Ο Σαλβαντόρ Αλβαρένγκα και ο Εζεκιήλ Κόρντομπα απέπλευσαν από το Μεξικό με προορισμό το Σαλβαδόρ, το Σεπτέμβριο του 2012, προκειμένου να ψαρέψουν. Η ξαφνική κακοκαιρία, ωστόσο, οδήγησε το επτά μέτρων σκάφος τους στα ανοιχτά, χωρίς δυνατότητα να επιστρέψουν. Τελικά προσάραξαν σε κοραλλιογενή ύφαλο της άτοης Εμπόν.
Ο 22χρονος Κόρντομπα δεν άντεξε τις κακουχίες και κάποια στιγμή πέθανε, ωστόσο, ο Αλβαρένγκα κατάφερε να επιζήσει και να σαλπάρει ξανά. Εντοπίστηκε 14 μήνες μετά στα νησιά Μάρσαλ, φανερά αδυνατισμένος και με μακριά μαλλιά και γένια. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα εκδοχή της ιστορίας του Αλβαρένγκα, ο Κόρντομπα τον έβαλε να υποσχεθεί ότι δεν θα πειράξει το πτώμα του έτσι ώστε να μπορέσει να ταφεί αν έφθαναν ποτέ σε στεριά. Και μπορεί να το κράτησε για έξι ημέρες πάνω στη βάρκα, ωστόσο ισχυρίζεται ότι μετά το πέταξε για να απελευθερωθεί από το βαρύ φορτίο, μην έχοντας άλλη επιλογή. Όμως αυτός ο ισχυρισμός δεν έπεισε την οικογένεια του Κόρντομπα, η οποία ισχυρίζεται ότι ο Μεξικανός δεν πέταξε το πτώμα στην θάλασσα, αλλά το έφαγε για να επιζήσει, κατηγορώντας τον για κανιβαλισμό και ζητώντας έτσι ως αποζημίωση το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Ο δικηγόρος του Αλβαρένγκα υποστηρίζει πως η μήνυση κατατέθηκε σε ένα πολύ ύποπτο χρονικό σημείο, καθώς λίγες ημέρες πριν από την κατάθεση της κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με την περιπέτεια του Μεξικανού, ο οποίος θα έχει μερίδιο κερδών από τις πωλήσεις.
Ο κανιβαλισμός με σκοπό την επιβίωση δεν εμφανίζεται πάντως για πρώτη φορά στην υπόθεση Αλβαρένγκα. Το 1972, έπειτα από ένα αεροπορικό δυστύχημα στις Άνδεις, οι επιζήσαντες επιβάτες έφαγαν τους νεκρούς και άντεξαν 72 μέρες μέχρι τη διάσωση τους. Το 2000, τρεις μετανάστες από τη Δομινικανή Δημοκρατία επέζησαν για τρεις εβδομάδες, όταν χάλασε η μηχανή του σκάφος τους στη θάλασσα, τρώγοντας κάποιους από τους υπόλοιπους 60 που υπέκυψαν από την αφυδάτωση.
Όμως είναι ο «κανιβαλισμός της επιβίωσης» παράνομος; «Όχι στο Ηνωμένο Βασίλειο», εξηγεί η Samantha Pegg, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Nottingham Trent. «Δεν προβλέπεται έγκλημα κανιβαλισμού στη νομοθεσία μας». Επισημαίνει ότι η ιστορία Αλβαρένγκα είναι παρόμοια με μια άλλη διάσημη υπόθεση στα νομικά χρονικά. Το 1884 , ένα πλήρωμα τεσσάρων ανθρώπων που ταξίδευε από την Αγγλία προς την Αυστραλία ναυάγησε, χωρίς να έχει σχεδόν καθόλου αποθέματα τροφής. Όταν ένα 17χρονο αγόρι αρρώστησε, δύο από τους άνδρες, ο Stephens και ο Dudley, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν και να τον φάνε . Πέντε ημέρες αργότερα διασώθηκαν και κατηγορήθηκαν για φόνο. Αν και οι δικηγόροι τους υποστήριξαν ότι η δολοφονία του αγοριού ήταν μια αναγκαιότητα για την επιβίωση των τριών άλλων ανδρών, οι δύο δράστες καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε φυλάκιση έξι μηνών . «Αυτό δημιούργησε ένα δεδικασμένο, στο οποίο προκύπτει ότι δεν είναι αναγκαία πάντα η ύπαρξη περίπτωσης άμυνας για την ελαφρότερη αντιμετώπιση του φόνου», προσθέτει η Samantha Pegg. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρίτος επιζήσας αθωώθηκε, παρότι έφαγε και αυτός από τη σάρκα του θύματος, δεν είχε συμμετάσχει ωστόσο στην ανθρωποκτονία.
Το στοιχείο που οδηγεί στην αθώωση ανθρώπων που έφαγαν ανθρώπινη σάρκα είναι η κατάσταση ανάγκης στην οποία έχουν περιέλθει και η βασική αντίληψη στο δυτικό νομικό κόσμο ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον κοινωνό του δικαίου κάτι παραπάνω από το ανθρωπίνως δυνατό, στο οποίο εντάσσεται το αίσθημα της αυτοσυντήρησης.
Ελλείψει ειδικά προβλεπόμενου εγκλήματος κανιβαλισμού, περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων που τρώνε ή ασελγούν επί των θυμάτων τους κατηγορούνται με τη σειρά διατάξεων που στοιχειοθετούν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Στη Γερμανία, όπου επίσης δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έγκλημα κατά του κανιβαλισμού, κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία, καθώς έφαγε το θύμα του, το οποίο ωστόσο αποδείχθηκε ότι «προσφέρθηκε» για να «δολοφονηθεί» και να «φαγωθεί». Ακόμη, και πάλι στη Γερμανία, ένας αστυνομικός καταδικάσθηκε σε 8,5 χρόνια φυλάκιση μετά από διάπραξη «ανθρωποκτονίας και ασέλγειας επί του πτώματος». Ωστόσο, η ποινή αυτή τη φορά ήταν μειωμένη, καθώς αποδείχθηκε ότι το θύμα είχε δώσει τη συναίνεσή του στη δολοφονία του.