Όταν η θερμοκρασία της Αθήνας ανεβαίνει, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της αναζητούν εκείνα τα μαγαζιά που -βγάζοντας τα τραπέζια τους έξω από τους κλειστούς, χειμερινούς προορισμούς- προσφέρουν ένα σκιερό καταφύγιο. Γι’ αυτό και τα τέσσερα τελευταία χρόνια ένα μαγαζί εννέα ετών αφήνει για λίγο την πλατεία Καρύτση και μετακομίζει στην οδό Ιωάννου Παπαρρηγοπούλου -απέναντι από την πλατεία Κλαυθμώνος- προκειμένου να περάσει το καλοκαίρι σε μια κρυμμένη όαση στο κέντρο της πόλης.
Ψάχνοντας ένα ειδυλλιακό μέρος για να περάσω τις ελεύθερες ώρες μου αυτές τις ηλιόλουστες μέρες, σκέφτηκα να κατευθυνθώ στον χώρο που αποτελεί έναν κλασικό κι αγαπημένο πλέον προορισμό για όσους ζουν, εργάζονται, πραγματοποιούν τις εξόδους τους στο κέντρο της Αθήνας. Βρήκα λοιπόν τη θέση μου δίπλα από την αίθουσα που το Black Duck φιλοξενεί την μόνιμη εικαστική του έκθεση. O κήπος του δεν αποτελεί απλώς μια επιλογή για καφέ, ποτό και φαγητό αλλά μια διαρκή έκπληξη με τα καλλιτεχνικά δρώμενα, τις stand-up comedy παραστάσεις, τα πάρτι και τις θεματικές βραδιές που συνηθίζει να διοργανώνει.
Ένας από τους λόγους που με οδηγεί στον χώρο των αριθμών 5-7 είναι η ιστορία του, αφού ήταν ο πρώτος δημόσιος κήπος της πρωτεύουσας. Το 1833 χτίστηκε το σπίτι του Σταματίου Δεκόζη Βούρου στον αριθμό 7. Εκεί εγκαταστάθηκε το 1837 ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας και το συγκρότημα κτιρίων είναι γνωστό ως «παλαιό παλάτι». Η βασίλισσα Αμαλία φρόντιζε τον κήπο με τις τέσσερις εισόδους, το σιντριβάνι και τη στέρνα με τα χρυσόψαρα ενώ ο φοίνικας που φύτεψε υπάρχει ακόμη. Σήμερα στεγάζεται εκεί το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών αλλά και ο κήπος του Black Duck.
Το ρολόι δείχνει 19:00, είναι η ώρα που μαζί με το ρόφημά μου προσπαθώ να διαλέξω κι ένα σνακ όπως είναι το open face sandwich με καπνιστό σολομό, γιαούρτι και ραπανάκια σε ψωμί ciabatta ζυμωμένο με ντομάτα και βασιλικό, η focaccia σερβιρισμένη σε φέτες με αρωματικό τυρί gouda και απάκι κοτόπουλο αλλά και οι ομελέτες φούρνου που σερβίρονται μέχρι τις 20:00. Καθώς όμως ο κατάλογος με τις σαλάτες είναι εξίσου δελεαστικός στο τραπέζι μου φτάνει μια χορταστική κυκλαδίτικη σαλάτα με αρωματική vinaigrette, ντοματίνια Σαντορίνης, κάππαρη, κοπανιστή Τήνου και παξιμάδι Κυθήρων αλλά και μια τάρτα με κρέμα λεμονιού
και καβουρδισμένα αμύγδαλα για επιδόρπιο.
Λίγο μετά τις 21:00 από τα ηχεία ακούγεται το soundtrack που με ταξιδεύει στα φουτουριστικά κινηματογραφικά καρέ του “Brazil”. Κάνοντας μια βόλτα στον κήπο παρατηρώ πως το ήδη όμορφο τοπίο του ενισχύουν μερικά πολύχρωμα σκηνικά ζωγραφισμένα στο χέρι που συνδυάζονται αρμονικά με τις προτομές που κοσμούν το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.
Ο ήλιος έχει πέσει, οι μουσικές επιλογές εξακολουθούν να έχουν ρετρό διάθεση όμως γίνονται πιο χορευτικές, ένας bartender παίρνει βασιλικό από τον κήπο αφού προετοιμάζεται για τα κλασικά και house κοκτέιλ που σερβίρει το μπαρ, τα οποία μάλιστα ανανεώνονται κάθε σεζόν. Μαζί με τις τριγύρω και η δική μου παρέα μεγαλώνει καθώς μεταφέρομαι στο ανθισμένο διάζωμα του χώρου. Η ώρα είναι κοντά 23:00 και μέχρι η κουζίνα να κλείσει στις 00:30 προλαβαίνουμε να παραγγείλουμε μία από τις προτάσεις του Γιώργου Κοκλώνη και του Παναγιώτη Τζανετάκου, των σεφ που ετοιμάζουν γεύσεις όπως ένα κριθαράκι με γαρίδες και σαλάμι Λευκάδος κι ένα χοιρινό ψαρονέφρι με πουρέ σελινόριζας, ψητά μήλα και μαρμελάδα περγαμόντο. Μαζί με τα πιάτα μας, κάποιοι προτιμούν μία από τις πολλές μπύρες του καταλόγου ενώ όσοι γνωρίζουν από κρασί αναζητούν το ποτήρι τους σε μια ποικιλία ετικετών.
Αν και βρισκόμαστε λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο κρυμμένος κήπος της πόλης είναι πιο ζωντανός από κάθε άλλη ώρα και στα ποτήρια μας σερβίρονται αλκοολούχες συνταγές όπως το Black Duckiri με παλαιωμένο ρούμι, τζίντζερ, λαιμ και spiced syrup και το Lady Duck με λευκό κρασί, λικέρ αφροξυλιάς, λάιμ και αμύγδαλο. Η μέρα αυτή επιβεβαίωσε πως το Black Duck δεν είναι μόνο ένα πρωινό στέκι αλλά και μια τέλεια επιλογή για βραδινές περιπλανήσεις στην καρδιά του κέντρου.