Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Με τον Όλιβερ Τουίστ βυθίστηκα ξαφνικά στην έννοια της δυστυχίας, στον βασικό παραλογισμό της ζωής. Παραδόθηκα χωρίς φίλτρο σε μια εξιστόρηση κατά την οποία ένα δεκάχρονο ανυπεράσπιστο ορφανό κοιμάται ανάμεσα σε φέρετρα και μαστιγώνεται επειδή τόλμησε να ζητήσει ένα πιάτο χυλό. Ταυτίστηκα, δε, τόσο, που σε μια μυστική εσωτερική ζωή υπήρξα, για χρόνια, αυτό το παιδί. Οι ανθρωπότυποι του Ντίκενς αλλά κυρίως η μελό αισθηματολογία του βιβλίου άφησαν μέσα μου μια διέγερση σχεδόν ερωτική με αποτέλεσμα να λατρέψω ό,τι διώκεται και ηττάται στη ζωή. Oι μετέπειτα εμμονές, η αίσθηση του πνιγμού και της απελπισίας απέναντι στην αδικία, ένας απόλυτος μανιχαϊσμός καλού και κακού, έχουν την καταγωγή τους σ’ αυτό το βιβλίο.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Εξαιρώντας τα ποιητικά, ελάχιστα βιβλία ξαναδιαβάζω, συχνά όμως τα αναζητώ για να τα χαϊδέψω και να τα θυμηθώ. Κατά καιρούς λοιπόν χαϊδεύω την υπερρεαλιστική ανθολογία Δεν άνθησαν ματαίως της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, την Aυτοβιογραφία του Τόμας Μπέρχαρντ, το Φαντάσματα, μόνο της Γιούντιθ Χέρμαν, το Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία του Ν.Γ.Πετζίκη, τις συγκεντρωτικές συλλογές του Παπαδίτσα και του Εγγονόπουλου (στην κομψή έκδοση του Ίκαρου), καμιά φορά και Τα ρω του έρωτα, του Ελύτη. Αυτό το τελευταίο, υπήρξε αντικείμενο φετίχ. Στο παρθενικό ταξίδι μας στο Αιγαίο, μια παρέα αγοριών, μαθητές λυκείου, φτάσαμε στη Σέριφο, σε μια εποχή που είχες την εντύπωση πως πατώντας την παραλία, πατούσες στο φεγγάρι. Γνωρίσαμε ένα πολύ όμορφο ποιητικό ζευγάρι εκεί -έμεναν σε μια κοντινή κρυφή παραλία που έφτανες από ένα δύσκολο μονοπάτι. Όταν την προσεγγίσαμε δεν είδαμε κανέναν αλλά προσέξαμε μια σπηλίτσα. Βρίσκονταν εκεί οι δυο τους, αγκαλιά, γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο, ενώ δίπλα τους ήταν ανοιχτό το βιβλίο, το οποίο αναγνώρισα από τα χαρακτηριστικά κολάζ του. Μπορεί η εικόνα να μοιάζει πλέον στερεοτυπική ή φθαρμένη όμως για μένα υπήρξε τότε συγκλονισμός και αποκάλυψη, μια εικόνα παραδείσου.
Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Θυμήθηκα κάτι το οποίο δεν είμαι σίγουρος ότι εντάσσεται σ’ αυτό που ρωτάτε γιατί δεν ήταν ακριβώς ανόητο όσο κωμικό. Σε μια προσπάθεια θεατροποίησης ενός κειμένου, κάποτε έφτιαξα ένα ξύλινο τελάρο, στο οποίο προσάρμοσα εσωτερικά φωτάκια και διακόπτη. Κρατώντας αυτό το πλαίσιο γύρω από το πρόσωπό μου και αναβοσβήνοντας τα φωτάκια, απάγγειλα στεντορείως τον Tρελό λαγό του Σαχτούρη. Ευτυχώς το κοινό ήταν φίλοι.
Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας; Κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε πως ο όρος συγγραφέας έχει τέτοιον (βαρύ) συμβολισμό που κανείς σώφρων άνθρωπος δεν υιοθετεί ο ίδιος για τον εαυτό του, τουλάχιστον αυτόματα, και δη με ένα βιβλίο στο ενεργητικό του. Με αυτό ως δεδομένο να πω ότι επιθύμησα πράγματι να γράψω πιο συστηματικά ώστε να εκφράσω ό,τι έμεινε μέσα μου ανέκφραστο από την (ημιτελή; τραυματική;) σχέση μου με τη μουσική, η οποία υπήρξε και το βασικό απωθημένο. Κατά τα άλλα, θυμάμαι ότι την εποχή που διαβάζαμε Μπουκόφσκι, θέλαμε όλοι να γίνουμε αλκοολικοί. Και είναι γνωστό πως όταν θέλεις κάτι πολύ…
Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Εννοείται πως έχω ζηλέψει δεκάδες βιβλία. Διαλέγω τρία νεοελληνικά, σχεδόν στην τύχη, για να μην χαθούμε στη μετάφραση: τον Φιλόξενο καρδινάλιο του Ε.Χ.Γονατά, το Ο ήλιος δύω της Μαρίας Μήτσορα και τη μεταγραφή του Γ. Χειμωνά στη Μήδεια του Ευριπίδη. Αλλά θα ήμουν πραγματικά περήφανος αν είχα γράψει κι ένα τραγούδι σαν αυτό: τα κύματα της θάλασσας μου το ’πανε / αυτή η νύχτα μένει / για αύριο ποιος ξέρει. / Έλα πουλί μου να πάμε στην Πέραμο / στην Αρζεντίνα να βρεθούμε / φωτιές να δουν τα πέλαγα / πω-πω χαρές τ’ αστέρια.