσότερα από μία αποθήκη ασήμαντων παρατηρήσεων. Ευτυχώς ή δυστυχώς, έγινε κέντρο για τη δημοσίευση και τη διάδοση αληθινών ειδήσεων, ψεύτικων ειδήσεων, κάθε είδους γνώμης, ιδεών, συστάσεων, αστείων μέχρι και των ιδιοτροπιών του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά η λειτουργία του Twitter δεν ήταν η μοναδική εσφαλμένη εκτίμηση αυτών που το αμφισβητούσαν. Οι άνθρωποι όντως ενδιαφέρονται για το τι παίρνουν οι άλλοι για πρωινό ή για το πότε πάνε στο μπάνιο. Η σωστή πλατφόρμα για τέτοιου είδους πληροφορίες απλά χρειαζόταν να είναι πιο οπτική.
Από όταν ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2010 με μια άνιση, υψηλής αντίθεσης φωτογραφία μίας μαρίνας μέσα από ένα τζάμι οπίσθιου φωτισμού, η εφαρμογή ανταλλαγής φωτογραφιών Instagram επιβεβαίωσε σε εκθετικό βαθμό ένα επιχείρημα από το βιβλίο του 1977, On Photography, της Susan Sontag: «Η πανταχού παρουσία της κάμερας υποδηλώνει πειστικά ότι ο χρόνος αποτελείται από ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, γεγονότα που αξίζει να φωτογραφηθούν». Με περισσότερους από 700 εκατομμύρια χρήστες κι ένα εκατομμύριο διαφημιζόμενους που δημοσιεύουν κατά μέσο όρο 95 εκατομμύρια φωτογραφίες και βίντεο την ημέρα, η υπηρεσία έχει γίνει και η ίδια μέρος του σύγχρονου πολιτισμού – με τα δικά της πρότυπα, ήθη, αξίες, υπαγορεύει ακόμα στυλ ντυσίματος ή μαγειρέματος – ενώ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι χρήστες βλέπουν, δρουν και σκέφτονται τον κόσμο πέρα από τις οθόνες τους.
Δύο πρόσφατα έργα – το πρώτο μυθιστόρημα της Olivia Sudjic, Sympathy και το Ingrid Goes West, μια ταινία με πρωταγωνίστρια την Aubrey Plaza – έχουν το Instagram ως θέμα τους και μέσω πολύ παρόμοιων σημείων αναφοράς απεικονίζουν την εφαρμογή ως κάτι λιγότερο ως πλατφόρμα και περισσότερο ως ψηφιακό γκρεμό. Το Sympathy ακολουθεί την Alice, μία ξεριζωμένη απόφοιτο κολλεγίου που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη από την Αγγλία και, απουσία κάποιας πραγματικής οικογένειας, φίλων, ερωτικών ενδιαφερόντων ή στόχων καριέρας, αποκτά εμμονή με μία γιαπωνέζα συγγραφέα που ονομάζεται Mizuko Himura και διδάσκει στο Columbia. Αφού ανακαλύπτει τη Mizuko τυχαία κι ερευνά κατ’ εξακολούθηση το παρελθόν της στο διαδίκτυο, η Alice «κολλάει» στην ιδέα ότι οι δύο τους είναι «διαδικτυακά δίδυμα». Σύντομα, η Alice γίνεται τόσο απορροφημένη από τον λογαριασμό Instagram της Mizuko, «κοιτώντας τις εικόνες της … σαν τερμίτης … μελετώντας προσεκτικά τις λεζάντες», κι αρχίζει να χάνεται μέσα του. Όταν συνειδητοποιεί ότι ξέρει και τον σύντροφο της Mizuko, τον Rupert, από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία, το ενδιαφέρον της μετατρέπεται σε παράνοια, νομίζοντας ότι «φαίνεται πιθανό να ήμουν πιόνι σε μια τεράστια συνωμοσία». Αποφασίζει ότι πρέπει να την συναντήσει, και μετά από αφοσιωμένη παρακολούθηση μέσω Instagram, το να το κάνει είναι κυριολεκτικά πανεύκολο: η Mizuko δημοσιεύει μια εναέρια φωτογραφία ενός αντρικού χεριού δίπλα σε ένα αρτοσκεύασμα και κοινοποιεί την τοποθεσία της καφετέριας (σε βολικά κοντινή απόσταση) και η Alice αρπάζει την ευκαιρία. Ξέρει επίσης ότι ο Rupert πρέπει να είναι παρών στην πρώτη συνάντησή τους για να της δώσει μια δικαιολογία να χαιρετίσει, και αναγνωρίζει το ρολόι ως δικό του από τις άλλες φωτογραφίες της Mizuko.
Το Ingrid Goes West αντιμετωπίζει σάτιρικά το θέμα πάνω στο οποίο η Sudjic αναπτύσσει το λογοτεχνικό θρίλερ της, αλλά ο σκελετός είναι ο ίδιος. Μόλις βγαίνει από το ψυχιατρείο μετά από ένα περιστατικό που αφορούσε τον ψεκασμό μιας νύφης στο γάμο της (αισθάνθηκε ότι θα έπρεπε να είχε προσκληθεί), η Ingrid Thorburn καθηλώνεται από το νεαρό ξανθό λογαριασμό Instagram της Taylor Sloane (Elizabeth Olsen) μίας influencer από το Los Angeles, με 267.000 followers που έχει για αγόρι έναν καλλιτέχνη με γένια κι ανεβάζει εικόνες με λεζάντες όπως «άλλη μία μέρα, άλλο ένα τοστ αβοκάντο [emoji που προσεύχεται]». Η Ingrid μετακομίζει στο Λος Άντζελες, δημιουργεί ένα νέο λογαριασμό στο Instagram με μια φωτογραφία του ηλιοβασιλέματος πάνω από τη Venice Beach κι αρχίζει να αγοράζει και να τρώει ό,τι δημοσιεύει η Taylo. (Μία τσάντα Clare V και το Café Gratitude, για τους μυημένους). Αφού μελέτησε τον λογαριασμό της Taylor για να μάθει τόσο το που ζει όσο κι αυτά που αγαπάει περισσότερο, η Ingrid κλέβει το σκυλί της Taylor για να το επιστρέψει αργότερα και να την συναντήσει.
https://www.youtube.com/watch?v=xP4vD1tWbPU
Από εκεί και πέρα, τόσο στο Ingrid όσο και στο Sympathy, η πλοκή εξελίσσεται ακριβώς σε αυτό που θα σου ερχόταν αν κάποιος σου έλεγε να γράψεις μια ιστορία για το Instagram. Και τα δύο ζευγάρια γυναικών γίνονται παράξενα γρήγορα φίλες, καθώς οι εμμονές έχουν εξαπατήσει την οικειότητα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις επιθυμίες, τις αντιπάθειες και τα ενδιαφέροντα των στόχων τους. Μαζί με κάποιες απλά βήματα – η Mizuko και η Taylor διαβάζουν αμφότερες Joan Didion, η Τέιλορ αναγκάζει έναν μηχανικό να τραβήξει τη φωτογραφία της από διάφορες οδυνηρές γωνίες για να βγάλει την καλύτερη, υπάρχει μια στιγμή που η Ingrid, που την αγνοεί η Taylor και οι φίλοι της, φωνάζει: «ΕΦΕΡΑ ΛΙΓΟ ΡΟΖΕ» – και τα δύο έργα σκιαγράφουν την κουλτούρα του Instagram με τη μορφή μεταφορών που στοχεύουν να εξηγήσουν πόσο εύκολο είναι να γλιστρήσουμε από «τον πραγματικό κόσμο» στη φαντασία και στα τηλέφωνα μας.
Η Alice περιγράφει το πρώτο της πρωί στη Νέα Υόρκη ως «σοκαριστικά ροζ … Κυρίως σκεφτόμουν το ροζ, το εντυπωσιακό χρώμα του παντού». Λίγο αργότερα, πηγαίνει μια βόλτα και λέει, «Όλα μέχρι τώρα ήταν όμορφα», και τραβάει την πρώτη φωτογραφία για το Instagram, «κρανιές και σταγόνες ανθών που λάμπουν σε μαύρα κλαδιά». Σε ένα ταξίδι στο εξοχικό της στο Joshua Tree, η Taylor ομολογεί στην Ingrid ότι θέλει να αγοράσει το σπίτι της διπλανής πόρτας για να ανοίξει ένα μπουτίκ ξενοδοχείο που θα είναι «ακριβώς όπως το Instagram μου αλλά στην πραγματική ζωή» – θα το γεμίσει με όλα όσα αγαπά και όλα θα είναι προς πώληση. Όταν, κατά τη διάρκεια μιας από τις πολύωρες συναντήσεις τους, η Mizuko μαθαίνει στην Alice το Provigil, ένα ναρκοληπτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται χωρίς συνταγή για να προωθήσει τη συγκέντρωση, η Alice περιγράφει την αίσθηση ως «εγωιστικό tunnel vision». Ο κίνδυνος του χαπιού είναι ότι ο χρήστης μπορεί να «κολλήσει» σε μια εργασία p.x. να επικεντρωθεί μόνο στην καταμέτρηση των λέξεων σε ένα βιβλίο αντί να το διαβάσει ή, όπως λέει η Mizuko ότι συνέβη σε αυτήν, να βάζει το ίδιο κόκκινο κραγιόν έως ότου «έχει διαβρωθεί … στο μέγιστο βαθμό». Αν και η Alice καταλήγει «κολλημένη», απολαμβάνει αυτό στο οποίο έχει κολλήσει: στην Mizuko, η οποία αρχίζει να μοιάζει σαν η Alice να της έχει εφαρμόσει το «tilt shift» φίλτρο του Instagram. «Όλα τα υπόλοιπα γίνονταν θολά, ενώ εκείνη γινόταν πιο συγκλονιστική, με κάτι σαν αγγειοπλαστική στις άκρες της».
«Από τότε και έπειτα», συνεχίζει η Alice, «περνούσαμε μέρες κάθε φορά με Provigil, πηγαίναμε σε αναζητήσεις χωρίς να φύγουμε από το διαμέρισμα – ψάχνοντας για πράγματα, μετρώντας πράγματα, γκρεμίζοντας πράγματα».
Αν αυτές οι αναλογίες φαίνονται καταπιεστικές, είναι επειδή είναι τέτοιες. Το «εγωιστικό tunnel vision» της Alice θα είναι γνώριμo σε όποιον έχει κοιτάξει μακριά από το τηλέφωνό του και έχει συνειδητοποιήσει ότι έχει περάσει μια ολόκληρη ώρα πηγαίνοντας από φωτογραφία σε φωτογραφία χωρίς να έχει τίποτα να παρουσιάσει από αυτό πέρα από την ικανότητα να απαγγέλλει τα ονόματα, το πανεπιστήμιο και τα αγαπημένα μπαρ όλων των καλύτερων φίλων της πρώην φίλης του πρώην φίλου της, μια νοσταλγική λαχτάρα για ένα φωτιστικό των 325 δολαρίων και μια αναζωογονητική αίσθηση του πόσο χαριτωμένες είναι οι γάτες. Αλλά το ίδιο το Instagram είναι καταπιεστικό, και δυσκολεύομαι να ψέξω κάποιο από αυτά τα έργα επειδή αναγνωρίζουν ότι η πιο προφανής διάγνωση είναι η σωστή. Αν και συνολικά η υπηρεσία είναι ένας μοναδικός συνδυασμός προβλημάτων, τα έχουμε δει όλα αυτά από πριν.
Sontag: «Η φωτοφραφία είναι κυρίως ένα κοινωνικό έθιμο, μια άμυνα κατά του άγχους κι ένα εργαλείο εξουσίας».
Mean Girls: «Μια φορά είδα την Cady Heron να φοράει στρατιωτικό παντελόνι και σαγιονάρες, έτσι αγόρασα κι εγώ στρατιωτικό παντελόνι και σαγιονάρες».
Jezebel: «Το Photoshop είναι επιβλαβές και γελοίο».
Πολλές μελέτες: «Τα social media “μπορεί να υπονομεύσουν τις κατά πρόσωπο σχέσεις, να μειώσουν τις επενδύσεις σε σημαντικές δραστηριότητες, να αυξήσουν την καθιστική συμπεριφορά, ενθαρρύνοντας τον περισσότερο χρόνο στην οθόνη, να οδηγήσουν σε εθισμό στο Διαδίκτυο και να εξαλείψουν την αυτοεκτίμηση μέσω δυσμενούς κοινωνικής σύγκρισης”».
Δεν είναι τόσο δύσκολο να καταλάβεις τι θα πάει στραβά σε ένα χώρο που συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία, προσθέτει την διεστραμμένη πιθανότητα ότι θα μπορούσες να κερδίσεις χρήματα ή επιρροή κι αφαιρεί κάθε πραγματικό σκοπό. Η διασύνδεση του Instagram περιορίζει εγγενώς τη συζήτηση με άλλους χρήστες σε μη ουσιώδη τμήματα σχολίων, τα οποία οι άνθρωποι μπορούν τώρα να επιλέξουν να κρύψουν εντελώς και γενικά δε λειτουργεί ως χώρος διάδοσης πληροφοριών ή ειδήσεων ή πολιτικού ακτιβισμού με τον τρόπο που το κανουν το Facebook και το Twitter. Είναι προφανώς μια πλατφόρμα για την πώληση προϊόντων, αλλά παρόλο που επιτρέπει να ανθίσουν οι πιο δειλές προσεγγίσεις του καπιταλιστικού φεμινισμού, δεν κάνει καν το εμπόριο πολύ καλά – για να αγοράσεις κάτι που βλέπεις στο Instagram πρέπει να φύγεις από το Instagram. Στον πυρήνα του, είναι πραγματικά απλά κάτι για να χαζεύεις, ένας πραγματικά ατελείωτος κατάλογος για να ξεφυλλίσεις ενώ περιμένεις κάτι να σου συμβεί.
Όπως δείχνουν το Sympathy και το Ingrid Goes West, κάνει επίσης εύκολη την παρακολούθηση. Και στις δύο περιπτώσεις, το να συναντάμε το είδωλό μας από το Instagram δεν είναι τόσο αναζήτηση όσο τυπικότητα, ένα ζήτημα χρήσης της εφαρμογής, και στις δύο περιπτώσεις η κατανομή της αφήγησης αντικατοπτρίζει το εξής: Η σύγκρουση στηρίζεται στην παράνοια των πρωταγωνιστών ότι δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν τις φιλίες που έχουν δημιουργήσει, πιστεύουν ότι κάπου θα υπάρχει κάποια παγίδα.
Ευτυχώς, και οι δύο έχουν προσκολληθεί σε γυναίκες για τις οποίες η γοητεία της κολακείας είναι αρκετή για να δικαιολογήσει -ή να αποκρύψει- την όλο και πιο παράξενη συμπεριφορά, τουλάχιστον για λίγο. Από τη στιγμή που η Alice συναντά την Mizuko, η τελευταία συμφωνεί με χαρά με τις προτάσεις της πρώτης να παρατείνουν το χρόνο που περνάνε μαζί. και στην πρώτη τους νύχτα έξω, καταλήγουν στο διαμέρισμα της Mizuko και μένουν εκεί για ατέλειωτες μέρες, προσποιούμενες μια ζεστή φιλία, τρώγοντας απ’ έξω και πέφτοντας για ύπνο στο ίδιο κρεβάτι. Κατά τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης διανυκτέρευση, η Mizuko και ο Rupert χωρίζουν, και η Alice είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί την ευάλωτη Mizuko, καθιστώντας τον εαυτό της ως απαραίτητη υποστήριξη στη ζωή και τον χώρο της Mizuko. Αν και η Mizuko είναι ξεκάθαρα εθισμένη στο κινητό της, επιτρέπει στην Alice να το κατάσχει προκειμένου να την εμποδίσει να στείλει μήνυμα στον Rupert. (Η Alice το κάνει στην πραγματικότητα επειδή φοβάται ότι η Mizuko θα τη βαρεθεί αν έχει πρόσβαση στους ατελείωτους περισπασμούς του κινητού – κι επειδή θέλει να το ψάξει.) Η Ingrid και η Taylor γίνονται το ίδιο γρήγορα φίλες, αν και μια σειρά από δυσάρεστες στιγμές καθιστούν σαφές ότι η Ingrid δεν ταιριάζει στον ηλιόλουστο τρόπο ζωής της Taylor. Όλα αυτά γίνονται πιθανά από την αυτο-απορρόφηση της Mizuko και της Taylor. Σε ένα σημείο, η Alice ψεκάζει τον εαυτό της με το άρωμα της Mizuko. Η Mizuko της λέει ότι μυρίζει ωραία. Όταν η Alice ρωτά «Σαν τι;», η Mizuko απαντά «Σαν κι εμένα». Μετά από μια νύχτα ποτού και ναρκωτικών στο Joshua Tree, η Ingrid λέει στην Taylor: «Είσαι μακράν ο πιο καλός και πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ», αν και γνωρίζονταν μόνο για μερικές μέρες και η Taylor είναι εξαιρετική μόνο στο πόσο βαρετή είναι. Η Taylor απαντά ότι η Ingrid είναι «πολύ καλή φίλη».
Επιφανειακά, και τα δύο έργα λειτουργούν ως μια αποτελεσματική στρέβλωση του εγωκεντρικού αντικειμένου θαυμασμού – η διαφανώς μάταιη Instagram influencer που λέει ότι είναι «φωτογράφος», αλλά στην πραγματικότητα βγάζει τα λεφτά της γιατί «μερικές φορές οι μάρκες μe πληρώνουν για να δημοσιεύω προϊόντα τους online» (Taylor). Για αυτές τις γυναίκες, ο όρος φιλία -ή ο όρος «κοινότητα» κοινωνικής δικτύωσης -είναι μόνο πολύτιμος δεδομένου ότι επιτρέπει τη συνεχή εξύμνηση του ατόμου. (Αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρο από τον αριθμό των αυτοπροσωπογραφιών που δημοσιεύουν.) Αλλά το Sympathy και το Ingrid Goes West συνετά επιδεικνύουν πώς το Instagram βασίζεται σε έναν ανατροφοδοτούμενο βρόγχο αυτοαπορρόφησης που είναι πιο περίπλοκος από την απλή συμβίωση μεταξύ του influencer και της πλατφόρμας. Εκτός από την ανωνυμία, υπάρχουν λίγοι τρόποι για να δημοσιεύσεις οτιδήποτε σε οποιαδήποτε πλατφόρμα κοινωνικών μέσων χωρίς αυτοπροβολή – στην δημοσίευση, ο χρήστης υπονοεί ότι πιστεύει ότι άλλοι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν ή να ενδιαφέρονται για αυτό που έχει να πει. Το ίδιο παράδοξο ισχύει και για την εμμονή, η οποία, παρά το ότι επικεντρώνεται σε ένα κουλ, ενδιαφέρον άλλο πρόσωπο, είναι μια πράξη βαθιάς αυτό-απορρόφησης. Η Alice αναπτύσσει ψύχωση με τη Mizuko επειδή πιστεύει ότι η Mizuko είναι σαν κι εκείνη και σε εκείν βλέπει ένα μοντέλο για το πώς μπορεί να γίνει κάποια που δεν είναι «μία χαμένη χωρίς φίλους που δεν έχει καμία δουλειά στη Νέα Υόρκη, πόσο μάλλον να κάθεται με τη Mizuko σε ένα μπαρ». Η Ingrid θέλει επίσης να οικοδομήσει έναν εαυτό από κομμάτια κάποιου άλλου, κι αφού αποκτήσει κάποια κρίσιμα κουτσομπολιά από μια από τις πολλές λογικές αρσενικές φωνές στην ταινία, θυμίζει στην Taylor ότι όταν η τελευταία έφτασε στο Los Angeles ήταν «κουραστική και βασική και δεν είχες φίλους … ήσουν σαν εμένα». Όπως γνωρίζουν και οι δύο αυτές γυναίκες, η απόκτηση ενός σημαντικού φίλου είναι το πρώτο βήμα για να γίνεις ο ίδιος σημαντικός.
Η πτώση τους – που ξέρουμε ότι έρχεται ήδη από την αρχή – είναι ότι δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στις εκθαμβωτικές νέες τους γνωριμίες πέρα από την αφοσίωση και τη μίμηση. Δεν καταλαβαίνουν ότι, στο Instagram, μπορείς να είσαι τελείως βαρετός κι άσκοπος εφόσον το «κατέχεις» ή να απεικονίσεις τη βαρετή ματαιότητά σου ως κάπως εγγενώς κλεισμένος στον εαυτό του. Μιλώντας για το τι έφαγες για πρωινό ή πόσο σου αρέσουν τα ψώνια σε συγκεκριμένα καταστήματα και ότι τρως σε συγκεκριμένα εστιατόρια, ίσως καταλήξεις να χαρακτηριστείς ως loser στον πραγματικό κόσμο. Aλλά στο Instagram, ως «φωτογράφος», μπορείς να διαμορφώσεις αυτές τις ιδιότητες ως ξεχωριστές και μοναδικές. (Στην φαινομενική τους αντικειμενικότητα, οι φωτογραφίες, γράφει η Sontag, είναι «προσπάθειες να έρθουμε σε επαφή ή να διεκδικήσουμε μια άλλη πραγματικότητα», «βοηθούν τους ανθρώπους να πάρουν την κυριότητα χώρων στους οποίους αισθάνονται ανασφαλείς»). Στην πορεία, κάνεις άλλους ανθρώπους να νιώσουν ξεχωριστοί και μοναδικοί που τα μοιράζονται, κάτι το οποίο αναπόφευκτα θα κάνουν.
Αντανακλώμενες σε ανθρώπους χωρίς συνείδηση της κατάστασής τους ή ακόμα του ίδιου τους του εαυτού, η απατηλή ανιαρότητα της Mizuko και της Taylor απλά μοιάζει με ανασφάλεια και οι γυναίκες σύντομα προχωρούν παρακάτω, αφήνοντας την Alice και την Ingrid να βυθίζονται στην τρέλα. Καταστρέφουν τη ζωή τους, βλάπτουν τους αγαπημένους τους, καταστρέφουν κάθε ελπίδα να έχουν περαιτέρω σχέσεις με την Mizuko και την Taylor και σχεδόν αυτοκτονούν. Παρόλο που και οι δύο είναι σε θέση να ξεκινήσουν ξανά στο Instagram, καμία δεν είναι σε θέση να αφήσει την επιθυμία της για προσοχή κι έγκριση κι, αποφασιστικά, να εγκαταλείψει την εφαρμογή.
Δεν βιώνουν βέβαια όλοι όσοι χρησιμοποιούν το Instagram νευρικό κλονισμό και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα γίνουν «διάσημοι στο Instagram», ένας όρος που αποσκοπεί να χαρακτηρίσει ένα διασκεδαστικά σύγχρονο είδος διασημοτήτων. Αλλά αυτές οι ιστορίες απεικονίζουν σχεδόν ρεαλιστικά τους τρόπους με τους οποίους το Instagram άλλαξε το πώς πολλοί άνθρωποι κινούνται μέσα στον κόσμο. Σαν τον φίλο που σας λέει ότι έχει σταματήσει να διαβάζει τα νέα ή να βλέπει ειδήσεις ως μέρος της διαδικασίας «αυτό-φροντίδας», έτσι και η εφαρμογή έχει φιλτράρει τις «στιγμές του κόσμου» μέσα από μια αυτοφυή ουτοπική φαντασίωση που προάγει την ουδετερότητα, την καλοσύνη και τον εγωισμό χωρίς απολογίες ή μετάνοιες. Έχει κερδίσει την εξουσία της, πείθοντας τους χρήστες της για την αναγκαιότητά της με τρόπους που είναι ταυτόχρονα κοινότυποι – είναι τώρα αποδεκτό να αναζητήσουμε ορισμένες εμπειρίες ή χώρους επειδή είναι «ινσταγκραμικοί» – κι ανησυχητικοί.
Διαβάζοντας το Sympathy και βλέποντας το Ingrid Goes West, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να ψάξω τους φανταστικούς χαρακτήρες στο Instagram. Ήθελα να δω εγώ η ίδια αν η Mizuko και η Taylor μου έμοιαζαν άξιες αυτής της εμμονής (υποψιάστηκα ότι δε θα το έκαναν) και ήθελα να δω αν η Alice και η Ingrid είχαν εμφανίσει ενδεικτικά σημάδια επικείμενης νευρικής κατάρρευσης (υποψιάζομαι ότι είχαν). Ήθελα να το κάνω αυτό γιατί ήθελα να τις κρίνω, να τοποθετήσω τον εαυτό μου σε σχέση με αυτές και, ιδανικά, να βγω από πάνω. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να χορτάσω αυτή την τρομακτική επιθυμία, αισθάνθηκα παγιδευμένη, έτσι έβγαλα το τηλέφωνό μου κι έμαθα ότι μια γυναίκα που δεν γνώρισα ποτέ είχε αποκτήσει ακόμη πιο περίεργα έπιπλα στο σπίτι της, ότι μια γυναίκα που είχα συναντήσει τρεις φορές ήταν διακοπές στη Μασαχουσέτη, ότι ένας φίλος ήταν παγιδευμένος στην τουαλέτα ενός μπαρ, και ότι μια άλλη γυναίκα με την οποία δουλεύαμε μαζί -αλλά σπάνια μιλούσαμε- πιθανότατα περνούσε ένα δύσκολο χωρισμό. Θαύμασα τις χυμώδεις διακοσμήσεις ενός ακριβού καταστήματος ρούχων στην Κοπεγχάγη και χάζεψα τις φωτογραφίες από έναν γάμο στη Νέα Υόρκη. Ήταν βαρετό κι άσκοπο κι ένιωθα βαρετή και άσκοπη να τα κοιτάζω. Κανένα άλλο κοινωνικό δίκτυο δεν έχει κάνει περισσότερα για να ομαλοποιήσει την αντικοινωνική συμπεριφορά και κανένα άλλο κοινωνικό δίκτυο δεν αντιπροσωπεύει καλύτερα την τρέχουσα στιγμή μιας εποχής στην οποία η φαινομενικότητα των προβλημάτων μας δεν φαίνεται να επηρεάζει την ικανότητά μας να τα λύσουμε.
Πηγή: Broadly