C A N T O Τ Ω Ν Ε Φ Τ Α Λ Ι Μ Ν Ω Ν
του Έζρα Πάουντ
Γιά τίς ἑφτά λίμνες, κι’ ὄχι ἀπό χέρι ἀνθρώπου τοῦτοι οἱ στίχοι:
Βροχή· ἄδειο ποτάμι· ἕνα ταξίδι,
φωτιά ἀπό μαργωμένο σύννεφο· χοντρή βροχή στό μούχρωμα
κάτω ἀπό τῆς καλύβας τήν σκεπή εἴταν ἕνα φανάρι.
Εἶναι βαρειά τά καλάμια· λυγισμένα·
καί τά μπαμπού μιλοῦν θἄλεγες κλαῖνε.
Φεγγάρι φθινοπωρινό· λόφοι γύρω σέ λίμνες
πάνω στό λιόγερμα1
Τό βράδι μοιάζει μιά κουρτίνα σύννεφα,
θάμπωμα πάνω σέ σπηλιάδες· καί διακρίνεις
ἀψηλούς τούς μυτερούς μίσχους τῆς κανέλας,
ἕνας κρύος σκοπός μές στά καλάμια.
Πίσω ἀπ’ τό λόφο τοῦ καλόγερου ἡ καμπάνα
πού παίρνει ὁ ἄνεμος.
Πανιά πέρασαν δῶθε τόν Ἀπρίλη· μπορεῖ νά ξαναρθοῦνε τόν Ὀχτώβρη
Ἡ βάρκα χάνεται στ’ ἀσήμι· ἀργά·
Ὁ ἥλιος καίει μονάχος στό ποτάμι.
Ἐκεῖ πού τό κρασάτο φλάμπουρο σμίγει τό λιόγερμα
Σπάνιες καμινάδες καπνίζουν στό παράλληλο φῶς
Ezra Pound – Canto XLIX [ ἀπόσπασμα ], ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ