Δεκαεπτά άνδρες γράφουν δεκαεπτά γράμματα σε πρώην ερωμένες, συζύγους, ή γυναίκες που είναι απλά δημιούργημα της φαντασίας τους και των αναμνήσεων τους. Κανείς τους δεν φαίνεται να περιμένει απάντηση. Είναι σαν τα γράμματα αυτά να είναι μηνύματα που κλείνονται σε μπουκάλι, για να πεταχθούν στη συνέχεια στη θάλασσα. Μεταξύ των αποστολέων, είναι ένας συνθέτης, ένας ηθοποιός, ένας θεατρικός σκηνοθέτης, ένας εβραίος αρπίστας, ένας χήρος με δύο παιδιά, ένας συγγραφέας διανοούμενος της αριστεράς κ.α.
Τι συνδέει όλους αυτούς τους διαφορετικούς, κατά τα άλλα άνδρες; Η αίσθηση ότι η ζωή τους έχει σπάσει σε κομμάτια, που προσπαθούν μάταια να τα επανασυναρμολογήσουν πια. Η αντίληψη ότι δεν έχουν πια πολύ χρόνο και αυτό τους κάνει πικρά ειλικρινής. Η νοσταλγία και η λύπη για ένα παρελθόν που δεν εκπληρώθηκε ή που οδήγησε σε ένα αδιέξοδο παρόν. Ένας σαρκασμός για την ματαιότητα των προσδοκιών τους.
«Σου στέλνω έναν αδύνατο χαιρετισμό όπως όποιος κάνει νεύματα από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη, ξέροντας ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν όχθες, πίστεψε με, δεν υπάρχουν όχθες, υπάρχει μόνο το ποτάμι…. τώρα το ξέρω τι ηλίθιοι, ανησυχούσαμε τόσο πολύ για τις όχθες κι όμως υπήρχε μόνο το ποτάμι. Είναι όμως πολύ αργά, σε τι θα χρησιμεύσει αν σου το πώ;»
«Στο δωμάτιο μου ήταν μια γυναίκα που μου είπε: έλα να κοιμηθείς, κι αν δεν υπήρχε την φαντάστηκα, γιατί όταν ξεσπά μια άγρια καταιγίδα που σε απειλεί και σε κάνεις να τρέμεις, πρέπει να ακούσεις τη φωνή μιας γυναίκας που σε καθησυχάζει, λέγοντας σου: έλα στο κρεβάτι».
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννημένος στην Πίζα, είχε θεωρηθεί διάδοχος του Ιτάλο Καλβίνο. Ωστόσο τον επηρέασε έντονα και η γνωριμία του με το έργο του Πεσόα.
Εντέλει οι μονόλογοι ή το ονειροπόλημα τους είναι μια τελευταία προσπάθεια να δικαιώσουν και να επανασυστήσουν μια αφήγηση για τη ζωή τους. Πολλές φορές η ανάγνωση γίνεται κουραστική καθώς κάποιοι φλυαρούν ξεκινώντας αφηγηματικούς μαιάδρους με αινιγματικές παραπομπές, δίνουν μια αίσθηση απεγνωσμένης προσπάθειας να επανακολήσουν ένα νήμα του χρόνου που κόπηκε κάποτε.
«Γλυκιά και αγαπητή μου γυναίκα, ή μάλλον πολυαγαπημένη μου γυναίκα, διότι είναι αυτό που το ξανασμίξιμό μας προκάλεσε: πολυαγαπημένη μου και όχι αγαπητή μου. Πολυαγαπημένη μου γυναίκα, κι είναι αυτό που προσπάθησα να αποτρέψω τόσα χρόνια, ενώ σου γράφω, εικόνες και λέξεις πλημμυρίζουν το νού μου, όπως όταν μένουμε δέσμιοι ενός ονείρου: οι ώμοι σου, που τους αγκαλιάζω με τα χέρια μου στο ημίφως, οι λέξεις που μου ψιθυρίζεις στο αυτί, η αντεπίθεση που μου κάνεις στους νυχτερινούς μας διαλόγους, τα ταυτόχρονα, συνεχή και παρατεταμένα ξεσπάσματα γέλιου για τις ανοησίες σου που τόσο μου αρέσουν, ακόμα και ο τρόπος σου να μου σφίγγεις το σβέρκο κουνώντας τον τρυφερά με μια κίνηση ψεύτικης κατσάδας (ξεροκέφαλε!). Κι αυτές οι εικόνες που σου περιγράφω, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, είναι εικόνες ενοχής και μετάνοιας, γιατί κανείς δεν θα μπορέσει να μου ξαναδώσει το χρόνο που άφησα να κυλήσει μέσα απο δάχτυλα μου, κανείς δεν θα μπορέσει να μας ξαναδώσει όσα χάσαμε μόνο και μόνο επειδή εγώ δεν είχα τη δύναμη να μην τα χάσω».
Αφελείς και ειρωνικοί , όπως ο ήρωας του Πέρασα να σε βρώ αλλά δεν ήσουν ο οποίος αφού το έσκασε από το άσυλο όπου τον είχε κλείσει η γυναίκα του, θα την αναζητήσει στο εγκαταλειμένο από καιρό σπίτι τους για να διαμαρτυρηθεί. «Το ξέρεις καλύτερα από μένα ότι δεν θα με πείραζε, ορισμένα πράγματα στη ζωή μπορεί να συμβούν, ίσως και από αφηρημάδα. Αυτό που αντίθετα δεν θα σου συγχωρέσω είναι ότι ξερίζωσες τα φασκόμηλα και τα δενδρολίβανα για να φυτέψεις αυτούς τους φρικτούς πανσέδες.»
Δύσκολη και πειραματική πολλές φορές η γραφή του Ταμπούκι, μας ξαναθυμίζει γιατί η ανάγνωση μπορεί να είναι μια πολύ όμορφη, αναπάντεχη εμπειρία.
Ή τραγικοί, όπως ήρωας του Η μάσκα κουράστηκε, ένας ηθοποιός που υποδύεται τον Άμλετ και είναι ερωτευμένος με την ηθοποιό που υποδύεται την Οφηλία. «Κι αγκάλιασα τον αέρα μπροστά μου λές κι εκείνη η Οφηλία στην οποία απευθυνόμουν να ήσουν πραγματικά εσύ, και μου φάνηκε ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου ήξερα να σου εκφράσω την αγάπη μου, την αιώνια άμετρη αγάπη μου που παρ’ όλα αυτά είναι άρρωστη, γιατί ο πρίγκηπας αισθάνεται άσχημα, αγαπητή γλυκία Οφηλία, τον σιγοτρώει ένας άγνωστος ιός που του στεγνώνει την ψυχή και ταυτόχρονα του γεμίζει το σώμα με κακεντρεχείς και οργιλές διαθέσεις, αχ, μα ποιός είναι αυτός που υπήρξα τόσα χρόνια και που ακόμα δεν γνωρίζω; Ποιό είναι αυτό το βασανισμένο από αμφιβολίες και αυπνίες πλάσμα που περιμένει φαντάσματα και πιστεύει στην Αιωνιότητα; Και γιατί αυτό το ηλίθιο και αφύσικο πλάσμα σε άφησε, ευγενική μου Οφηλία, να πνίγεσαι κάθε βράδυ σε μια πλαστική λιμνούλα με μια άσπρη μίνι φούστα της Μαίρη Κουάντ; Δεν μπορούσα μήπως να σου πώ μια λέξη παραπάνω; Ήταν τόσο αναγκαστικό και αμετάβλητο το σενάριο που έπρεπε να ακολουθήσω;»
Οι γυναίκες, ερωμένες, σύζυγοι, υπάρχουν σαν καταλύτες στις ζωές τους ή καλύτερα σαν νοητά σημεία, όπου οι άνδρες περιστρέφονται γύρω τους και συνέχισαν να κινούνται στην ίδια τροχιά, λόγω αδράνειας, ακόμα και όταν αυτές πια έπαψαν να υπάρχουν. Κάθε φορά σε κάθε γράμμα ξεκινάει από την αρχή μια ιστορία. Ωστόσο διαβάζοντας τα γράμματα το ένα μετά το άλλο, δίδεται η εντύπωση ότι κάνεις κύκλους, διανύεις τροχιές όχι απαραίτητα ομόκεντρες στο χρόνο και στον χώρο. Οι ιστορίες σφύζουν από τοπία και μυρωδιές της Μεσογείου, από το Οπόρτο, την Βαρκελώνη και την Τοσκάνη έως τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Αλεξάνδρεια.
«Αγαπημένη μου, Νομίζω ότι η μέγιστη διάμετρος του νησιού αυτού δεν θα ξεπερνά τα πενήντα χιλιόμετρα. Υπάρχει ένας παράκτιος δρόμος που το αγκαλιάζει ολόκληρο, ένας δρόμος στενός, που άλλοτε ανεβαίνει απόκρημνος στην άκρη της θάλασσας κι άλλοτε κατηφορίζει απαλά σε άγονες ακτές που καταλήγουν σε μικρές μοναχικές παραλίες με βότσαλα πλαισιωμένα από θάμνους καμένους από την αλμύρα. Πότε πότε, σε κάποιες από αυτές, σταματώ. Και τώρα σου μιλώ από μια τέτοια μικρή παραλία, με χαμηλή φωνή, γιατί το μεσημέρι και η θάλασσα και αυτό το λευκό φώς σε έκαναν να κλείσεις τα βλέφαρα, είσαι ξαπλωμένη εδώ δίπλα μου, βλέπω το στήθος σου να ανασηκώνεται από τον διακοπτόμενο ρυθμό της ανάσας όποιου κοιμάται και δεν θέλω να σε ξυπνήσω».
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννημένος στην Πίζα, είχε θεωρηθεί διάδοχος του Ιτάλο Καλβίνο (χρησιμοποίηση της φαντασίας και του ονείρου, πειραματικό γράψιμο κ.λ.π.). Ωστόσο θα τον επηρεάσει έντονα και η γνωριμία του με το έργο του Πεσόα. Ο Ταμπούκι θα μάθει πορτογαλικά και θα περάσει ένα μέρος της ζωής του στην Πορτογαλία. Τα έργα του τα απασχολεί έντονα η έννοια της ταυτότητας (να θυμηθούμε εδώ την ετερωνυμία του Πεσόα), η σχέση μας με το χρόνο και τον χώρο, ενώ το παρελθόν με τη μορφή αναμνήσεων επανέρχεται συχνά στο γράψιμο του. Δύσκολη, πειραματική πολλές φορές η γραφή του, μας ξαναθυμίζει όμως, γιατί η ανάγνωση μπορεί να είναι μια πολύ όμορφη, αναπάντεχη εμπειρία.
«Αγάπη μου, παράξενη μορφή ζωής αυτή, όπου μια νύχτα συμβαίνει να ξυπνήσουμε στο σκοτάδι, να ακούσουμε να κακκαρίζει ο πετεινός και να έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στην αγροικία όπου περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Κοιτάζεις το σκοτάδι με τα μάτια γουρλωμένα και περιμένεις να χαράξει, και στο μεταξύ τα παιδικά σου χρόνια είναι εκεί, παρόντα, δίπλα στο κρεβάτι σου, θα μπορούσες σχεδόν να τα αγγίξεις με το χέρι»