– Στέφαν Τσβάιχ –
Η μέθη της μεταμόρφωσης
Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τα ταχυδρομεία στα χωριά της Αυστρίας δε διαφέρουν παρά ελάχιστα το ένα από το άλλο: αρκεί να δεις ένα για να πεις ότι τα έχεις δει όλα. Έχοντας να επιδείξουν την ίδια φτωχική επίπλωση από την εποχή του Φραγκίσκου Ιωσήφ, ακολουθώντας το ίδιο πρότυπο και παρουσιάζοντας την ίδια ομοιομορφία, αποπνέουν όλα τους την ίδια μίζερη ατμόσφαιρα των δημόσιων υπηρεσιών, ενώ ακόμη και κάτω από την ανάσα των παγετώνων, στα πιο απομακρυσμένα ορεινά χωριά του Τιρόλου, διαφυλάσσουν πεισματικά εκείνη τη χαρακτηριστική και βαριά υπηρεσιακή μυρωδιά του αυστριακού κράτους – ένα πνιγηρό χαρμάνι από μπαγιάτικο, φθηνό ταμπάκο και σκονισμένα ντοσιέ. Η διαρρύθμιση των χώρων είναι παντού η ίδια. Υπακούοντας σε αυστηρά προκαθορισμένες αναλογίες, ένα ξύλινο τοιχίο με γυάλινες θυρίδες χωρίζει την αίθουσα σε δύο κόσμους, στο εντεύθεν και στο εκείθεν, στη δημόσια και στην υπηρεσιακή σφαίρα. Η παντελής έλλειψη καθισμάτων, όπως και κάθε άλλης άνεσης, φανερώνει την πρόθεση του κράτους να κάνει όσο το δυνατόν συντομότερη την παραμονή των πολιτών του στη δημόσια αίθουσα. Συνήθως, το μοναδικό έπιπλο στον χώρο, όπου έχει πρόσβαση το κοινό, είναι ένα ξεχαρβαλωμένο επικλινές ράφι βιδωμένο στον τοίχο, με το σκασμένο μουσαμαδένιο του κάλυμμα μαυρισμένο από αναρίθμητους λεκέδες μελάνης, αν και το μόνο που περιέχει το επιτραπέζιο μελανοδοχείο δεν είναι παρά μια πηχτή και ξεραμένη μάζα ακατάλληλη να χρησιμεύσει ως γραφική ύλη· και αν καμιά φορά η πένα τυχαίνει να βρίσκεται πράγματι στη θέση της, στερεωμένη στη σκαφτή βάση της, η μύτη της αποδεικνύεται συνήθως φθαρμένη και ακατάλληλη για γράψιμο. Φαίνεται ότι, για το φειδωλό δημόσιο, οι ανέσεις έχουν τόσο μικρή σημασία όσο και η καλαισθησία· από τότε που το δημοκρατικό καθεστώς ξεκρέμασε το πορτρέτο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, όλη κι όλη η εσωτερική διακόσμηση περιορίζεται σε μερικές κιτρινισμένες αφίσες στους λεκιασμένους τοίχους, οι οποίες διαφημίζουν εκθέσεις που έχουν προ πολλού κλείσει τις πόρτες τους στο κοινό ή προτρέπουν τον κόσμο να αγοράσει λαχεία, ενώ σε ορισμένες ξεχασμένες υπηρεσίες απευθύνουν ακόμη έκκληση στο κοινό να προμηθευτεί πολεμικά ομόλογα. Με αυτήν τη φθηνή επένδυση στους τοίχους και, ενδεχομένως, με μια απαγορευτική πινακίδα για το κάπνισμα, την οποία κανείς δε φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά, το κράτος εξαντλεί τη γενναιοδωρία του απέναντι στο κοινό. Αντίθετα, ο υπηρεσιακός χώρος, που εκτείνεται πίσω από το διαχωριστικό τοιχίο, φαίνεται πως απαιτεί περισσότερο σεβασμό. Παρά τη στενότητα της αίθουσας, το κράτος επιδεικνύει εδώ τα αδιαφιλονίκητα σύμβολα του κύρους και της γαλαντομίας του. Προφυλαγμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα, το ατσάλινο χρηματοκιβώτιο στη γωνία αφήνει να εννοηθεί ότι από καιρού εις καιρόν κρύβει μέσα του σπουδαία χρηματικά ποσά, όπως άλλωστε υποδηλώνουν και τα καγκελόφραχτα παράθυρα. Το κεντρικό στολίδι της υπηρεσίας, ο ορειχάλκινος τηλέγραφος, αστράφτει καλογυαλισμένος πάνω στο τροχήλατο τραπέζι, ενώ δίπλα του, πάνω στη μαύρη νικέλινη βάση του, αναπαύεται με σεμνότητα το τηλέφωνο. Μόνο αυτές οι δύο συσκευές περιβάλλονται με τον στοιχειώδη σεβασμό, μιας και με τα χάλκινα σύρματά τους συνδέουν το μικρό και απομακρυσμένο χωριό με κάθε γωνιά της απέραντης αυτοκρατορίας. Τα άλλα χρειώδη της ταχυδρομικής επικοινωνίας στριμώχνονται το ένα πλάι στο άλλο, η πλάστιγγα για τα δέματα και οι ταχυδρομικοί σάκοι, τα βιβλία, τα ντοσιέ, τα τετράδια, το μητρώο και οι κερματοθήκες για τα ταχυδρομικά τέλη, οι ζυγαριές και τα σταθμά, τα μαύρα, γαλάζια, κόκκινα και λουλακί μολύβια, οι συνδετήρες και οι σφραγίδες, τα κουβάρια από σπάγκο, το βουλοκέρι, ο δακτυλοβρεχτήρας και το στυπόχαρτο, το βαζάκι με το αραβικό κόμμι, το μαχαίρι, το ψαλίδι και ο χαρτοκόπτης, τα πιο ετερόκλητα σύνεργα της ταχυδρομικής υπηρεσίας κείτονται σκορπισμένα άνω κάτω στη στενή επιφάνεια του γραφείου, ενώ στα πολυάριθμα συρτάρια και στα κιβώτια στοιβάζονται σε αφάνταστη αφθονία χαρτιά και έντυπα. Ωστόσο, όσο κι αν όλα αυτά τα σκόρπια αντικείμενα δημιουργούν την εντύπωση μιας τάσης για γενναιοδωρία, στην πραγματικότητα τα φαινόμενα απατούν, μιας και το δημόσιο καταριθμεί με μυστικότητα το καθένα από τα σύνεργα του φθηνού εξοπλισμού του. Από το απολειφάδι του μολυβιού μέχρι το σκισμένο γραμματόσημο, από το ξεφτισμένο στυπόχαρτο μέχρι το απομεινάρι του σαπουνιού στην μπακιρένια λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών, από τον ηλεκτρικό λαμπτήρα που φωτίζει την υπηρεσιακή αίθουσα μέχρι το σιδερένιο κλειδί που σφαλίζει την πόρτα, το κράτος απαιτεί με αδιαλλαξία από τους υπαλλήλους του να λογοδοτήσουν για κάθε αντικείμενο της δημόσιας περιουσίας είτε βρίσκεται εν χρήσει είτε αποσύρεται λόγω φυσικής φθοράς. Στον τοίχο, δίπλα στη μαντεμένια σόμπα, κρέμεται δακτυλογραφημένη, με το κύρος που της προσδίδουν η υπηρεσιακή σφραγίδα και η δυσανάγνωστη υπογραφή, μια λεπτομερής κατάσταση απογραφής, όπου απαριθμούνται με αυστηρή ακρίβεια ακόμη και τα πιο ασήμαντα και ευτελή αντικείμενα του ταχυδρομικού καταστήματος. Στους χώρους της υπηρεσίας δεν έχει θέση κανένα αντικείμενο εφόσον δε βρίσκεται καταχωρισμένο σε αυτό τον κατάλογο, όπως και αντιστρόφως, οτιδήποτε έχει καταλογογραφηθεί οφείλει να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο και πάντοτε σε πρώτη ζήτηση. Έτσι ορίζουν η υπηρεσία, η τάξη και ο νόμος. Κατά βάθος, από τον δακτυλογραφημένο κατάλογο των αντικειμένων δε θα έπρεπε να απουσιάζει και το όνομα εκείνου που καθημερινά, στις οκτώ το πρωί, σηκώνει το γυάλινο γκισέ και δίνει ζωή στα άψυχα σύνεργα, ανοίγει τους ταχυδρομικούς σάκους, σφραγίζει τα γράμματα, καταβάλλει στους πελάτες τα ταχυδρομικά εμβάσματα, συμπληρώνει τις αποδείξεις παραλαβής, ζυγίζει τα δέματα, καταχωρίζει τα πάντα στα βιβλία σε ακατάληπτα ιερογλυφικά χρησιμοποιώντας τα γαλάζια, κόκκινα και λουλακί μολύβια, σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου και τυλίγει την ταινία στον τηλέγραφο. Ωστόσο, ίσως για λόγους διακριτικότητας, το όνομα του υπαλλήλου, γνωστού εν γένει στο κοινό ως ταχυδρομικού, δε βρίσκεται αναρτημένο στον παραπάνω κατάλογο. Τα στοιχεία του συμπεριλαμβάνονται σε κάποια άλλη κατάσταση της υπηρεσίας, στο συρτάρι κάποιου άλλου τμήματος της ταχυδρομικής διεύθυνσης, όπου φυλάσσονται, ενημερώνονται και ελέγχονται με την ίδια σχολαστικότητα. Εντός του υπηρεσιακού χώρου, την ιερότητα του οποίου μαρτυρά το εθνόσημο με τον αετό, ουδέποτε σημειώνονται ορατές αλλαγές. Το διαχωριστικό τοιχίο φράζει τον δρόμο στον αιώνιο νόμο της ακμής και της παρακμής. Ενώ έξω, γύρω από το κτίριο, τα δένδρα ανθίζουν και ξαναρίχνουν τα φύλλα τους, τα παιδιά μεγαλώνουν και οι γέροι πεθαίνουν, τα σπίτια καταρρέουν και στη θέση τους ανεγείρονται άλλα, με διαφορετική όψη, η υπηρεσία επιδεικνύει με αυτοσυνειδησία την υπερκόσμια εξουσία της παραμένοντας ανεπηρέαστη από τον χρόνο. Διότι οτιδήποτε φθείρεται ή καταστρέφεται, οτιδήποτε μεταμορφώνεται ή αποσυντίθεται εντός αυτής της σφαίρας αντικαθίσταται από κάποιο άλλο πανομοιότυπο αντικείμενο, αρμόδια για την έγκριση και την προμήθεια του οποίου είναι η προϊσταμένη αρχή, δίνοντας έτσι στον ευμετάβλητο έξω κόσμο ένα τρανό παράδειγμα της υπεροχής του κράτους. Η ύλη έρχεται και παρέρχεται, αλλά η μορφή διατηρείται σταθερή. Στον τοίχο κρέμεται ένα ημερολόγιο. Κάθε μέρα αφαιρείται και από ένα φύλλο, επτά φύλλα την εβδομάδα, τριάντα φορές τον μήνα. Στις 31 Δεκεμβρίου, όταν το ημερολόγιο έχει πλέον φτάσει στο τέλος του, η προϊσταμένη αρχή αποστέλλει, κατόπιν σχετικής αίτησης, ένα καινούριο, ίδιου σχήματος, ίδιων διαστάσεων, ίδιας τυπογραφίας· η χρονιά έχει αλλάξει μα το ημερολόγιο παραμένει το ίδιο. Στο τραπέζι κείτεται ένα λογιστικό βιβλίο με στήλες. Όταν η αριστερή σελίδα γεμίσει με προσθέσεις, το άθροισμα μεταφέρεται στη δεξιά σελίδα, φύλλο το φύλλο και ούτω καθεξής. Όταν γεμίσουν όλα τα φύλλα και το βιβλίο φτάσει στο τέλος του, τη θέση του έρχεται να πάρει ένα καινούριο βιβλίο, ίδιας τυπογραφίας και ίδιου σχήματος, ίδιο και απαράλλαχτο με το προηγούμενο. οτιδήποτε εξαφανίζεται κάνει και πάλι την εμφάνισή του την επόμενη κιόλας ημέρα, αμετάβλητο όπως η ρουτίνα του γραφείου. Επάνω στην ίδια ξύλινη επιφάνεια κείτονται απλωμένα τα ίδια αντικείμενα, χαρτιά και μολύβια, συνδετήρες και έντυπα, πάντοτε διαφορετικά μα και πάντοτε ίδια. Σε τούτο τον υπηρεσιακό χώρο τίποτε δε χάνεται, τίποτε δεν προστίθεται· η ίδια ζωή, ή μάλλον ο ίδιος ατελεύτητος θάνατος, συνεχίζεται χωρίς το παραμικρό ίχνος άνθησης και μαρασμού. Διαφορετικός είναι μόνο ο ρυθμός της φθοράς και της ανανέωσης των κάθε λογής αντικειμένων, όχι όμως η μοίρα τους. Ένα μολύβι κρατά μία βδομάδα, προτού αχρηστευθεί και αντικατασταθεί από ένα ολόιδιο, καινούριο μολύβι. Ένα λογιστικό βιβλίο κρατά έναν μήνα, ένας λαμπτήρας τρεις μήνες, ένα ημερολόγιο ένα έτος. μια ψάθινη πολυθρόνα υπολογίζεται ότι έχει τρία χρόνια ζωής, προτού αντικατασταθεί από μια άλλη. Όσο για τον υπάλληλο, περνά όλη του τη ζωή καθισμένος σε αυτή την καρέκλα, τριάντα ή τριάντα πέντε χρόνια υπηρεσίας, προτού τη θέση του στην ίδια πολυθρόνα πάρει κάποιος άλλος – κάποιος που δε διαφέρει διόλου από τον προκάτοχό του.
Το έτος 1926, στο ταχυδρομείο του Κλάιν-Ράιφλινγκ, ενός ασήμαντου χωριού σε μικρή απόσταση από το Κρεμς, σχεδόν δύο ώρες με τον σιδηρόδρομο από τη Βιέννη, τον ρόλο του ανταλλάξιμου αυτού εξαρτήματος που αποκαλείται «δημόσιος υπάλληλος» έχει αναλάβει μια εκπρόσωπος του γυναικείου φύλου, η οποία, δεδομένου ότι το κατάστημα ανήκει σε μια περιφέρεια με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, έχει προσληφθεί από την υπηρεσία με τον βαθμό της δόκιμης υπαλλήλου. Πίσω από το τζάμι του γκισέ δε διακρίνει κανείς παρά την όψη ενός συμπαθητικού και μάλλον συνηθισμένου κοριτσιού, με ελαφρώς λεπτά χείλη, ωχρά μάγουλα και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Τα βράδια, όταν αναγκάζεται να ανάψει την ηλεκτρική λάμπα, μια προσεκτική ματιά αρκεί για να αποκαλύψει μερικές ανεπαίσθητες ρυτίδες στο μέτωπο και στους κροτάφους της. Παρ’ όλα αυτά, μαζί με τις αλθαίες στο περβάζι του παραθύρου και τον θάμνο της κουφοξυλιάς που έχει τοποθετήσει από το πρωί στην μπακιρένια λεκάνη, η νεαρή υπάλληλος όχι μόνο ξεχωρίζει με τη δροσερή παρουσία της ανάμεσα σε όλα τα υπηρεσιακά αντικείμενα που έχει να επιδείξει το ταχυδρομείο του Κλάιν-Ράιφλινγκ αλλά δείχνει και ικανή να παραμείνει στη διάθεση της υπηρεσίας τουλάχιστον για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Το γυναικείο χέρι με τα πελιδνά δάχτυλα θα σηκώσει και θα κατεβάσει χιλιάδες φορές το ίδιο ξεχαρβαλωμένο τζάμι του γκισέ. Επαναλαμβάνοντας πάντοτε την ίδια κίνηση του χεριού, θα απλώσει εκατοντάδες χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια γράμματα μπροστά της πάνω στο γραφείο και, με τον ίδιο σύντομο θόρυβο, θα πατήσει εκατοντάδες χιλιάδες ή ακόμη και εκατομμύρια φορές τη μαυρισμένη ορειχάλκινη σφραγίδα πάνω στα γραμματόσημα. Με την εξάσκηση, ο καρπός της θα μάθει να λειτουργεί ολοένα και πιο καλά, ολοένα και πιο μηχανικά, μα και πιο αποκομμένα από τις συνειδητές σωματικές λειτουργίες. Τα εκατοντάδες χιλιάδες γράμματα θα αλλάζουν διαρκώς περιεχόμενο αλλά δε θα πάψουν να είναι γράμματα. Τα γραμματόσημα θα αλλάζουν και αυτά, αλλά θα είναι πάντοτε γραμματόσημα. Και οι μέρες θα αλλάζουν, αλλά κάθε μέρα θα διαρκεί από τις οκτώ έως τις δώδεκα και από τις δύο έως τις έξι· και όσο θα περνούν τα χρόνια, όσο η ίδια θα γερνά και θα μαραίνεται, η δουλειά στην υπηρεσία θα παραμένει πάντοτε ίδια.
Καθισμένη πίσω από το τζάμι του γκισέ, μες στη σιωπή του καλοκαιρινού πρωινού, η ξανθιά υπάλληλος του ταχυδρομείου ίσως σκέφτεται και η ίδια το μέλλον της ή ίσως έχει βυθιστεί σε κάποια γλυκιά ονειροπόληση. Όπως και να ’χει, τα χέρια της έχουν γλιστρήσει από το γραφείο στην ποδιά της, όπου ξεκουράζονται σταυρωμένα – λεπτά, κουρασμένα και ωχρά. Αυτή την ηλιόλουστη και ζεστή μέρα του Ιουλίου το ταχυδρομείο του Κλάιν-Ράιφλινγκ δεν έχει παρά ελάχιστη κίνηση. Οι πρωινές εργασίες έχουν ολοκληρωθεί, ο καμπούρης διανομέας Χιντερφέλλνερ έχει μοιράσει προ πολλού τα γράμματα, μασώντας ακατάπαυστα ταμπάκο, ενώ τα δέματα και τα εμπορικά δείγματα από το γειτονικό εργοστάσιο δεν αναμένονται πριν από το απόγευμα· κι όσο για τους αγρότες, φαίνεται πως σήμερα δεν έχουν ούτε όρεξη ούτε χρόνο να καθίσουν να γράψουν. Φορώντας πλατύγυρα ψάθινα καπέλα, οι χωρικοί σκαλίζουν το χώμα έξω στα αμπέλια, τα παιδιά χαίρονται τις σχολικές διακοπές τσαλαβουτώντας ξυπόλυτα στο ρυάκι, ενώ το άδειο καλντερίμι μπροστά από την είσοδο του ταχυδρομικού καταστήματος λιάζεται στο μπρούντζινο λιοπύρι. Πόσο θα ήθελε να βρίσκεται τώρα στο σπίτι και να ονειρεύεται γλυκά. Κάτω από την τεχνητή σκιά που ρίχνουν οι κατεβασμένες περσίδες, τα χαρτιά και τα έντυπα μοιάζουν να κοιμούνται στα ράφια και στα συρτάρια, νωθρά και αδύναμα αστράφτουν οι μεταλλικές συσκευές στις χρυσές ανταύγειες του ήλιου. Η σιωπή τυλίγει τα πάντα σαν παχιά χρυσή σκόνη, και μόνο ανάμεσα στα μισόκλειστα παράθυρα ακούγονται οι σκνίπες να κουρδίζουν τα βιολιά τους και μια αγριομέλισσα να γλιστρά το δοξάρι πάνω στις χορδές του βιολοντσέλου της, λες κι έχουν στήσει ένα λιλιπούτειο καλοκαιρινό κονσέρτο. Κατά τα άλλα, μόνο οι δείκτες του ξύλινου ρολογιού, που κρέμεται στον τοίχο ανάμεσα στα παράθυρα, δεν έχουν πάψει στιγμή να κινούνται, ταράζοντας τη σιωπή της αίθουσας. Κάθε δευτερόλεπτο που περνά η νεαρή υπάλληλος κατεβάζει με μικρές γουλιές τον χρόνο, σταγόνα σταγόνα· μα τούτος ο αδύναμος, μονότονος ήχος μάλλον τη ναρκώνει παρά την ξυπνά. Κι έτσι, αφήνεται να βυθιστεί στη μεθυστική ρέμβη μιας ευχάριστης παράλυσης, καταμεσής του μικρού κοιμισμένου κόσμου της. Η αλήθεια είναι ότι σκόπευε να ασχοληθεί με το εργόχειρό της, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν το βελονάκι και το ψαλίδι, μα το κέντημα έχει γλιστρήσει καταγής, χωρίς η ίδια να έχει τη θέληση ή τη δύναμη να το σηκώσει από το δάπεδο. Χωρίς σχεδόν να ανασαίνει, γέρνει αναπαυτικά στην πολυθρόνα και με τα μάτια κλειστά αφήνεται να την πλημμυρίσει το υπέροχο και σπάνιο συναίσθημα που απορρέει από το δικαίωμά της στην απραξία.
Ξάφνου, όμως: τακ! Το κορίτσι πετάγεται πάνω αλαφιασμένο. Ο ήχος επιστρέφει και πάλι, αυτήν τη φορά πιο σκληρός, πιο μεταλλικός, πιο επίμονος: τακ, τακ, τακ. Το άγριο σφυροκόπημα του τηλέγραφου συνοδεύεται από το επίμονο ροχαλητό του ρολογιού: ένα τηλεγράφημα –σπάνιος επισκέπτης στο Κλάιν-Ράιφλινγκ– ζητά να γίνει δεκτό με τον πρέποντα σεβασμό. Μεμιάς η υπάλληλος του ταχυδρομείου συνέρχεται από τη μεθυστική νάρκη της, τρέχει στο τροχήλατο τραπέζι και γυρίζει τον διακόπτη θέτοντας σε λειτουργία τη χαρτοταινία. Μα προτού καλά καλά προλάβει να αποκωδικοποιήσει τις πρώτες λέξεις, νιώθει το αίμα να χτυπά δυνατά στα μηνίγγια της. Διότι για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε υπηρεσία αντικρίζει το ίδιο της το όνομα σε ένα τηλεγραφικό χαρτί. Διαβάζει μία, δύο, τρεις φορές το τηλεγράφημα χωρίς να καταλαβαίνει το νόημα. Πώς; Τι πράγμα; Ποιος θα μπορούσε να της τηλεγραφεί από την Ποντρεζίνα; «Κριστίνε Χοφλένερ, Κλάιν-Ράιφλινγκ, Αυστρία, περιμένουμε με χαρά να σε καλοδεχτούμε οποιαδήποτε μέρα και ώρα, απλώς τηλεγράφησε προηγουμένως ημερομηνία και ώρα άφιξης. με εγκάρδιους χαιρετισμούς, Κλαιρ και Άντονυ». Αναρωτιέται ποιος να είναι αυτός ο Άντονυ που περιμένει να την καλοδεχτεί; Μήπως κάποιος από τους συναδέλφους της βάλθηκε να της κάνει μια ανόητη φάρσα; Μα ύστερα της έρχεται στον νου ότι, αρκετές εβδομάδες νωρίτερα, η μητέρα της της είχε πει πως η θεία της σκόπευε να επισκεφτεί φέτος το καλοκαίρι την Ευρώπη· και, πράγματι, το όνομά της θείας είναι Κλάρα. Όσο για τον Άντονυ, μάλλον είναι το όνομα του άνδρα της, αν και η μητέρα συνηθίζει να τον αποκαλεί Άντον. μα ναι, τώρα που το ξανασκέφτεται θυμάται ότι μερικές ημέρες νωρίτερα είχε δώσει η ίδια στη μητέρα της ένα γράμμα από το Χερβούργο και της είχε φανεί μυστήρια η συμπεριφορά της, μιας και δεν είχε πει λέξη για το περιεχόμενό του. Από την άλλη, όμως, το τηλεγράφημα απευθύνεται στην ίδια. Και αν έχει καταλάβει καλά, η θεία της την προσκαλεί να την επισκεφτεί στην Ποντρεζίνα. Ποτέ, όμως, δεν είχε γίνει λόγος για κάτι τέτοιο. Το βλέμμα της πέφτει ξανά και ξανά στη χαρτοταινία, στο πρώτο προσωπικό τηλεγράφημα που έλαβε ποτέ· σαστισμένη διαβάζει και ξαναδιαβάζει το αλλόκοτο μήνυμα – απορημένη, δύσπιστη και ταραγμένη. Όχι, αδύνατον να περιμένει μέχρι να μεσημεριάσει· καλύτερα να τρέξει ευθύς αμέσως στη μητέρα της και να τη ρωτήσει τι σημαίνουν όλα αυτά. Με μια αποφασιστική κίνηση αρπάζει το κλειδί, κλειδώνει το γραφείο και τρέχει σπίτι της. Μες στην ταραχή της ξεχνά να αποσυνδέσει τον μοχλό της τηλεγραφικής συσκευής. Κι έτσι, εξοργισμένη για την πε- ριφρόνηση, η ορειχάλκινη γραφίδα συνεχίζει ακάθεκτη να σφυροκοπά χωρίς λόγια τη λευκή χαρτοταινία μέσα στην άδεια αίθουσα.
Για το έργο:
Καλοκαίρι του 1926. Η Κριστίνε Χοφλένερ εργάζεται στο ταχυδρομείο ενός αυστριακού χωριού. Η χώρα έχει αρχίσει να ανακάμπτει από τον πόλεµο και από την πολιτική κρίση που οδήγησε στην κατάλυση της μοναρχίας και στην ίδρυση του δημοκρατικού κράτους. Ωστόσο, η νεαρή Κριστίνε βλέπει την άχαρη ζωή της να κυλά μέσα στις στερήσεις, ώσπου ένα αναπάντεχο τηλεγράφηµα έρχεται να ταράξει τη μονοτονία της καθημερινότητας. Μια πλούσια θεία της την προσκαλεί για δύο βδοµάδες στο ελβετικό θέρετρο του Εγκαντίν. Η Κριστίνε φτάνει στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο, αφήνοντας τον εαυτό της να παρασυρθεί στη δίνη ενός ανέµελου κόσµου και να ζήσει για λίγες µέρες µες στην πολυτέλεια, παριστάνοντας την πλούσια Κριστιάνε φον Μπόολεν. Για πρώτη φορά στη ζωή της νιώθει νέα και ελκυστική. Ωστόσο, γρήγορα θα έρθει στο φως η ταπεινή της καταγωγή, αναγκάζοντάς τη να συνέλθει απότοµα από τη σαγηνευτική µέθη της µεταµόρφωσης. Από τη µια στιγµή στην άλλη, γκρεµίζεται και πάλι στην καθηµερινότητα, χωρίς όµως να αντέχει να ζει άλλο φυλακισµένη στη φτώχεια και στην αθλιότητα. Τότε γνωρίζεται µε τον Φέρντιναντ, έναν άνδρα «ποτισµένο µε το πνεύµα της εξέγερσης», ο οποίος, έχοντας πίσω του την επώδυνη εµπειρία του πολέµου και της αιχµαλωσίας, έχει στερηθεί κάθε δικαίωµα στην αξιοπρέπεια. Στο πρόσωπό του η Κριστίνε νιώθει να βρίσκει µια αδελφή ψυχή. Μες στην απελπισία τους, οι δύο νέοι αποφασίζουν να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Μα την τελευταία στιγµή ο Φέρντιναντ επινοεί ένα ανατρεπτικό σχέδιο ενάντια στον «αρχικλέφτη που ακούει στο όνοµα κράτος», στο οποίο η Κριστίνε συναινεί µε πάθος και αποφασιστικότητα.
Για τον συγγραφέα:
Ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) γεννήθηκε στη Βιέννη από εύπορους Αυστροεβραίους γονείς. Από τους πιο πολυµεταφρασµένους συγγραφείς των δεκαετιών του 1920 και του 1930, είναι άρρηκτα συνδεδεµένος µε το ουµανιστικό, εκλεπτυσµένο και ανεκτικό πνεύµα που διέκρινε τη βιεννέζικη κοινωνία πριν από το ξέσπασµα του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου. Με την άνοδο του ναζισµού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να εγκατασταθεί διαδοχικά στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και, τέλος, στη Βραζιλία, όπου, µαζί µε τη σύζυγό του, έβαλε τέλος στη ζωή του, κατασυντετριµµένος από τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Πολυσχιδής και πολυγραφότατος, άφησε πίσω του ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, βιογραφίες µεγάλων προσωπικοτήτων, όπως Μαρία Αντουανέτα, Μαρία Στιούαρτ και Μαγγελάνος, ενώ η επιρροή από τον Φρόυντ και το σπάνιο χάρισµα του ψυχογράφου αποτυπώνονται ως επί το πλείστον στο πεζογραφικό έργο του, µεταξύ άλλων στις νουβέλες Αµόκ, Σύγχυση αισθηµάτων, Σκακιστική νουβέλα και Φυγή στην αθανασία. Το µυθιστόρηµά του Στη µέθη της μεταμόρφωσης παρέμεινε ημιτελές και δεν εκδόθηκε παρά µόνο το 1982, µε όσες προσθήκες και διορθώσεις κρίθηκαν αναγκαίες από τον επιμελητή της έκδοσης.
ΣΕΙΡΑ: ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ – ΚΛΑΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΕΛΙΔΕΣ: 416 ΤΙΜΗ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 17,90€ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: ΜΑΪΟΣ 2013
Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.