mono1

Πριν μερικούς μήνες συνάντησα τον Ian McDonald, τον κιθαρίστα των Monophonics και την Elena Pitoulis, creative director του band, στον 5ο όροφο μιας μοντέρνας πολυκατοικίας, στο Λυκαβηττό. Με το που μπήκα στο διαμέρισμα της Έλενας, αμέσως αισθάνθηκα πως βρισκόμουν στο σπίτι ενός μουσικού, ενός ανθρώπου που ζει και εμπνέεται μέσα από τους ήχους. Μέσα στο σπίτι παρατήρησα δύο- τρία έπιπλα, ένα pickup, ένα mpc, καμιά δεκαριά δίσκους και την κιθάρα του Ιan. Η Έλενα έβαλε έναν βινύλιο να παίζει και μου προσέφερε ένα ποτήρι κρασί. Aφού έριξα μια σύντομη ματιά στους δίσκους που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη, καθίσαμε σε ένα γυάλινο τραπέζι και αρχίσαμε την κουβέντα μας. Έριχνα κάθε τόσο κλεφτές ματιές στο παράθυρο που βρισκόταν δίπλα, για να απολαύσω τη θέα όλης της Αθήνας από ψηλά. 

http://youtu.be/SonFBUXSJHg

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Έχουν ακουστεί πολλά για τους Μonophonics. Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν πως οι Monophonics δεν είναι Έλληνες! Είναι μια πενταμελής, psychedelic soul και heavy funk μπάντα, από το San Fransisco της California, που δημιουργήθηκε το 2005. Στην Ελλάδα έγιναν δημοφιλείς μετά την διασκευή τους για το τραγούδι Βang Βang της Nancy Sinatra και σήμερα, 10 χρόνια μετά την δημιουργία τους, έχουν αναπτύξει πολύ δυνατούς δεσμούς με την Ελλάδα καθώς, όπως μου λέει ο ίδιος ο Ian, εδώ βρίσκονται οι πιο πιστοί τους fans. Πριν από λίγο καιρό το Strange Love ακούστηκε για πρώτη φορά, σε παγκόσμια αποκλειστική μετάδοση, στον σταθμό του Εν Λευκώ και αυτή είναι μόνο μια μικρή ένδειξη της βαθιάς εκτίμησης που τρέφει για τη χώρα μας το καλιφορνέζικο γκρούπ.

Τον Οκτώβριο του 2014 έγιναν στην Αθήνα, τα γυρίσματα για το νέο video clip του Strange Love.  Αυτός ήταν και ο λόγος που συνάντησα τον Ian McDonald. Ήμουν πραγματικά περίεργη να μάθω πώς ένα ψυχεδελικό ροκ συγκρότημα από την California, έχει τόσο δυνατούς δεσμούς με την Ελλάδα. Μας χωρίζουν τόσα χιλιόμετρα κι όμως έχουν αγαπηθεί όσο λίγες ξένες μπάντες και μας έχουν αγαπήσει όσο λίγοι καλλιτέχνες. «Βρισκόμασταν όλοι μαζί σε ένα σπίτι, έπειτα από μια δύσκολη μέρα, γεμάτη με πρόβες για το νέο μας album. Θέλαμε να βρούμε μια φρέσκια ιδέα για το video clip του Strange love.  Θέλαμε να γυρίσουμε κάτι κινηματογραφικό, πιο συναισθηματικό, που να θυμίζει ταινία μικρού μήκους. Επειδή σαν μπάντα έχουμε πολύ καλές σχέσεις με την Ελλάδα, καθώς εδώ βρίσκονται οι πιο πιστοί μας fans, αποφασίσαμε να γυρίσουμε το βίντεο εδώ, στην Αθήνα. Θέλαμε να δείξουμε πόσο αγαπάμε την χώρα σας και μέσα από αυτό να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ.»

mono2

Τι είναι εκείνο που σε έκανε να αγαπήσεις την Ελλάδα και να επιστρέφεις τόσο συχνά εδώ; Την αγαπώ γιατί είναι ένα πανέμορφο μέρος. Έχουμε κάνει αρκετά ταξίδια σαν μπάντα, στην Πάτρα, στην Αθήνα, στο Ηράκλειο και στη  Θεσσαλονίκη. Ο πολιτισμός, η κουλτούρα, ο τρόπος ζωής, οι άνθρωποι , η παραδοσιακή μουσική, είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν την Ελλάδα μοναδική. Οι Έλληνες εκτιμούν την καλή μουσική και αυτό το βλέπω ακόμα και στα μπαρ και τα εστιατόρια που πηγαίνω. Δεν το συναντάς συχνά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. 

Και γιατί πιστεύεις πως έχετε τόσους πιστούς fans στην Ελλάδα; Είναι πραγματικά τρελό το γεγονός ότι έχουμε τόσους fans εδώ. Η ιστορία ξεκινάει από το βίντεο κλιπ για τη διασκευή του «Βang Βang» , το οποίο έκαναν κάποιοι Έλληνες, ποτέ δεν μάθαμε ποιοι. Πολλοί μπερδεύτηκαν και πίστεψαν πως είμαστε ελληνικό γκρουπ. Έπειτα ο Εν Λευκώ και ο Σάκης Τσιτομενέας μας βοήθησαν πολύ, προωθώντας και παίζοντας τη μουσική μας στο ραδιόφωνο. Όταν έγινε το μπαμ, εμείς δεν γνωρίζαμε τίποτα. Τώρα πια μετά από τόσες συναυλίες, νιώθουμε μισοί Έλληνες. Δεν είμαι πια ένας απλός τουρίστας. Προσπαθώ να μάθω ελληνικά για να μπορώ να συνεννοούμαι. Είναι πολύ πιο εύκολο άλλωστε να μάθεις μια γλώσσα όταν έχεις γνωρίσει την κουλτούρα μιας χώρας. Πλέον εδώ είναι η βάση μας και εάν μπορούσαμε αύριο να μετακομίσουμε εδώ, θα το κάναμε σίγουρα. Εκεί που υπάρχει περισσότερος κόσμος που εκτιμά και αγαπά την δουλειά μας. Εκεί θέλουμε να βρισκόμαστε!

Ποια είναι η ιστορία που ξετυλίγεται μπροστά στην κάμερα για χάρη του Strange Love;  Ένας άντρας κοιτάζει στα μάτια μια γυναίκα και νιώθει ότι ζει και υπάρχει χάρη σε εκείνη.  Μια «παράξενη αγάπη» μπορεί στο μυαλό του καθενός να συνδέεται με κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ προσωπικό. Μπορεί να είναι κάτι που βίωσες όταν ήσουν παιδί, ή κάτι που σου άφησε μια άσχημη γεύση. Που σε πόνεσε ή σε έκανε ευτυχισμένο, που κράτησε για πάντα ή για λίγο. Τα υπόλοιπα στις οθόνες του υπολογιστή σας.

Πως ήταν η εμπειρία των γυρισμάτων; Συνέβη κάτι περίεργο που θες να μοιραστείς μαζί μας; To να γυρίζεις ένα videoclip είναι πολύ αγχωτικό και απαιτητικό. Ήμουν ο μόνος που εκπροσωπούσα την μπάντα στα γυρίσματα και είδα από πρώτο χέρι πόσο εκπληκτικό και τρελό ταυτόχρονα είναι να συμμετέχεις στην παραγωγή. Μπορεί να δεις ένα απίστευτο βίντεο που κρατάει μόλις 4 λεπτά αλλά να μην έχεις ιδέα τι δουλειά έχει πέσει, και πόσα άτομα έχουν δουλέψει σκληρά για να βγει αυτό το ωραίο αποτέλεσμα. Όλα τα μέλη της PictureCrafts, της εταιρείας παραγωγής, πίστεψαν στη μουσική μας και έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να επιτύχουμε ένα άριστο αποτέλεσμα. Τα γυρίσματα έγιναν στη Βαρυμπόμπη. Την ώρα που γυρίζαμε την τελευταία σκηνή, σε ένα πάρκο, μέσα στο δάσος , εκατοντάδες μαθητές εμφανίστηκαν από το πουθενά, έτρεχαν και  ούρλιαζαν, ενώ την ίδια στιγμή υπήρχαν δέκα ημίγυμνες κοπέλες που χόρευαν για χάρη του κλιπ. Προσπαθούσαμε να τις καλύψουμε και να απομακρύνουμε ευγενικά τα παιδιά αλλά εκείνα είχαν εκστασιαστεί!

Ακούω πολλούς να λένε πως η Ελλάδα έχει πολλές ομοιότητες με την California. Πως το βλέπεις εσύ που νιώθεις πλέον μισός Έλληνας μισός Καλιφορνέζος; Στην Αμερική γενικότερα τα πράγματα είναι πολύ πιο αυστηρά και οι άνθρωποι πιο συντηρητικοί. Η Ελλάδα όμως μοιάζει αρκετά με την California, περισσότερο απ’ότι μοιάζει τουλάχιστον με το Τέξας. Μπορεί να φταίει ο καιρός και η θάλασσα! Όλοι πίνουμε, όλοι διασκεδάζουμε, είμαστε έξω καρδιά, απολαμβάνουμε τη ζωή, γιορτάζουμε κάθε μέρα, περνάμε καλά. Υπάρχει ελεύθερος τρόπος σκέψης, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει και στις άλλες πολιτείες της Αμερικής.  

Όσον αφορά τη μουσική, ποια είναι η τάση στην Αμερική; Ακούνε κυρίως ηλεκτρονική, EDM και POP. Για αυτό πολλές φορές αισθανόμαστε ότι δεν ανήκουμε στη μουσική σκηνή της Αμερικής. Εγώ αγαπώ την πιο κλασική μουσική, με την έννοια ότι σημασία έχει να είσαι καλός μουσικός και όχι απλά ωραίος τύπος. Επίσης εκτιμώ την αληθινή μουσική περισσότερο από εκείνη που φτιάχνεται μέσα από υπολογιστές. Φυσικά παρατηρούμε μια αναβίωση της  Psychedelic rock και της soul στο San Fransisco και στο Brooklyn. Μαζί με άλλες μπάντες και καλλιτέχνες όπως είναι ο Charles Bradley και ο Lee Fields, έχουμε κάνει ένα κίνημα, μέσω του οποίου επιδιώκουμε να βγάλουμε προς τα έξω μια πιο παραδοσιακή και οργανική μορφή της μουσικής. Θεωρώ πως στην Ευρώπη και ειδικά στην Αγγλία υπάρχουν πολλοί που το κάνουν. Επίσης στην Ελλάδα συναντάω συχνά αρκετά συγκροτήματα που, είτε φτιάχνουν τη δική τους ψυχεδελική μουσική, είτε κάνουν φοβερά covers και το κοινό τους ακολουθεί πιστά.

Όσο για την Ελληνική μουσική; Έχεις ακούσει κάτι που να σου άρεσε; Έχω ακούσει πολλά κομμάτια των 60’s αλλά και ελληνική ψυχεδελική rock. Όποτε βρίσκομαι εδώ κάνω μια βόλτα στα δισκάδικα του κέντρου και αγοράζω ελληνικά βινύλια. Όσο περισσότερο ακούω ελληνική μουσική τόσο περισσότερο την αγαπώ και με εμπνέει. Ένας φίλος μου, μου πήρε πρόσφατα δώρο ένα μπουζούκι και έναν μπαγλαμά. Ήταν υπέροχο να ανακαλύπτω νέα παραδοσιακά έγχορδα όργανα. Το μπουζούκι έχει έναν μοναδικό ήχο για αυτό και το έχω ήδη χρησιμοποιήσει για ένα cover που είχαμε κάνει ως μπάντα στο California dreaming.

Διάβασα στο διαδίκτυο ότι μαζί με τον νέο keybordista, Kelly Finnigan, παρακολουθήσατε μαθήματα παραγωγής μουσικής. Σε τι βοήθησε αυτό τη δουλειά σας; Μετά από τα μαθήματα καταφέραμε να γράψαμε μόνοι μας τον νέο μας δίσκο, ο οποίος θα βγει τον Απρίλιο του 2015. Πήγαμε στη σχολή γιατί θέλαμε, τα χρήματα που θα δίναμε στο στούντιο, να τα επενδύσουμε σε καλύτερο μουσικό εξοπλισμό και να καταφέρουμε να βγάλουμε έναν πιο προσωπικό ήχο. Για εμένα δεν αρκεί να είναι καλό ένα τραγούδι. Έχει μεγάλη σημασία η ποιότητα και η μοναδικότητα του ήχου. Να έχεις κάτι δικό σου, πρωτότυπο, να μην μοιάζει με τίποτα άλλο. 

Οι Monophonics γράφουν μουσική εδώ και μια δεκαετία. Ποια είναι η εξέλιξή σας μετά από τόσα χρόνια; Η αλήθεια είναι πως μας πήρε τρία albums για να βρούμε τον ήχο που θέλουμε και το προσωπικό μας στυλ, αυτό που μας αντιπροσωπεύει. Με την είσοδο του Kelly στα πλήκτρα και στα φωνητικά, επικεντρωθήκαμε στους στίχους, γράφοντας μικρότερα κομμάτια που περνάνε όμως ένα μήνυμα. Το τελευταίο μας album, το ‘’in your brain’’, ήταν σαν ένα ηχητικό πείραμα. Στον νέο μας δίσκο έχουμε πιο πιασάρικες μελωδίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθούμε μια pop νοοτροπία. Απλά απευθυνόμαστε σε ένα ευρύτερο κοινό. Θα το ακούσεις, θα σου αρέσει, θα το τραγουδήσεις και θα το χορέψεις. Ο νέος μας δίσκος θα βγει τον Απρίλιο του 2015 και μέχρι τότε θα έχετε την ευκαιρία να ακούτε τα νέα μας τραγούδια μέσα από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Εν Λευκώ.

Η Elena Pitoulis, η creative director των Monophonics είχε ακούσει άπειρες φορές το Bang Bang στο ραδιόφωνο και σαν λάτρης της ψυχεδελικής ροκ, αποφάσισε να τους αναζητήσει και να τους προτείνει μια συνεργασία με την PictureCrafts. «Στις μέρες μας οι άνθρωποι ακούνε με τα μάτια πολύ περισσότερο απ’oτι με τα αυτιά τους. Ζούμε στην γενιά του Υoutube. Σήμερα όποιος θέλει να ακούσει μουσική θα μπει στο Ιnternet και με ένα κλικ θα έχει την ευκαιρία να μάθει τα πάντα για ένα συγκρότημα. Σε αυτό το κομμάτι, μέχρι τώρα, οι Monophonics υστερούσαν. Ο αδελφός μου δουλεύει στην PictureCrafts και έτσι μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να τους φέρω σε επαφή. Η ομάδα της PictureCraft δέχτηκε αμέσως και δεν το έκανε σε καμία περίπτωση για τα λεφτά, καθώς το badget ήταν πολύ μικρό. Ωστόσο το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Δουλέψαμε όλοι πολύ σκληρά και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα καταφέραμε να στήσουμε μια αληθινή ταινία μικρού μήκους. Για το βίντεο δούλεψαν ηθοποιοί, μοντέλα, τεχνικοί, φωτογράφοι, ακόμα και μπογιατζίδες για να μετατρέψουν ένα διαμέρισμα, σε ένα σκηνικό που να θυμίζει δεκαετία του ’60. Ήταν όμορφο και συγκινητικό για εμένα που κατάφερα να φέρω σε επαφή όλους αυτούς τους δημιουργικούς ανθρώπους. Η εταιρεία πίστεψε πολύ στο ταλέντο των παιδιών, ο Ian τα έδωσε όλα και όσοι έλαβαν μέρος στα γυρίσματα το διασκέδασαν και παθιάστηκαν με αυτό. Τελικά άξιζε τον κόπο και αυτό θα το διαπιστώσετε σύντομα και εσείς!»