Παραλίες, μακροβούτια, διακοπές, καρπούζι, λιγότερα ρούχα, περισσότερη ξεγνοιασιά. Ναι, αυτά είναι μερικά από τα ευχάριστα πράγματα που μας συμβαίνουν το καλοκαίρι και μας αρέσουν τόσο που όλους τους προηγούμενους μήνες ανυπομονούμε να έρθει. Και θα έρθει σύντομα και θα φέρει εκτός από ζουμερές ντομάτες και μαυρισμένα κορμιά κι άλλα πράγματα, πράγματα που σιχαινόμαστε. Ναι, αυτή είναι μια λίστα γκρίνιας με πράγματα που σιχαινόμαστε στο καλοκαίρι.
Γυρνάς σπίτι πτώμα από τη δουλειά, τρως βιαστικά, βάζεις επεισόδιο The Americans να χαζέψεις, σε τρία λεπτά σε έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Ξυπνάς και βλέπεις τους τίτλους τέλους του επεισοδίου, σκουπίζεις σαλάκι, σηκώνεσαι και πας να κοιμηθείς στο απαλό σου κρεβάτι. Σβήνεις το φως, το μάγουλο σου ακουμπά στο αφράτο μαξιλάρι, κλείνεις τα μάτια και zzzzzzzzzz. Όχι, δεν είναι το ροχαλητό σου αυτό, είναι το κουνούπι που ήρθε να πετάξει πάνω από το αυτί σου.
Ναι, τα κουνούπια, όλα τα κουνούπια λατρεύουν να πετούν κοντά στο αυτί σου και να κάνουν αυτό το zzzzzz, που φυσικά δε σε αφήνει να κοιμηθείς. Ανοίγεις το φως, ούτε zzzzzz, ούτε κουνούπι πουθενά. Ξανακλείνεις το φως, ξαναξαπλώνεις έρχεται ξανά και βουίζει δίπλα στο αυτί σου. Και η φάση πάει έτσι μέχρι το ξημέρωμα που καταφέρνεις να το σκοτώσεις και ξαπλώνεις ανακουφισμένος και τότε (άλλο) κουνούπι έρχεται και σε τσιμπάει στο μπούτι. Welcome to hell of inching.
Έχει 35 βαθμούς και μετά έχει 38 και μετά έχει 40 για μέρες πολλές. Νιώθεις ότι εισπνέεις καύτρα τσιγάρου, τα πνευμόνια σου καίγονται σε κάθε ανάσα, ιδρώνεις σε σημεία που δεν θα έπρεπε ποτέ κανένας άνθρωπος να ιδρώνει. Και το υπερβολικό κρύο προφανώς δεν είναι ευχάριστο αλλά κάπως θα μπορέσεις να το καταπολεμήσεις πχ φορώντας τέσσερα πουλόβερ και δύο μπουφάν το ένα πάνω στο άλλο. Με τη ζέστη τι να κάνεις πια; Να βγάλεις το δέρμα σου; Να μπεις στο ψυγείο για τρεις μήνες; Να χώσεις στο στόμα σου μια γρανίτα μέχρι το τέλος Αυγούστου; Να ταξιδέψεις στην Ισλανδία; Τι; Οκ, στο τέλος θα βρεθεί η λύση, το ξέρω. Θα ανάψεις το air condition.
Το αγαπάμε γιατί μας δροσίζει. Γιατί είναι η μοναδική όαση δροσιάς στο σπίτι ή στο γραφείο. Είναι η αγαπημένη μας συσκευή το καλοκαίρι, μερικές φορές μας έρχεται να την χαϊδολογήσουμε, σχεδόν να της κάνουμε ερωτική εξομολόγηση. Τότε τι δουλειά έχει σε αυτήν εδώ τη λίστα; Γιατί όταν περάσουν οι ώρες τότε τα αποτελέσματα του είναι ολέθρια. Τα μάτια ξηραίνονται, ο λαιμός επίσης. Αρχίζεις να αναζητάς ζακέτα γιατί είσαι με το τιραντάκι και ο συνάδελφος θεωρεί ότι οι 16 βαθμοί Κελσίου είναι η σωστή θερμοκρασία για να εργάζεσαι (μεγάλο δράμα τα air condition στους εργασιακούς χώρους). Γενικά, στο τέλος της ημέρας θέλεις να πάρεις ένα σφυρί και να το σπάσεις. Μην το κάνεις. Θα το μετανιώσεις πικρά.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, το καλοκαίρι ιδρώνουμε περισσότερο από τις άλλες εποχές. Τα είπαμε και πιο πάνω στο κεφάλαιο «Καταραμένη ζέστη». Για να δροσιστούμε καλό θα είναι να κάνουμε περισσότερα από ένα μπανάκια τη μέρα. Όχι στη θάλασσα, στη μπανιέρα μας. Επίσης, μετά τα ντουζάκι η χρήση αποσμητικού θεωρείται από τα sos του καλοκαιριού. Διαφορετικά θα ζούμε μεγάλα δράματα στο μετρό, στα λεωφορεία και στα τρόλεϊ. Μάλιστα στα τελευταία επειδή μπαίνει air condition κλείνουν ερμητικά όλα τα παράθυρα και ποιος είδε μασχάλη και δε τη φοβήθηκε. Όταν μάλιστα κάποιος δόλιος που βρίσκεται στα πρόθυρα λιποθυμίας λόγω των αναθυμιάσεων τολμήσει να ανοίξει το παράθυρο έστω πέντε εκατοστά τότε θα ακουστεί σχεδόν αυτομάτως «καλέ, κλείστε το. Δε βλέπετε ότι έχει βάλει air condition;». Ναι, η κόλαση είναι οι άλλοι. Καλά τα έλεγε ο Σαρτρ.
Έχουν όλοι φύγει στα νησιά κι εσύ έχεις ξεμείνει πίσω. Ναι, το ξέρω ότι θα σου πουν «Μα η Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο είναι καλύτερη από ποτέ» αλλά θα στο πουν όλοι αυτοί που εκείνη την ώρα πίνουν μοχίτο στην παραλία. Δεν έχεις έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα, δεν υπάρχει ένα τυροπιτάδικό ανοιχτό να πνίξεις τον πόνο σου σε μια κουρού, την κρίσιμη εβδομάδα τα αγαπημένα σου μπαρ είναι κλειστά, έχετε μείνει εσύ και τα περιστέρια στην πλατεία Συντάγματος. Θα μπορούσες να πρωταγωνιστείς σε ταινία του Μάκη Παπαδημητράτου, παρέα με τον «Τσίου» του να βολτάρετε στην άδεια Αθήνα. Ίσως δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα, τελικά. Γιατί αυτοί στα νησιά καλύτερα περνούν;
Φεύγεις λοιπόν από την Αθήνα με αεροπλάνα, τραίνα και βαπόρια για να βρεθείς σε κάποιο νησί ή παραθαλάσσιο μέρος βρε αδερφέ. Στο καράβι δεν βρίσκεις θέση πουθενά, οι κλασσικές γιαγιάδες έχουν απλώσει πόδια σε καρέκλα γιατί μπορούν, φτάνεις, στο δωμάτιο δεν έχει νερό, στο κάμπινγκ δεν έχει σκιά, στην παραλία δεν έχεις στον ίσκιο μοίρα. Όλη η Αθήνα έχει έρθει εδώ που ήρθες κι εσύ, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους που βλέπεις τον χειμώνα απλώς εδώ τους βλέπεις με το μαγιό. Στα ρηχά η θάλασσα είναι τόσο ζεστή που θυμίζει τσισάκια ή πια είναι μόνο τσισάκια, στα βαθιά έχει κύμα. Βάζεις την πετσέτα στον ώμο, γιατί στην άμμο δεν έχει χώρο για να την απλώσεις, μπαίνεις στο καράβι, γυρνάς σπίτι σου.
Δεν είμαι άνθρωπος των σπορ. Εσείς είστε και καλά κάνετε. Αλλά, εάν θέλετε να πάρετε τη ρακέτα σας και να ιδρωκοπήσετε κάτω από τον ήλιο, να γκαργκανιάσει η πλάτη σας και να εξασφαλίσετε ηλίαση κάντε το, απλώς μακριά από τους υπόλοιπους. Η φάση που σηκώνεσαι από την ψάθα και ψάχνεις ελεύθερο πέρασμα ανάμεσα στους επίδοξους ρολανγκαρίστες για να φτάσεις στη θάλασσα και να κάνεις τη βουτιά σου καταντάει γελοία ειδικά όταν τρέμει η ψυχή σου ότι θα σου έρθει το μπαλάκι στο κεφάλι. Επίσης, αγαπημένοι μου κλαρινογαμπροί καμία γυναίκα δεν γούσταρε επειδή της έσκασε το μπαλάκι στον κώλο αφήνοντας μια ωραιότατη (υπό άλλες συνθήκες) μελανιά. Εάν θέλετε να πιάσετε κουβέντα βρείτε έναν άλλον, πιο ανώδυνο και λιγότερο εκνευριστικό τρόπο. Διαφορετικά πάρτε τα τάκα τούκα σας και σε άλλη παραλία. Κάποιοι πάμε στην παραλία για να ηρεμήσουμε, τα μπαλάκια σας #diplis δεν μας βοηθούν.
Το χειμώνα κάνει κρύο. Όταν κάνει κρύο ο άνθρωπος χρειάζεται θερμίδες. Όταν χρειάζεται θερμίδες, τρώει. Είναι θέμα επιβίωσης. Εκεί γύρω στο Μάρτιο σκεφτόμαστε ότι πλησιάζει το καλοκαίρι, θα βγάλουμε πάλι έξω μπουτάκια και χεράκια, θα βάλουμε μαγιό ή κάνα σορτσάκι. Είναι όμως ακόμη αρκετά μακριά, άιντε να πούμε ότι σιγά σιγά θα τρώμε περισσότερες σαλάτες και λιγότερα πιτόγυρα. Φυσικά, δε το κάνουμε. Τον Απρίλιο μας πιάνει ένα άγχος, τα σκάμε στα γυμναστήρια, πάμε μια φορά, τρέχουμε λυσσαλέα στον διάδρομο, είμαστε σίγουροι ότι μέχρι τον Ιούνιο θα έχουμε γίνει όλοι κορμάρες, η σιγουριά θα μας φάει, δεν ξαναπατάμε το πόδι μας, κλαίμε τα λεφτά της συνδρομής (αλλά και πάλι δεν πάμε). Τον Μάιο το παίρνουμε απόφαση, άντε να χάσουμε κάνα δίκιλο, το θέμα είναι να περάσουμε όμορφα το καλοκαιράκι μας, να φχαριστηθούμε τα θάλασσα και τον ήλιο κι αυτή όντως είναι η ουσία και μακάρι να μέναμε εκεί. Όμως τον Ιούνιο μας πιάνει πανικός γιατί το μαγιό από σορτς έγινε Brazilian και το σορτς δεν κουμπώνει όσο και να ρουφήξουμε κοιλιά. Γυμνισμός, η μόνη λύση.
Όταν έμενα με την αδερφή μου στο Γαλάτσι, τρίτο όροφο παρακαλώ, θυμάμαι ένα ωραίο πρωινό αρχές Ιούνη που είδα μια κατσαρίδα να βολτάρει αμέριμνη στον διάδρομο του σπιτιού μας. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, άφησα στην αδερφή μου σημείωμα «Υπάρχει κατσαρίδα στο σπίτι, θα επιστρέψω όταν πεθάνει» κι έφυγα και πήγα στις ξαδέρφες μου να μείνω. Γύρισα μετά από τρεις μέρες. Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω γιατί σιχαινόμαστε τις κατσαρίδες, το ξέρετε από μόνοι σας τώρα που ανατριχιάζετε απλώς διαβάζοντας τη λέξη κατσαρίδες. Ειλικρινείς αν και μάλλον ηλίθιες απορίες: Γιατί έχει μόνο το καλοκαίρι κατσαρίδες; Το χειμώνα που βρίσκονται; Πέφτουν σε χειμερία νάρκη; Πεθαίνουν όλες; Αν πεθαίνουν όλες πώς το είδος κάνει restart από μόνο του; Τι μας κρύβουν;
Είμαι τέτοιος τύπος. Θέλω να έχει πάντα σκοτεινιασμένο ουρανό, ανταριασμένη θάλασσα, λευκή επιδερμίδα σαν ηρωίδα ρομαντικού μυθιστορήματος κι ας με λένε Μήτσο, να βρέχει 24/7, τα μέσα μου να ταιριάζουν με τα έξω μου, ο κόσμος και η πλάση όλη να εναρμονίζεται με την καταραμένη φύση μου. Το καλοκαίρι είναι η εποχή του χαρούμενου και ποια είμαι εγώ για να ‘μια χαρούμενη; Όσο εσείς θα τσαλαβουτάτε στη Βούλα εγώ θα κάτσω σπίτι να (ξανά)διαβάσω «Τα άνθη του κακού». Μέχρι εκεί. Άντε το πολύ πολύ το μεσημέρι να (ξανα)δω «Ρετιρέ». ΝΕ ΤΙ;