SUMMER

Το Καλοκαίρι του Ερωτά μου (The Summer of Sangaile) πραγματεύεται ένα θέμα αδιαμφισβήτητα κοινότοπο για τα δεδομένα του σύγχρονου φεστιβαλικού κινηματογράφου: τον ερχομό της ενηλικίωσης, τη δύσκολη εφηβεία με ολίγον τι από (θηλυκή) ομοφυλοφιλία. Την πεπατημένη φυσικά και μπορούν να την κάνουν πιο ενδιαφέρουσα συγκεκριμένοι παράγοντες, το καλογραμμένο σενάριο, οι ερμηνείες, η σκηνοθεσία. Δεν μπορούμε να είμαστε τόσο μίζεροι ώστε να απαιτούμε ο κάθε δημιουργός να προσπαθεί να πρωτοπορήσει όταν οι ταινίες δεν είναι ένα μέσο μαζικό μόνο στην προσβασιμότητα αλλά πλέον και στην παραγωγή τους. Η σκηνοθέτις Alanté Kavaité ρισκάρει στο ντεμπούτο της να πει τα χιλιοειπωμένα με το δικό της τρόπο. Θα παράγει κάτι αξιοσημείωτο όπως άλλοι που εξ’ αρχής έδειξαν δεινότητα ή θα φανεί άλλος ένας κλώνος;

Η Σανγκάιλ είναι μια δεκαεπτάχονη, προερχόμενη από εύπορο περιβάλλον που λατρεύει να κοιτάζει τα αεροπλάνα επιδείξεων να σκίζουν τους αιθέρες. Η αυστηρή της οικογένεια δεν της αφήνει πολλά περιθώρια και καταφεύγει στον αυτοτραυματισμό. Όλα αλλάζουν όταν σε ένα πανηγύρι γνωρίζει την Άουστε, μια όμορφη, χαμογελαστή κοπέλα που μένει στις εργατικές πολυκατοικίες, ασχολείται με τη φωτογραφία και το σχεδιασμό ρούχων και δουλεύει ως σερβιτόρα. Το πάθος θα ξυπνήσει μέσα της και τα εναύσματα για τον πόλεμο ενάντια σε αυτά που τη βασανίζουν θα δοθούν.

Δε δικαιολογεί μια τόσο άνυδρη και φορμαλιστική ταινία το γεγονός ότι πρόκειται για σκηνοθετικό πρωτόλειο. Πρέπει να της άρεσε πολύ της Kavaité η Ζωή της Αντέλ. Τόσο πολύ που η ταινία της ομοιάζει με μια στυγνή κόπια της, απλά με αναστροφή των χαρακτήρων, περισσότερη εμμονή με τη φόρμα, σαφώς λιγότερη παρατηρητικότητα και μεγαλύτερο πουριτανισμό. Ο έρωτας και οι σεξουαλικές περιπτύξεις των δύο κοριτσιών αποδίδονται με τόσο αποστεγνωμένο τρόπο ώστε να μοιάζουν με πράγματα τα οποία ουδέποτε την απασχόλησαν ή τα βίωσε σε προσωπικό επίπεδο. Παρατραβάει το μοτίβο της πτήσης, τις αιθέριες μικρές στιγμές, ακριβώς επειδή δεν έχει κάτι παραπάνω να πει. Γιατί όταν περνάμε στην πλοκή και τους διαλόγους, τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Μηδενική ανάπτυξη χαρακτήρων που θυμίζει ένα χίπστερ φωτορομάντζο, αστείοι διάλογοι που με την αφέλειά τους μοιάζουν με σχολική παράσταση γραμμένη από μαθητές. Και κατά τα λοιπά, τίποτα που να μην έχει ειπωθεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όχι ότι η Αντέλ ήταν τέρας θεματολογικής πρωτοτυπίας, αλλά η παρατήρησή της και η ζωντάνια της (ακόμα και η ρεαλιστική και για κάποιους χυδαία σεξουαλικότητά της) τη μετέτρεψαν σε ένα πανέμορφο αφηγηματικό μωσαϊκό.

Εντάξει, ο νέος κινηματογράφος ενδιαφέρεται για τη φόρμα περισσότερο από το σενάριο και προσπαθεί να επαναπροσδιορήσει τον εαυτό του. αλλά όπως ένα καλό σπίτι θέλει γερά θεμέλια, έτσι και απλό σενάριο δε σημαίνει παιδαριώδες. Είναι κρίμα να βλέπεις τόσο όμορφη φωτογραφία να είναι κενή περιεχομένου. Σίγουρα υπάρχει μια απελπισία σε όσους ξεκινούν τώρα να δημιουργήσουν και θέλουν να προσφέρουν, στην εποχή που τα πάντα έχουν ειπωθεί αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία παραίτησης. Ο καλλιτέχνης οφείλει να πεισμώνει, να στρώνεται και να μη συμβιβάζεται με το μέτριο. Δε ζητήσαμε το σοκ και την καινοφανή πρωτοτυπία, αλλά το στίγμα, την προσωπικότητα. Αν η σκηνοθέτις δουλέψει παραπάνω και βρει ένα ταιριαστό πλαίσιο στο οποίο θα τοποθετήσει αυτή τη φόρμα που επέλεξε, τότε θα έχει λόγο να συζητηθεί. Γιατί προς το παρόν, δεν έχει βρει τους κώδικές της για να μιλήσουμε περί μιας νέας ξεχωριστης δημιουργού.


DEGRADE_Still

Συνέχεια στο πρόγραμμα με μια από τις πρώτες ταινίες που ανακοινώθηκαν στα πλαίσια του Διεθνούς Διαγωνιστικού και τον μεγάλο σημερινό πόλο έλξης. Το Ντεγκραντέ (Degrade) είναι από μόνο του ένα μεγάλο στοίχημα. Μια ταινία που διαδραματίζεται εξολοκλήρου μέσα σε ένα κομμωτήριο της Παλαιστίνης και δίνει βήμα για να χτιστεί μια μεταφορά πάνω στο ζήτημα που χρόνια τώρα ταλανίζει εκείνη τη γωνιά της Μέσης Ανατολής, χωρίς να αφήνει ίχνος οξυγόνου σε έναν λαό για να αναπνεύσει. Μια σειρά γεγονότων που διαιωνίζονται, αφήνοντας ένα λαό να ρημάζεται εξωγενώς και ενδογενώς, απαιτεί λεπτούς χειρισμούς για να μετουσιωθεί σε μια ολοκληρωμένη ταινία.

Σε αυτό το Ινστιτούτο ομορφιάς, λοιπόν, οι καθημερινές γυναίκες της Παλαιστίνης (καθεμία αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική πτυχή της εκεί ζωής) περιμένουν όχι και τόσο υπομονετικά να εξυπηρετηθούν. Η αναμονή είναι μεγάλη, οπότε αργά ή γρήγορα οι διαφορές τους θα φανούν και οι πρώτες εντάσεις θα ξεσπάσουν. Όταν, δε, η σύγκρουση στους δρόμους αρχίσει, η ατμόσφαιρα θα γίνει αποπνικτική εντός αυτού του μικροσκοπικού χώρου όπου βρίσκονται συσσωρευμένες αντιλήψεις και επιθυμίες αρκετές ώστε να κηρύξουν έναν νέο πόλεμο, αυτή τη φορά εσωτερικό.

Για να προσδιορίσουμε τι είναι το Ντεγκραντέ, εκτός από ένα είδος κουρέματος, πρέπει να βρούμε τι δεν είναι φιλμικά. Γι’ αρχή δεν είναι η καλύτερη ταινία που έχουμε δει, ούτε, όμως, και η καλύτερη που θίγει το παλαιστινιακό ζήτημα. Επίσης δεν είναι μια κομεντί στην οποία θα χορτάσουμε άφθονο γέλιο και σπαρταριστούς διαλόγους. Μπορεί να υπάρχουν δόσεις χιούμορ (και αρκετά βλάσφημου για τα δεδομένα της χώρας που εξετάζει), αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματα ξεκαρδιστικό. Επιπλέον, δεν είναι μια ταινία εύκολη που παρακολουθείται με τον ίδιο τρόπο απ’ όλο το κοινό, τα εντός τοίχων σκηνικά και ο μινιμαλισμός της δεν ενδείκνυνται για κάποιον που θα απαιτήσει κάτι περισσότερο «υψίφωνο» σε θέμα ρυθμού και πλοκής. Απαιτεί υπομονή και προσπάθεια για να νιώσουμε το περιεχόμενο των καταιγιστικών διαλόγων και τις εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων. Ωστόσο δεν είναι μια ταινία που αφήνει αδιάφορο το θεατή ή δεν έχει σαφή προβληματισμό, ανεξαρτήτου βάθους.

Οπότε πλέον μπορούμε να αρχίσουμε να κρατάμε τα προφανέστερα και να βλέπουμε και το δεύτερο επίπεδο αυτού του ενδιαφέροντος φιλμ. Πρόκειται για ένα άρτιο δράμα δωματίου, στο οποίο η θρησκεία συγκρούεται με την πολιτική, τα καθιερωμένα ήθη περί οικογένειας με την προσωπική θέληση του ατόμου, η γυναίκα με όλο το κατεστημένο, το οποίο τη θεωρεί κατώτερη και, σε περίπτωση που δε φορέσει μπούρκα, έκπτωτη, το παρελθόν με το μέλλον στη μορφή μιας γυναίκας που κυοφορεί. Ένα ολόκληρο κράτος που προσπαθεί να κρατηθεί στα πόδια του, παρά το εμπάργκο και τη διαιώνιση του αιματοκυλίσματος. Μέσα από τις φράσεις που ακούγονται από τις –εμηνευτικά ικανές- πρωταγωνίστριες, υπάρχει μια πολυφωνία απόψεων σχετικά με τη μοίρα της Παλαιστίνης, ενώ παρατηρείται και αγανάκτηση, η οποία υπονοεί και διάθεση παραίτησης προκειμένου να σταματήσει αυτός ο παραλογισμός. Ως εξωτερικοί παρατηρητές μπορεί να το προσμετράμε ως αρνητικό αυτό σε θέμα ιδεολογικής βάσης, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτή τη κατάσταση δεν την έχουμε ζήσει στο πετσί μας προκειμένου να οδηγηθούμε σε αυτήν την ισοπεδωτική γραμμή σκέψης. Αλλά είναι παραδεκτό το ότι με πολύ σωστό τρόπο διαφαίνεται ο πεσιμισμός αυτών που βλέπουν έναν τόπο να μαραίνεται και απορούν σχετικά με το μέλλον τους.

Σαν άλλος συνδυασμός του Breakfast Club και του Εξολοθρευτή Αγγέλου (στη χρήση των εσωτερικών χώρων, το μόνο κοινό σημείο των δύο), ο κλειστός χώρος δημιουργεί αυτήν την αποπνικτική οριοθέτηση, την οποία το ίδιο το κράτος ζει και σαν άλλο φυλακισμένο λιοντάρι, μένει δεμένο σε μια αλυσίδα με τα δόντια του τροχισμένα, χωρίς να μπορεί να επιτεθεί σε όσους το μαστίζουν. Από τη μέση και μετά, ο (φιλμικός) αέρας καταλήγει ασφυκτικός και ο τρόμος γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής. Το τέλος αποδεικνύεται σπαρακτικό. Αν θες να καταπνίξεις ένα λαό, οδήγησέ τον στη διάσπαση, σε σημείο που, όταν γίνει η τελική επίθεση και η αρπαγή των λαφύρων, να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τίποτα προκειμένου να καλυφθεί, γιατί εκείνη η τελική αντίσταση, παρότι θα αποδειχθεί ενωτική, δε θα είναι αρκετή ώστε να σταματήσει την επέλαση.


ha-buah-949148l

Παλαιστινακής υπόθεσης μέρος δεύτερο με τη Φούσκα (The Bubble). Μη γνωρίζοντας τις δημιουργίες του Eytan Fox και με περιέργεια να δω πως μπορεί να ξετυλιχτεί μια queer ιστορία ανάμεσα σε έναν Ισραηλινό και έναν Παλαιστίνιο, η επιλογή της Φούσκας για τελευταία ταινία της ημέρας αποτελεί σχεδόν μονόδρομο. Έχοντας στο μυαλό μου το αφιέρωμα που είχε πραγματοποιηθεί προ διετίας για τον Ari Folman, περιμένω κάτι όχι αντίστοιχου βεληνεκούς ή οράματος με το Made In Israel και την Αγία Κλάρα, αλλά τουλάχιστον αρκετά ενδιαφέρον ώστε να δικαιολογήσει το αφιέρωμα που έχει στηθεί γύρω από τον συμπατριώτη του.

Ο Noam υπηρετεί το Ισραήλ και, κατά τη διάρκεια της θητείας του γνωρίζει τον Παλαιστίνιο Ashraf. Η μεταξύ τους έλξη εκρήγνυται όταν βρίσκονται για πρώτη φορά μετά το τέλος της θητείας του Noam, πίσω στο Tel Aviv. Οι δυσκολίες, δεδομένης της πολιτισμικής τους διαφοράς είναι πολλές, αλλά η αγάπη τους αρκετά δυνατή ώστε να τους αφήνει να ελπίζουν για το καλύτερο αύριο. Οι θεοπάλαβοι ακτιβιστές συγκάτοικοι του Noam έχουν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα με την ερωτική τους ζωή και προσπαθούν να γεμίσουν το κενό. Όταν ο γαμπρός του Ashraf, στέλεχος της Χαμάς, ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο.

Αν και το σενάριο της ταινίας προϊδεάζει σχετικά με μια πραγματεία σε σχέση με τη φύση του έρωτα στα χαρακώματα, τα πολιτικά θέματα που αφορούν στο Παλαιστινιακό ζήτημα και τον κοινωνικό παραγκωνισμό, η ταινία δε βουτά στα άδυτα των ζητημάτων αυτών. Σίγουρα τα θίγει, έστω και κάπως πιο απλοϊκά, αλλά ο προβληματισμός της δίνεται σχεδόν ελαφρά τη καρδία στο μεγαλύτερο μέρος. Ακόμα και όταν η ατμόσφαιρα βαραίνει και το (μελο)δράμα κυριαρχεί, ο Fox ταυτίζει την ιδεολογική του στάση με αυτή των ηρώων του: «Δε μιλάμε για πολιτική». Ή μάλλον μιλά, αλλά μετρημένα. Θίγει το θέμα του φαύλου κύκλου που θέλει το αίμα να γεννά περισσότερο αίμα, τις ενέργειες των τρομοκρατών και τη θλίψη των Παλαιστινίων, το ρατσισμό αλλά πιο πολύ ενδιαφέρεται να τα αξιοποιήσει ως φόντο για τον καταραμένο έρωτα που περιγράφει. Ο οποίος έρωτας, στη συνέχεια καταλήγει να αποτελεί ένα βατό σύμβολο των καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα  και ένας νέος φαύλος κύκλος γεννιέται.

Όπως είπαμε, δεν τον ενδιαφέρει το απόλυτο βάθος, η «δύσκολη» μεταφορά, αλλά το κατανοητό. Δείχνει Ισραήλ και Παλαιστίνη να είναι δύο έθνη που θέλουν να σμίξουν, αλλά πάντα τρίτοι τους τα χαλάνε. Αντιπολεμικά ρέιβ πάρτυ στην παραλία με άτομα τα οποία ενδιαφέρονται για το τζέρτζελο και όχι το σκοπό. Και ενδιάμεσα τους εραστές να θυμούνται τον διχασμό που κρατάει από παλιά. Μια make love not war αντιμετώπιση, η οποία δε λύνει κανένα πρόβλημα. Ωστόσο, αυτό προβληματίζει τον κόσμο και συγκινεί, μια σύγχρονη εκδοχή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με αρκετή διασκέδαση μέχρι να φτάσουμε στο δύσθυμο. Και εν τέλει, γι’ αυτό που είναι, λειτουργεί περίφημα. Μην τρελαινόμαστε, δε φτάνει το σουρεαλιστικό σύμπαν του Folman, αλλά ταυτόχρονα και ως κομεντί με συμπαθέστατους χαρακτήρες (ο συγκάτοικος του Noam, Yali, είναι και η πιο διασκεδαστική μορφή της ταινίας) και τρυφερότητα αντί προστυχιάς όταν απεικονίζει τις ψυχολογικές και σωματικές τους περιπτύξεις. Απλό αλλά ταυτόχρονα τόσο ουσιαστικό όσο μια λεπτοκομμένη ντομάτα, προβληματικό αλλά και όμορφο όσο η φούσκα του Tel Aviv.