O εξηνταεπτάχρονος Εγκούτσι επισκέπτεται ένα σπίτι το οποίο βρίσκεται στην άκρη μιας απότομης ακτής. Του το είχε συστήσει ένας φίλος, σχεδόν συνομήλικός του. Οι πελάτες κοιμούνται με νεαρά κορίτσια τα οποία είναι ναρκωμένα “…έναν ύπνο σαν θάνατο…”, και το πρωί φεύγουν μετά από ένα πρωινό τσάι. Θα τον υποδεχθεί μια γυναίκα η οποία φαίνεται να διευθύνει το σπίτι και θα του σερβίρει τσάι. Οι κανόνες είναι απλοί. Το κορίτσι είναι πάντα ήδη ναρκωμένο και από την μεριά των πελατών στο συρτάρι βρίσκονται δύο υπνωτικά χάπια. Είναι μάταιο να προσπαθούν να ξυπνήσουν το κορίτσι και το πρωί πάντα αναχωρούν όταν ακόμα το κορίτσι κοιμάται. Οι πελάτες είναι γέροι σαν τον Εγκούτσι και ερωτικά συνήθως ανίκανοι. Θα νικήσει την επιφυλακτικότητά του και θα μπεί στο δωμάτιο τελικά, το οποίο είναι ένα απλό τεράγωνο δωμάτιο με κουρτίνες να πλαισιώνουν όλους τους τοίχους, θα ξαπλώσει διστακτικά δίπλα στην κοπέλλα και θα αρχίσει να την παρατηρεί.
«Καθώς τραβούσε το χέρι που είχε κάτω από το λαιμό της, ήταν τόσο προσεκτικός, σαν να φοβόταν μη σπάσει ένα εύθραστο αντικείμενο. Όμως η παρόρμηση να την ξυπνήσει βίαια δεν του είχε φύγει ακόμα. Καθώς τράβηξε το χέρι του, το κεφάλι της γύρισε απαλά και μαζί μ’ αυτό και ο ώμος της, έτσι ώστε βρέθηκε ανάσκελα. Αυτός τραβήχτηκε και αναρωτήθηκε αν θα άνοιγε τα μάτια της. Η μύτη της και τα χείλη της έλαμπαν γεμάτα νιότη στο φως που έπεφτε από το ταβάνι. Έφερε το αριστερό της χέρι στο στόμα της. Φαινόταν έτοιμη να βάλει το μεσαίο της δάχτυλο ανάμεσα στα δόντια της και ο Εγκούτσι αναρωτήθηκε αν αυτή ήταν κάποια συνήθειά της όταν αυτή κοιμόταν, αυτή όμως το έφερε απαλά μέχρι τα χείλη της και όχι πιο μέσα. Τα χείλη της τραβήχτηκαν ελαφρά και φάνηκαν τα δόντια της. Όλη αυτή την ώρα ανέπνεε με τη μύτη, τώρα όμως ανέπνεε και με το στόμα. Του φάνηκε πως η αναπνοή της έγινε λίγο πιο γρήγορη. Αναρωτήθηκε αν πονούσε κάπου και τελικά αποφάσισε ότι δεν πονούσε. Επειδή τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, ένα ελαφρό χαμόγελο σχηματίζοταν στα μάγουλα της. Ο ήχος των κυμάτων που έσπαγαν στον ψηλό βράχο του φάνηκε κοντινότερος. Ο ήχος του νερού που έτρεχε κάθε φορά που έσπαγε το κύμα έδειχνε ότι υπήρχαν μεγάλες πέτρες στη βάση του βράχου. Το νερό αιχμαλωτιζόταν πίσω τους, φαινόταν να ακολουθεί το κύμα που έσκαγε. Το άρωμα της αναπνοής της κοπέλας ήταν δυνατότερο όταν έβγαινε από το στόμα παρά από τη μύτη. Δεν ήταν όμως μυρωδιά από γάλα. Ήταν ίσως μια μυρωδιά που τον έκανε να νιώσει την ύπαρξη της γυναίκας στην κοπέλα…»
Ο γέρο Εγκούτσι στη συνέχεια θα κατακληστεί από αναμνήσεις από γυναίκες στη ζωή του. Τον πρώτο του έρωτα, μετέπειτα ερωμένες, τις κόρες του που τώρα έχουν μεγαλώσει και είναι μακριά μέχρι να κουραστεί και να πάρει τα χάπια για να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί θα φύγει με διφορούμενα αισθήματα αλλά θα συνεχίσει να επισκέπτεται το σπίτι όλο και πιο συχνά. Κάθε φορά η κοπέλα είναι διαφορετική. Όταν θα ρωτήσει το γιατί δεν θα λάβει ποτέ μια ξεκάθαρη απάντηση.
Σε κάθε επίσκεψή του θα παρασύρεται όλο και πιο πολύ από τις επιθυμίες του, τις ονειροπολήσεις του, το παρελθόν και τις γυναίκες που αναδύονται μέσα απο αυτό. Μια μικρή χειρονομία, ένα έντονο άρωμα είναι αρκετά για να ξυπνήσουν μέσα του πράγματα που νόμιζε ότι είχε ξεχάσει. Θα συνειδητοποιήσει ότι γοητεύεται από την κοπέλα που πλέον έχει ένα ρόλο παιχνιδιού στα χέρια του: «…η κοπέλα ήταν ένα παιχνίδι, το εξιλαστήριο θύμα μιας θυσίας». Θα αναρωτηθεί για την νεότητα και τα γηρατειά, για τον χρόνο και τον ερωτικό πόθο.
«…Ήταν ένα σπίτι όπου πήγαιναν γέροι άντρες που δεν μπορούσαν πια να χρησιμοποιήσουν τις γυναίκες σαν γυναίκες. Όμως ο Εγκούτσι στην τρίτη του επίσκεψη, ήξερε ότι το να κοιμηθεί με μια τέτοια κοπέλα ήταν μια φευγαλέα παρηγοριά, το κυνήγι της χαμένης χαράς της ζωής. Άραγε υπήρχαν ανάμεσά τους γέροι που επιθυμούσαν κρυφά να κοιμηθούν για πάντα δίπλα σε μια κοπέλα που είχε ναρκωθεί; Του φαινόταν ότι υπήρχε κάποια θλίψη στο κορμί μιας νέας κοπέλας που ξυπνούσε σ’ ένα γέρο την επιθυμία για θάνατο. Ίσως όμως ο Εγκούτσι να ήταν από τους λίγους πελάτες του σπιτιού που είχε τέτοιες ευαισθησίες. Ίσως οι περισσότεροι το μόνο που ήθελαν να γευτούν τη νιότη των κοιμισμένων κοριτσιών, να γλεντήσουν τα κορίτσια που δεν θα ξυπνούσαν με τίποτα…»
Παρουσιάζεται εδώ η ερωτική επιθυμία ερήμην του άλλου, ως η ύψιστη ερωτική επιθυμία. Ένας ερωτισμός που κυριαρχείται μόνο από τις δικές μας επιθυμίες. Ο άλλος παρίσταται μόνο σαν σάρκα. Όπως λέει ο Μισίμα στον πρόλογο: «Ο ερωτισμός για τον Καβαμπάτα, δεν είχε ποτέ ως κατάληξη την ολοκλήρωση, γιατί ο ερωτισμός ως ολοκλήρωση επιβεβαιώνει την ανθρώπινη φύση. Η σαρκική επιθυμία είναι αναπόφευκτα αποσμασματική και εντελώς αντικειμενικά η κάθε κοιμισμένη κοπέλα δε λειτουργεί πάρα μόνο σαν απόσπασμα του πραγματικού της εαυτού, δηλαδή μόνο ως σάρκα, προκαλώντας έτσι τον πόθο στην μεγαλύτερή του ένταση. Παραδόξως ένα όμορφο πτώμα, από το οποίο απουσιάζει και το τελευταίο ίχνος πνεύματος, ξυπνάει τα δυνατότερα αισθήματα για τη ζωή.»
Σιγά σιγά όμως διαφαίνεται μέσα από τα όνειρα και τους φόβους του Εγκούτσι ότι πίσω από αυτή τη στάση κρύβεται η μοναξιά και ο φόβος του θανάτου: «…ήταν άραγε η επιθυμία των γέρων μια επιθυμία που έμοιαζε με το πένθος;» ‘Ενας ερωτισμός με απών τον άλλο, φανερώνει την αδυναμία μας να επικοινωνίσουμε, γίνεται ένα σαρκικό παιχνίδι που έχει τις διαστάσεις ενός μονολόγου, δεν είναι παρά μια παράσταση που δίνουμε για μας.
Σε μια απο τις τελευταίες επισκέψεις του Εγκούτσι θα έχει μια δυσάρεστη έκπληξη. Μια κοπέλα που είναι δίπλα toy (εκείνο το βράδυ ήταν δύο κορίτσια στο κρεβάτι μαζί του) δεν δείχνει σημεία αναπνοής. Ζαλισμένος ακόμα από την αποκάλυψη στη μέση σχεδόν της νύχτας θα αναζητήσει την υπεύθυνο του σπιτιού. Υπάρχουν θέματα που πρέπει να διευθετηθούν όπως η διακριτική απομάκρυνση του σώματος της κοπέλας. Ο Εγκούτσι θέλει να φύγει. Η υπεύθυνη του σπιτιού τον καθησυχάζει και τον προτρέπει να επιστρέψει στο κρεβάτι. Η πατρόνα λέει: «Υπάρχει και η άλλη κοπέλα». Μια δήλωση που σοκάρει τον Εγκούτσι. Σοκάρει η κυνικότητα της πατρόνας αλλά λειτουργεί και καταλυτικά για να αποκαλυφθούν οι ψευδαισθήσεις του Εγκούτσι. Η ασφάλεια και η απομόνωση ενός σπιτιού, όπου οι πελάτες θα μπορούν να δώσουν μια εικόνα στις επιθυμίες τους δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Η επιθυμία προς μια κοπέλα που έχει μετατραπεί σε «ζωντανή κούκλα» δεν είναι μόνο ανέφιχτη και λειψή αλλά στηρίζεται και στο ψέμα και την υποκρισία. Σπρωγμένοι ή κυνηγημένοι από την μοναξιά αφήνονται όλοι να αυταπατηθούν εύκολα.
Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα γεννήθηκε το 1899 στην Οσάκα. Μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια είχε χάσει όλους τους συγγενείς πράγμα που επηρέασε το έργο του βαθιά. Γνωστότερα έργα του είναι η «Χώρα του χιονιού», «Χίλιοι πελαργοί», «Ο ήχος του βουνού, μεταξύ άλλων. Υπήρξε μέντορας και φίλος του Μισίμα και πέθανε δύο χρόνια μετά την αυτοκτονία του Μισίμα το 1970. Πιθανόν και ο δικός του θάνατος να οφείλεται σε αυτοκτονία. Το 1968 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν ο πρώτος Ιάπωνας συγγραφέας με τέτοια διάκριση.