singapore sling

Κρίση ξε-κρίση, το συναυλιακό φθινόπωρο πάει από το καλό στο καλύτερο.

Φτάνοντας στο AΝ, είδα αρκετό κόσμο και έξω και μέσα, γεγονός πάντα ευχάριστο, πόσο μάλλον όταν πριν από λίγες ημέρες προηγήθηκε το gig των Iceage, στο οποίο ήμασταν εμείς κι εμείς…

Οι My Drunken Haze στα καλύτερα τους.

Οι My Drunken Haze στα καλύτερα τους.

Σοφή η επιλογή των My Drunken Haze ως opening act, με τα ψυχεδελικά 60s, τις φαζαρισμένες μελωδίες και τα όμορφα φωνητικά σε ισόποσες δόσεις. Πραγματικά εντυπωσιακό και το δέσιμο της μπάντας κι εδώ κολλάει μια χαρά αυτό που λένε ότι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχα γκρούπ του εξωτερικού.

Οι Singapore Sling ως γνωστόν έχουν πάρει το όνομα τους από την ομότιτλη ταινία του Νίκου Νικολαΐδη.  Και ο ήχος τους, είναι η αλήθεια ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα της ταινίας. Σκοτεινός, ακαθόριστος, άγριος, αλλόκοτος. Τα βραχνά φωνητικά και οι μελωδίες που αμφιταλατεύονται ανάμεσα στη ψυχεδελική ποπ και στην underground post-punk, συνδυαστικά με μια rock n’ roll συμπεριφορά (“εμ, βασικά χάσαμε τον μπασίστα”- ήταν το αστείο της βραδιάς, γιατί πράγματι ο μπασίστας τους δεν ήρθε στην Αθήνα, γιατί ξέχασε το διαβατήριό του στο ξενοδοχείο στη Ζυρίχη και το κατάλαβε μόλις έφτασαν, τελευταία στιγμή ως συνήθως, στο αεροδρόμιο).

singapore sling-76

Με 2 κιθάρες και ένα ζευγάρι μαράκες (!), οι Singapore Sling δημιούργησαν τον υπνωτικό και χαώδη garage ήχο τους, με εμφανή σημεία αναφοράς τις fuzzy κιθάρες των Jesus and Mary Chain και τον proto-punk θόρυβο των Cramps. Αντιλαμβάνομαι, ότι ναι, είναι κάτι που έχουμε ξανακούσει ή θα ξανακούσουμε πολλές φορές αλλά η δουλειά του εκάστοτε καλλιτέχνη ή γκρούπ, είναι να μεταφέρει τη δική του ενέργεια στο κόσμο δημιουργώντας ατμόσφαιρα με προσωπικό στίγμα. Και οι Singapore Sling τα κατάφεραν πάρα πολύ καλά.

singapore sling-52

Είθε να ισχύει αυτό που λένε ότι ο καλός μήνας από τα ωραία live φαίνεται. Φανταστείτε τι μας περιμένει στη συνέχεια…

*Ο τίτλος του άρθρου είναι εμπνευσμένος από – τι άλλο; – την ταινία “Singapore Sling: Ο άνθρωπος που αγάπησε ένα πτώμα” του Νίκου Νικολαΐδη.