Πριν από περίπου 12 εβδομάδες (σύμφωνα με το Instagram) o @alef79, κατά κόσμον Αλέξης Ευσταθόπουλος – που αν είσαι δεινός instagramer τον ξέρεις από το #deadtoyssociety, το project για παιχνίδια πεταμένα στο δρόμο – ξεκίνησε ένα δεύτερο έργο, που επισκέπτεται το feed μας κάθε Κυριακή. Είναι οι #sunday_visitors, «φαντάσματα» από το παρελθόν τοποθετημένα σε σημερινά σημεία της πόλης. Τα φαντάσματα δεν είναι άλλα από παλιές φωτογραφίες εποχής (η παλαιότερη της οποίας η ημερομηνία είναι γνωστή χρονολογείται από το 1912) και συγκεκριμένα πορτρέτα ανθρώπων. Ανδρόγυνα, οικογένειες, ρεμπέτες και μάγκες, μητέρες με τα παιδιά τους, βγαίνουν μέρα μεσημέρι για μια βόλτα στην Αθήνα του 2015. «Ο Καβάφης έχει γράψει μια εξαιρετική ιστορία, το “Εις το φως της ημέρας”, όπου περιγράφει αυτό ακριβώς. Ένα φάντασμα που κάθεται σε ένα καφενείο μέρα μεσημέρι», λέει ο Αλέξης, εντοπίζοντας μια από τις σπίθες που πυροδότησαν την έμπνευση του.
Γιατί όμως Κυριακή; «Γιατί είναι ιδανική μέρα για φαντάσματα. Οι Κυριακές έχουν μία μελαγχολία που ταιριάζει στις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Κυριακή μεσημέρι πηγαίναμε για φαγητό στο σπίτι της γιαγιάς μου, ένα σπίτι μιας άλλης εποχής, με παχιά χαλιά που απαγορευόταν να πατήσεις, δωμάτια που έμεναν ερμητικά κλειστά και φοντανιέρες γεμάτες λουκούμια, που επιτρεπόταν όμως να φας μόνο ένα. Το σπίτι της γιαγιάς μου τις Κυριακές μύριζε λιβάνι. Φεύγαμε νωρίς το απόγευμα και οι δρόμοι της πόλης ήταν άδειοι, σαν την επόμενη μιας μεγάλης γιορτής, και εσύ ήξερες ότι αύριο έπρεπε να πας σχολείο».
Οι «επισκέπτες» του Αλέξη είναι άραγε παλιοί συγγενείς, είναι οι φωτογραφίες αυτές από το οικογενειακό του αρχείο, ή έπεσαν στα χέρια του τυχαία; «Είναι φωτογραφίες που ανασύρθηκαν τυχαία από τη λήθη. Η σκιά του φωτογράφου που μπαίνει κατά λάθος στο κάδρο. Μακρινοί συγγενείς που δεν συνάντησα ποτέ, άνθρωποι που οι φωτογραφίες τους βρέθηκαν στο δρόμο πεταμένες ή σε πάγκους μικροπωλητών. Άνθρωποι χωρίς παρελθόν που κάνουν μια τελευταία βόλτα στους δρόμους της Αθήνας, πριν πεθάνουν για δεύτερη φορά και είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ευτυχώς, οι παλιές φωτογραφίες έχουν οι ίδιες μνήμη. Σχεδόν σε όλες σημειώνονται χειρόγραφα οι χρονολογίες τους, ενώ κάποιες είχαν χρησιμοποιηθεί ως καρτ-ποστάλ και έτσι μπορούμε να μάθουμε τα ονόματα των εικονιζόμενων ή θραύσματα μια μικρής ιστορίας. Για παράδειγμα εκείνη η φωτογραφία που έστειλαν το 1912 δύο αδέρφια, ο Αναστάσιος και ο Παντελής, από το Danbury του Connecticut, για να ευχηθούν σε κάποιον γνωστό τους καλή χρονιά και κλείνουν το σύντομο σημείωμά τους με την φράση “Σας αδελφοφιλικοασπαζόμεθα” (μία λέξη)». Και τέλος πάντων, με λίγες λέξεις τι είναι το #sunday_visitors; «Δεν είναι ούτε φωτογραφία, ούτε κολάζ, στην πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι κρυφτού».
Σύμφωνα με τον Ευσταθόπουλο, τα ευγενή και ακίνδυνα φαντάσματά του επιστρέφουν στην Αθήνα γιατι είναι μια πόλη που συνεχώς αδειάζει. Μια πόλη σε πλήρη ακινησία, που τρέφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το παρελθόν της και την αξιοπρέπεια των μνημείων της, αλλά έχει πλέον κουραστεί να αναπαράγεται ξανά και ξανά πάνω στα ίδια της τα ερείπια. «Φωτογραφίζω εδώ και καιρό σημεία αυτής της πόλης, μου έλειπε όμως από αυτές τις εικόνες η ανθρώπινη παρουσία. Και πώς μετατρέπεις την απουσία σε παρουσία; Με ακόμα περισσότερες φωτογραφίες».
Η ιδέα για το #sunday_visitors προέκυψε από μία σειρά σκέψεων και αναφορών, μια από αυτές η ιστορία «Εις το φως της ημέρας» του Καβάφη, που μιλάει για ένα φάντασμα που κάθεται σε ένα καφενείο μέρα μεσημέρι. «Στα παραμύθια των αδερφών Γκριμ ή στις ιστορίες της βικτωριανής εποχής τα φαντάσματα συνδέονταν με το σκοτάδι. Εδώ όμως έχει (σχεδόν) πάντα ήλιο. Άλλωστε η λέξη φάντασμα περιέχει το φως».
#Sunday_Visitors: Κάθε Κυριακή ζωντανεύουν στο instagram τα φαντάσματα της Αθήνας
Το κυριότερο χαρακτηριστικό των #sunday_visitors είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στην έγχρωμη και την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η άτυπη «κόντρα» ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ο Αλέξης εξηγεί: «Γενικά δεν μου αρέσει ο συνδυασμός ασπρόμαυρης και έγχρωμης φωτογραφίας. Εδώ όμως είναι το ιδανικό μέσο για να διαχωρίσει τους δύο κόσμους. O Nobuyoshi Araki έχει πει σε μια συνέντευξη ότι “η ίδια η κάμερα καλεί τον θάνατο. Η πραγματικότητα είναι έγχρωμη αλλά στο ξεκίνημά της, η φωτογραφία αφαιρούσε το χρώμα από την πραγματικότητα και την έκανε ασπρόμαυρη. Το χρώμα είναι ζωή, το άσπρο-μαύρο είναι θάνατος“».