– Θουκυδίδης –

Ιστορία

Εισαγωγή – Μετάγραση – Σημειώσεις: Ν. Μ. Σκουτεροπούλου


Ὁ Θουκυδίδης, ἕνας Ἀθηναῖος, ἱστόρησε τόν πόλεμο τῶν Πελοποννησίων μέ τούς Ἀθηναίους, πῶς πολέμησαν μεταξύ τους, ἀρχίζοντας νά γράφει ἀμέσως μέ τήν ἔκρηξή του, διότι προεῖδε ὅτι αὐτός ὁ πόλεμος θά ἀπέβαινε μεγάλος καί πιό ἀξιομνημόνευτος ἀπό κάθε προηγούμενο, συμπεραίνοντάς το ἀπό τό ὅτι οἱ δύο πλευρές ἔμπαιναν στόν πόλεμο μέ ἀκμαῖες τίς δυνάμεις τους, ἐπίσης ἐπειδή ἔβλεπε ὅτι καί ὁ ὑπόλοιπος Ἑλληνικός κόσμος συντασσόταν μέ τόν ἕνα ἢ τόν ἄλλο ἀπό τούς δύο, ἄλλοι ἀμέσως κι ἄλλοι σκοπεύοντας νά τό κάνουν. Διότι στ’ ἀλήθεια ἡ ἀναστάτωση αὐτή ἦταν ἡ μεγαλύτερη πού ἔγινε στούς Ἕλληνες καί σέ ἕνα μέρος τῶν βαρβάρων, σχεδόν, θά λέγαμε, καί στό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας. Ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ καί τά ἀκόμη παλαιότερα δέν ἦταν δυνατόν νά ἐξακριβωθοῦν, διότι εἶχε μεσολαβήσει πολύς χρόνος, ὡστόσο ἀπό ἐνδείξεις, τίς ὁποῖες ὕστερα ἀπό προσεκτικότατη ἐξέταση θεωρῶ ἀξιόπιστες, ἔχω σχηματίσει τή γνώμη ὅτι δέν ὑπῆρξαν σημαντικά οὔτε ὡς πρός τά πολεμικά γεγονότα οὔτε ἀπό ἄλλη ἄποψη.

Φαίνεται δηλαδή ὅτι σέ αὐτό πού τώρα ὀνομάζεται Ἑλλάδα δέν κατοικοῦσαν ἀπό παλιά μόνιμα ἐγκατεστημένοι πληθυσμοί ἀλλά ὅτι στίς παλαιότερες ἐποχές γίνονταν μετακινήσεις καί οἱ κάτοικοι ἑνός τόπου εὔκολα τόν ἐγκατέλειπαν ὅποτε πιέζονταν ἀπό ἄλλους πολυαριθμότερους πληθυσμούς. Καθώς δέν ὑπῆρχε ἐμπόριο ὅπως τώρα καί ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ τους δέν ἦταν οὔτε ἀπό τήν ξηρά οὔτε ἀπό τή θάλασσα ἀκίνδυνη καί οἱ ἄνθρωποι ἐκμεταλλεύονταν καθένας τήν περιοχή του, ὅσο τούς ἔφθανε γιά νά ζοῦν ἀπό αὐτήν, κι οὔτε ἀπο θέματα ἀγαθῶν εἶχαν οὔτε φύτευαν τή γῆ, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλο πότε θά ἐρχόταν ἴσως κάποιος νά τούς τά ἁρπάξει ὅλα, δεδομένου ἐπίσης ὅτι ἦσαν ἀνοχύρωτοι καί πίστευαν πώς τήν ἀπαραίτητη καθημερινή τροφή τους θά μποροῦσαν νά τήν ἐξασφαλίσουν ὁπουδήποτε, δέν τούς ἦταν δύσκολο νά σηκώνονται καί νά φεύγουν· καί γι’ αὐτό οὔτε πόλεις μεγάλες εἶχαν οὔτε ἄλλη πολεμική ἑτοιμασία πού νά τούς καθιστᾶ ἰσχυρούς. Προπαντός συνέβαιναν τέτοιες συνεχεῖς με τα κινήσεις πληθυσμῶν στίς πιό εὔφορες περιοχές, σέ αὐτήν πού τώρα ὀνομάζουμε Θεσσαλία, στή Βοιωτία, στά περισσότερα μέρη τῆς Πελοποννήσου ἐκτός ἀπό τήν Ἀρκαδία, κι ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα στίς πιό εὔφορες περιοχές. Διότι ἀπό τήν εὐφορία τοῦ ἐδάφους κάποιοι ἀποκτοῦσαν μεγαλύτερη δύναμη κι αὐτό προκαλοῦσε ἔριδες πού τούς ἀποδυνάμωναν καί συγχρόνως εὐνοοῦσε τά ἐπίβουλα σχέδια ἀλλοφύλων. Στήν Ἀττική τουλάχιστον, ἐπειδή λόγῳ τοῦ ἄγονου ἐδάφους της δέν εἶχαν γίνει γιά μεγάλο διάστημα στάσεις, κατοικοῦσαν οἱ ἴδιοι πάντοτε ἄνθρωποι. Καί τήν πιό ἰσχυρή ἔνδειξη ὑπέρ τοῦ ἰσχυρισμοῦ μου ὅτι ἐξαιτίας τῶν μετακινήσεων οἱ ἄλλες περιοχές δέν παρουσίασαν παρόμοια αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ ὅπως ἡ Ἀττική τήν ἀποτελεῖ τοῦτο: Ἀπό ὅσους σέ ὅλη τήν ἄλλη Ἑλλάδα διώκονταν ἐξαιτίας κάποιου πολέμου ἢ μιᾶς ἐμφύλιας διένεξης οἱ πιό ἰσχυροί κατέφευγαν γιά ἀσφάλεια στήν Ἀθήνα· κι ἐκεῖ πολιτογραφοῦνταν Ἀθηναῖοι καθιστώντας ἀπό παλιά κιόλας αὐτή τήν πόλη ἀκόμη πιό πολυάνθρωπη, ἔτσι πού ἀργότερα οἱ Ἀθηναῖοι ἔστειλαν ἀποικίες καί στήν Ἰωνία, ἀφοῦ ἡ Ἀττική δέν ἐπαρκοῦσε.


Τήν ἔλλειψη δυνάμεων στούς παλαιούς καιρούς τήν δείχνει κατά τή γνώμη μου καθαρότατα καί τοῦτο, ὅτι δηλαδή πρίν ἀπό τόν Τρωικό πόλεμο δέν φαίνεται νά εἶχε ἐπιχειρήσει κάτι ἀπό κοινοῦ ἡ Ἑλλάδα. Νομίζω μάλιστα πώς οὔτε καί τό ὄνομα αὐτό εἶχε ἀκόμη τότε δοθεῖ σέ ὅλη τή χώρα ἀλλά ὅτι στό διάστημα πρίν ἀπό τόν Ἕλληνα, τό γιό τοῦ Δευκαλίωνος, ἡ ὀνομασία αὐτή δέν ὑπῆρχε κἂν κι ὅτι τά διαφορετικά φύλα, καί ἰδίως τό Πελασγικό, ἔδιναν τό δικό τους ὄνομα σέ ὅσο τό δυνατόν πιό εὐρεῖα περιοχή. Ἀφ’ ὅτου ὅμως ὁ Ἕλληνας καί οἱ γιοί του ὑπερίσχυσαν στή Φθιώτιδα καί τούς καλοῦσαν στίς ἄλλες πόλεις γιά ἐνίσχυση, ἕνα-ἕνα τά διαφορετικά φύλα ἄρχισαν νά ἀποκαλοῦνται στίς ἐπαφές τους ὁλοένα πιό συχνά ‘Ἕλληνες’, ὡστόσο χρειάστηκε πολύς καιρός ὥσπου νά ἐπικρατήσει γενικά αὐτή ἡ ὀνομασία. Τήν καλύτερη ἀπόδειξη γι’ αὐτό τήν δίνει ὁ Ὅμηρος. Διότι, ἂν καί ἔζησε πολύ ἀργότερα ἀκόμη καί ἀπό τόν Τρωικό πόλεμο, πουθενά δέν ἔχει ὀνομάσει ἔτσι τό σύνολο τῶν Ἑλλήνων οὔτε καί μεμονωμένα κάποιους ἄλλους παρά μόνον ὅσους ἐκστρατεύσανε μέ τόν Ἀχιλλέα ἀπό τή Φθιώτιδα, αὐτούς ἀκριβῶς πού ἦσαν καί οἱ πρῶτοι Ἕλληνες, ἐνῶ ἀναφέρεται στά ἔπη του σέ Δαναούς, σέ Ἀργείους, σέ Ἀχαιούς. Ἔτσι, οὔτε τή λέξη ‘βάρβαροι’ ἔχει χρησιμοποιήσει, ἐπειδή κατά τή γνώμη μου οὔτε οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀκόμα τότε ξεχωρίσει ὡς κάτι ἑνιαῖο πού δηλωνόταν μέ μιά ἀντίθετη ὀνομασία. Αὐτά λοιπόν τά ἐπιμέρους ἑλληνικά φύλα –χωριστά κατά πόλεις, ἐφόσον καταλάβαιναν τό ἕνα τή γλώσσα τοῦ ἄλλου, κι ἀργότερα ὅλα μαζί–, τά ὁποῖα ἀποκλήθηκαν Ἕλληνες, δέν ἔπραξαν πρίν ἀπό τόν Τρωικό πόλεμο τίποτε ἀπό κοινοῦ, ἐπειδή ἦσαν ἀνίσχυρα καί δέν εἶχαν ἐπαφές μεταξύ τους. Ἄλλωστε καί αὐτή τήν ἐκστρατεία τήν ἐπιχείρησαν ὅταν πιά εἶχαν ἐξοικειωθεῖ περισσότερο μέ τή θάλασσα.


Ὁ Μίνως εἶναι ὁ πρῶτος ἀπ’ ὅσους γνωρίζουμε ἀπό τήν παράδοση ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε ναυτικό καί κυριάρχησε στό μεγαλύτερο μέρος τῆς τωρινῆς Ἑλληνικῆς θάλασσας· ἐξουσίασε τά νησιά τῶν Κυκλάδων καί ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πού ἵδρυσε οἰκισμούς στά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐκδιώκοντας τούς Κάρες καί ἐγκαθιστώντας ὡς ἄρχοντες ἐκεῖ τούς γιούς του. Ἐπίσης, καθώς φαίνεται, προσπάθησε, ὅσο ἦταν δυνατόν, νά καθαρίσει τή θάλασσα ἀπό τούς πειρατές ὥστε νά βελτιώσει τά ἔσοδά του.

Διότι τά παλιά χρόνια οἱ Ἕλληνες κι ὅσοι ἀπό τούς βαρβάρους κατοικοῦσαν στά Ἠπειρωτικά παράλια καί ἐκεῖνοι στά νησιά, ὅταν ἄρχισαν νά ἐπικοινωνοῦν συχνότερα μεταξύ τους μέ πλοῖα, στράφηκαν στήν πειρατεία, μέ ἀρχηγούς τούς πιό ἱκανούς πού κίνητρό τους ἦταν τό ἀτομικό ὄφελος καί ἡ ἐξασφάλιση τροφῆς γιά τούς ἀδύναμους. Ἔτσι, μέ ἐπιθέσεις σέ πόλεις πού δέν εἶχαν τείχη καί ἀποτελοῦνταν ἀπό οἰκισμούς, προέβαιναν σέ ἁρπαγές καί πορίζονταν τά πρός τό ζῆν ὡς ἐπί τό πλεῖ στον μέ αὐτό τόν τρόπο χωρίς τούτη ἡ πράξη νά θεωρεῖται τότε ἀκόμη ἐπαίσχυντη, ἀπεναντίας, μάλλον τούς ἔδινε καί κάποια αἴγλη. Αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τό ὅτι ἀκόμη καί σήμερα μερικοί στεριανοί θεωροῦν κατόρθωμα νά κάνουν τέτοιες πράξεις ἐπιδέξια, ἐπίσης γίνεται φανερό ἀπό τούς παλαιούς ποιητές μέ τίς στερεότυπες πάντοτε ἐρωτήσεις στούς καταπλέοντες ἂν εἶναι ληστές, ἀφοῦ οὔτε οἱ ἐρωτώμενοι θεωροῦν ὅτι αὐτό εἶναι μειωτικό ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖνοι πού ζητοῦν νά πληροφορηθοῦν ὅτι λένε κάτι προσβλητικό. Ἀλλά καί στήν ξηρά λήστευαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Καί μέχρι σήμερα σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδας διατηρεῖται ἡ παλαιά κατάσταση, ὅπως στίς περιοχές τῶν Ὀζολῶν Λοκρῶν, τῶν Αἰτωλῶν, τῶν Ἀκαρνάνων καί στίς ὑπόλοιπες Ἠπειρωτικές περιοχές ἐκεῖ. Καί ἡ συνήθεια τῆς ὁπλοφορίας ἔχει μείνει στούς πληθυσμούς αὐτῶν τῶν περιοχῶν ἀπό τήν παλαιά ἐποχή τῆς ληστείας.


Διότι ὅλη ἡ Ἑλλάδα ὁπλοφοροῦσε τότε, ἐπειδή οἱ οἰκισμοί ἦσαν ἄφραχτοι καί οἱ δρόμοι ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο ὄχι ἀσφαλεῖς κι ἔτσι τούς ἦταν συνήθεια νά φέρουν πάντοτε ὅπλα, ὅπως οἱ βάρβαροι. Καί αὐτές οἱ συνήθειες, πού διατηροῦνται ἀκόμα σέ τοῦτες τίς περιοχές τῆς Ἑλλάδας, ἀποτελοῦν ἔνδειξη γιά τίς ὅμοιες συνήθειες πού κάποτε ἐπικρατοῦσαν παντοῦ.

Πρῶτοι οἱ Ἀθηναῖοι ἔπαψαν νά ὁπλοφοροῦν καί υἱοθετώντας ἕναν χαλαρό τρόπο ζωῆς ἔγιναν πιό ἁβροδίαιτοι. Καί δέν πάει πολύς καιρός πού οἱ πιό ἡλικιωμένοι πλούσιοι Ἀθηναῖοι ἔπαψαν νά φοροῦν λινούς χιτῶνες καί νά δένουν ψηλά πρός τά ἐπάνω κότσο τά μαλλιά τους συγκρατώντας τα μέ χρυσές καρφίτσες πού ἔμοιαζαν μέ τζίτζικα, ὅπως συνηθιζόταν παλαιότερα ἐξαιτίας τοῦ τρυφηλοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους. Καί ἔκτοτε αὐτό τό ντύσιμο ἐπικράτησε γιά πολύ καιρό καί στούς γεροντότερους Ἴωνες λόγῳ τῆς συγγένειάς τους μέ τούς Ἀθηναίους. Ἀπό τήν ἄλλη, ροῦχο ἁπλό, σάν αὐτό πού συνηθίζεται σήμερα, χρησιμοποίησαν πρῶτοι οἱ Λακεδαιμόνιοι, καί γενικά οἱ πιό εὐκατάστατοι ἀνάμεσά τους καθιέρωσαν ἕναν τρόπο ζωῆς πάρα πολύ κοντά στόν τρόπο τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτοί πρῶτοι ἔβγαλαν τά ροῦχα καί παρουσιάστηκαν στούς ἀγῶνες γυμνοί καί ἀλείφτηκαν μέ λάδι· ἐνῶ παλαιότερα, ἀκόμη καί στούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, οἱ ἀθλητές ἀγωνίζονταν φορώντας ζῶνες στά ἀπόκρυφα μέρη, καί δέν εἶναι πολλά χρόνια πού αὐτό ἔπαψε νά γίνεται. Κι ἀκόμη καί σήμερα σέ ὁρισμένους βαρβαρικούς τόπους, ἰδίως στήν Ἀσία, προκηρύσσονται ἀγῶνες πυγμαχίας καί πάλης μέ ἔπαθλα, ὅπου οἱ ἀθλητές ἀγωνίζονται φορώντας ζῶνες. Καί μέ πολλά ἄλλα παραδείγματα θά μποροῦσε κανείς νά ἀποδείξει ὅτι οἱ παλαιοί Ἕλληνες ζοῦσαν μέ ὅμοιο τρόπο ὅπως οἱ βάρβαροι σήμερα.

Ἀπό τίς πόλεις, τώρα, ὅσες ἱδρύθηκαν πιό πρόσφατα, ὅταν πιά ἡ ναυσιπλοΐα εἶχε γίνει εὐκολότερη καί ὑπῆρχε κάποια περίσσεια ὑλικῶν πόρων, χτίζονταν ἐπάνω στά παράλια καί ὀχυρώνονταν μέ τείχη, καί οἱ οἰκιστές τους ἀποχώριζαν τούς ἰσθμούς γιά χάρη τοῦ ἐμπορίου καί γιά νά εἶναι προστατευμένοι ἀπό τούς γείτονες. Οἱ παλαιές ὅμως πόλεις, λόγῳ τῆς πειρατείας πού κρατοῦσε πολύ καιρό, χτίστηκαν σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό τή θάλασσα, οἱ νησιωτικές ὅσο καί οἱ Ἠπειρωτικές (διότι οἱ πειρατές λήστευαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἐπίσης ὅσους ἀπό τούς ὑπόλοιπους ζοῦσαν στά παράλια χωρίς νά εἶναι θαλασσινοί), καί εἶναι ὣς σήμερα ἀκόμη χτισμένες στά μεσόγεια.

Κι ἀκόμα περισσότερο ἐπιδίδονταν στήν πειρατεία οἱ νησιῶτες, πού ἦσαν Κάρες καί Φοίνικες· διότι αὐτοί κατοίκησαν τά περισσότερα νησιά. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι πώς ὅταν στή διάρκεια τούτου τοῦ πολέμου οἱ Ἀθηναῖοι ἔκαναν τόν καθαρμό τῆς Δήλου καί σήκωσαν ἀπό ἐκεῖ τά φέρετρα τῶν νεκρῶν, ὅσων εἶχαν πεθάνει στό νησί, διαπιστώθηκε ὅτι περισσότεροι ἀπό τούς μισούς ἦσαν Κάρες, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίστηκαν ἀπό τό εἶδος τοῦ ὁπλισμοῦ πού ἦταν θαμμένος μαζί τους καί ἀπό τόν τρόπο τῆς ταφῆς πού εἶναι ἀκόμη καί τώρα ὁ ἴδιος. Ὅταν ὁ Μίνως συγκρότησε ναυτική δύναμη, ἡ ἐπικοινωνία στή θάλασσα ἔγινε ἀσφαλέστερη (διότι ἀπομάκρυνε ἀπό τά νησιά τούς κακοποιούς καί ἵδρυε στά περισσότερα ἀπό αὐτά οἰκισμούς), καί οἱ κάτοικοι τῶν παραλίων ἀποκτώντας τώρα περισσότερη γῆ ἔμεναν σταθερότερα στόν τόπο τους, μερικοί μάλιστα, καθώς γίνονταν διαρκῶς πλουσιότεροι, ἔχτιζαν τείχη γύρω-γύρω στούς οἰκισμούς τους. Διότι ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ κέρδους καί οἱ πιό ἀδύναμοι ἀνέχονταν τήν ἐξάρτηση ἀπό τούς ἰσχυρότερους καί οἱ ἰσχυρότεροι, αὐτοί πού διέθεταν πλοῦτο, καθιστοῦσαν ὑποτελεῖς τους τίς μικρότερες πόλεις. Αὐτή ἡ κατάσταση εἶχε ἑδραιωθεῖ ἤδη ὅταν ἀργότερα ἐκστρατεύσανεστήν Τροία.


Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης

Μια νέα έκδοση, με το αρχαίο κείμενο, και σε μετάφραση, με εισαγωγή και σχόλια του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, του έργου που θεμελίωσε την ιστορική και την πολιτική επιστήμη.

Η περιγραφή του Πελοποννησιακού πολέμου από τον Θουκυδίδη αποτελεί το σημαντικότερο ιστορικό έργο της Αρχαιότητας. Στην περιγραφή αυτή ο ιστορικός, ενώ παραμένει αυστηρά στο πλαίσιο των πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, έχει συγχρόνως σαφή συναίσθηση ότι τα γεγονότα αυτά αποτελούν παραδείγματα ανθρώπινης πράξης και πάθους. Έτσι η ώσμωση πραγματιστικής νηφαλιότητας και συγκρατημένης εσωτερικής έντασης –έντασης που τη διαπερνάει κάτι από την πνοή της μεγάλης ποίησης– δίνει στο έργο μια αέναη γοητεία.

Η νέα ελληνική μετάφραση έχει στηριχτεί στα σημαντικότερα δημοσιεύματα της διεθνούς και της ελληνικής βιβλιογραφίας, και την χαρακτηρίζει η πιστότητα της νοηματικής απόδοσης και η σαφήνεια και λιτότητα της γλωσσικής έκφρασης. Οι πολλές και ουσιαστικές υποσελίδιες σημειώσεις έχουν αντληθεί από τα πιο έγκυρα ερμηνευτικά υπομνήματα, ορισμένα από τα οποία, όπως αυτό των A.W. Gomme, A. Andrewes, K.J. Dover, είναι μεταγενέστερα από τις έως τώρα συνολικές ελληνικές μεταφράσεις του Θουκυδίδη.

Ο Ν.Μ. Σκουτερόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια Αθηνών, Γκαίτινγκεν και Τύμπινγκεν. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ κυκλοφορεί επίσης σε μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλου η Πολιτεία του Πλάτωνα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΟΛΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 1232 ΤΙΜΗ: € 37,00