Το ζήτημα με τα κλασικά έργα είναι: για ποιο λόγο να ανέβουν ακόμα μια φορά, και γιατί τώρα. Οι θεατρόφιλοι έχουν δει δεκάδες Άμλετ, Γλάρους, Νόρες, Περιμένοντας τον Γκοντό – οι δε ταλαίπωροι πολιτιστικοί δημοσιογράφοι, ακαταμέτρητους. Ο δημιουργός, λοιπόν, της παράστασης οφείλει να τους δώσει έναν καλό λόγο να δουν έναν ακόμα.

Αυτή τη συζήτηση ξεκινήσαμε να κάνουμε με το Σάββα Στρούμπο για το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ που έκαναν με την ομάδα Σημείο Μηδέν. Τον ξέρω πολλά χρόνια, από όταν ξεκίνησε ως νέο μέλος του Άττις του Θεόδωρου Τερζόπουλου, κι είναι μεγάλη χαρά να τον βλέπω να εξελίσσεται όλο και περισσότερο. Φέτος η ομάδα του είχε μια λαμπρή σαιζόν: πρώτα η επανάληψη της εξαιρετικής Τρωάδας του Δημητριάδη, μετά τα θαυμάσια μουσικά Θραύσματα από τον Κάφκα του Κούρταγκ, και τώρα ο Γκοντό.  Δεν ξέρω πόσες απαντήσεις καταφέραμε να δώσουμε, όμως συχνά η ξεκάθαρη διατύπωση των ερωτημάτων είναι εξίσου σημαντική.

Ξέρω πως οι πρόβες για το Περιμένοντας τον Γκοντό διήρκεσαν πολύ περισσότερο από το σύνηθες για μια παραγωγή στις μέρες μας. Η διαδικασία διήρκεσε όλη μαζί ένα χρόνο. Οι πρώτοι μήνες, από το Μάρτιο ως το Σεπτέμβριο του ’17, ήταν μια περίοδος προετοιμασίας δικής μου: μελέτης, διαμόρφωσης του κεντρικού σκεπτικού υπό το οποίο θα αντιμετωπίζαμε το έργο, δουλειάς με τον εικαστικό πάνω στο δέντρο και τη διαμόρφωση του χώρου, με τον μεταφραστή για το υπό ποια οπτική θα αντιμετωπίζαμε το υλικό. Και το Σεπτέμβριο ξεκινήσαμε με τους ηθοποιούς, σαν εργαστήρι  πρώτα για να ενωθεί η ομάδα, κι από τον Οκτώβρη ξεκινήσαμε πρόβες για να ανέβει η παράσταση το Μάρτη του ’18.  Και νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κι άλλες πρόβες. Θα μου πεις ότι ίσως είναι μια πολυτελής συνθήκη, αλλά με τέτοιου είδους υλικά νομίζω πως δεν μπορείς να κάνεις εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Όταν λέμε πως ένας συγγραφέας είναι κλασικός αυτό σημαίνει: διαρκώς επίκαιρος. Σημαίνει πως υπάρχει μια πυρηνική αιτία στον τωρινό ιστορικό χρόνο λόγω της οποίας ανεβαίνει αυτό το έργο.

Εγώ συμφωνώ μαζί σου πως υπό τέτοια συνθήκη πρέπει να ανεβαίνει αυτό το έργο. Όμως το θέμα είναι πώς χρηματοδοτείται ένα τέτοιο εγχείρημα. Η ομάδα Σημείο Μηδέν φέτος επιχορηγήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού με 15.000€. είναι κι η πρώτη φορά που λαμβάνουμε επιχορήγηση. Βεβαίως το ποσό είναι πολύ χαμηλό για να χρηματοδοτηθεί ένας θίασος, αλλά σαφώς είναι κάποιας μορφής ενίσχυση. Στην ομάδα όλοι βάζουμε τον προσωπικό μας μόχθο, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται πάντα στο πώς πληρωνόμαστε, κι αυτό ισχύει και για τους ηθοποιούς και για μένα. Αλλά αυτό είναι το κόστος του να αποφασίσεις να υπερασπιστείς την ιδέα της ομάδας, δηλαδή της κοινότητας καλλιτεχνών, σήμερα που η συγκεκριμένη ιδέα έχει απομυθοποιηθεί, γιατί ομάδες  δημιουργούνται, αλλά η αντίληψη είναι εφήμερη. Δηλαδή: να κάνουμε την ομάδα, να παρουσιάσουμε ένα-δύο έργα, με σκοπό να γίνουμε γνωστοί. Εγώ, στο Άττις ως ηθοποιός και στο Σημείο Μηδέν ως σκηνοθέτης, έχω γαλουχηθεί μέσα σε ομάδες και συνεχίζω να δουλεύω έτσι. Ο λόγος που χρειάζεται να υπάρχει η ομάδα, που είναι ερευνητές της τέχνης του θεάτρου, είναι κατ’ εμέ πως είναι ο μόνος τρόπος να προχωρήσει η τέχνη αυτή. Και ιστορικά αυτό έχει συμβεί. Ο Τερζόπουλος λέει πάντα κι επιμένει ότι η ιδέα μιας παράστασης χρειάζεται να είναι πολύ περισσότερη από την παράσταση καθεαυτή. Κι η ιδέα για το θέατρο πολύ περισσότερη από το ίδιο το θέατρο. Δύο κεντρικά ζητήματα έχουμε στο Σημείο Μηδέν: το ένα είναι η τέχνη του ηθοποιού κι η εμβάθυνση σε αυτήν, και το άλλο η φαντασία του θεατή.

«Αν δεν συνομιλήσουμε με το τραύμα που υπάρχει στην κοινωνία και την ιστορία, πώς θα αντιληφθούμε γιατί να κάνεις τον Γκοντό σήμερα;»

Κι η επιλογή του Περιμένοντας τον Γκοντό σήμερα, τι σημαίνει; Η προσωπική μου επαφή με το Μπέκετ πηγαίνει πίσω στο 2003, όταν συμμετείχα σαν ηθοποιός στο Τρίπτυχο του Τερζόπουλου, που ήταν τρεις μικρές παραστάσεις: το Νανούρισμα με τη Σοφία Μιχοπούλου, το Ohio Impromptu με τους τέσσερις ηθοποιούς που τότε αποτελούσαμε το θίασο, τη νέα φουρνιά  του Άττις, και  ο Αυτοσχεδιασμός με τον Τάσο Δήμα. Κατόπιν, το 2014 συμμετείχα ως βοηθός σκηνοθέτης του Τερζόπουλου στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Πετρούπολης στο Τέλος του Παιχνιδιού, με ρώσους ηθοποιούς. Εκεί είχα αναλάβει τη δουλειά με το Χορό- υπήρχε Χορός στην παράσταση, βασισμένος στην ποίηση του Μπέκετ. Μιλάμε για τον κόσμο του Μπέκετ ή του Κάφκα: νομίζω πως τέτοιοι συγγραφείς μας εισάγουν σε ένα κόσμο. Δεν είναι μόνο τα κείμενα, είναι οι προκλήσεις που δημιουργεί αυτός ο κόσμος στον ίδιο το σκηνοθέτη και τον ηθοποιό. Αυτές οι ενέργειες, όπως η ενεργοποιημένη και εν κινήσει στατικότητα στην οποία σε καλεί ο Μπέκετ, ή ο κριτικός και δυναμικός αναστοχασμός όλου του φάσματος του θεάτρου, αμφισβητούν όλη την παραδεδομένη μορφή της σκηνικής τέχνης του 20ου αιώνα. Το στοιχείο του τραγικωμικού, όλα αυτά τα πράγματα, είναι προκλήσεις οι οποίες με απασχολούσαν και στις προηγούμενες παραστάσεις της Σημείο Μηδέν.  Κι ένιωσα ότι μετά την εμπειρία της Αποστολής, της Τρωάδας, του μουσικού έργου Θραύσματα από τον Κάφκα, ήρθε η ώρα να αναμετρηθούμε ως ομάδα με αυτό το υλικό.

Υπό ποιο πρίσμα;  Προσωπικά υποστηρίζω την άποψη ότι ο Μπέκετ κι ο Χάινερ Μύλλερ είναι οι σύγχρονοι τραγικοί του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Πάνω σε αυτή την αντίληψη στηρίζεται κι η παράστασή μας, κι είναι κι ένας από τους κεντρικούς λόγους που ήθελα να κάνουμε αυτό το έργο. Σύγχρονοι τραγικοί σε μια τραγική εποχή, η οποία ωστόσο απωθεί το τραγικό. Αυτό είναι εξαιρετικά προκλητικό. Στην πρώτη φράση που υπάρχει στον Γκοντό, πριν καν ξεκινήσει το έργο, ο Μπέκετ το παρουσιάζει, και από αυτή την άποψη αυτοπαρουσιάζεται, λέγοντας πως είναι τραγικωμωδία σε δύο πράξεις. Αυτό για μένα είναι το σημείο εκκίνησης. Μελέτησα πολύ τις παραδεδομένες ερμηνείες του έργου: την ψυχαναλυτική, την υπαρξιακή, τη θεολογική την πολιτική. Μπορώ να αντιληφθώ γιατί υπάρχουν ως τέτοιες, ωστόσο δεν μου ήταν αρκετές: ο Μπέκετ αναζητά μια καθολικότητα στο πρίσμα υπό το οποίο αντιμετωπίζει το ανθρώπινο. Χρειάστηκε λοιπόν μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές να προσπαθήσουμε να αμφισβητήσουμε αυτές τις κυρίαρχες αντιλήψεις. Αν μιλήσουμε για το τραγικό και το κωμικό και την αλληλοδιείσδυση του ενός στο άλλο, που υπάρχει διαρκώς μέσα στο έργο, χρειάζεται να γυρίσουμε στην αρχαία τραγωδία. Σε ένα θέατρο που προσπαθούσε να δημιουργήσει χειραφετημένους πολίτες κι ελεύθερους ανθρώπους. Το τραγικό μάς συνδέει με το τερατώδες μέσα στον άνθρωπο, αλλά και μέσα στην κοινωνία – και δεν είναι καθόλου τυχαίο που στην τραγωδία τα πρόσωπα είναι ακραία, οριακά, φλερτάρουν με το άμετρο, την τρέλα, το παραλήρημα – αλλά αυτό δεν γίνεται σε κενό αέρος: γίνεται σε μια κοινωνία σε πόλεμο, σε λοιμό, σε κρίση, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το πολιτικό με το ανθρώπινο, το υπαρξιακό, μπαίνουν στην τραγωδία το ένα μέσα στο άλλο.

Και το κωμικό; Το κωμικό προκύπτει από τη ζωική ενέργεια, η οποία διαπερνά όλες τις αποστεωμένες αξίες: ήθη, συμπεριφορές, αντιλήψεις , και στον άνθρωπο και στην κοινωνία. Και ξεκινά από αυτό που οι φιλόσοφοι ονομάζουν: το οντολογικά ατελές του ανθρώπου. Δεν μπορείς να αντιληφθείς έναν άνθρωπο – ή την ανθρωπότητα την ίδια – στατικά. Ο Θουκυδίδης λέει: Ή θα είμαστε ελεύθεροι, ή θα είμαστε ήσυχοι! Ελεύθεροι άρα σε διαρκή κατάσταση αγωνίας, έκτακτης ανάγκης, σε διαρκή προσπάθεια επανασύνδεσης με το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο. Με όλο το φάσμα των ανθρώπινων χαρακτηριστικών: τη δυνατότητα να ελπίζουμε, να ονειρευόμαστε, να αγαπάμε,  να κλαίμε, να γελάμε… Να συνδεόμαστε με τον άλλο απέναντί μας, ακόμα κι αν είναι ξένος και διαφορετικός. Αλλά και τον άλλον μέσα μας. Από αυτή την άποψη, το «περιμένοντας» του Μπέκετ δεν είναι παθητικό: είναι συστατικό στοιχείο του ανθρώπινου γιατί είναι η προσδοκία για κάποιας μορφής λύτρωση. Προσωπική, υπαρξιακή, κοινωνική, πολιτική,  ιστορική, ανθρώπινη… Οντολογική θα έλεγα. Κι αν αυτό διαρκώς αναβάλλεται, υπάρχει ο απέθαντος πόθος: εγώ θα είμαι εδώ. Αυτό είναι συγκλονιστικό ζήτημα. Η ιστορία δεν τέλειωσε, αυτό έχει αποδειχτεί περίτρανα, η επιστήμη παρόλη την απίστευτη εξέλιξή της δεν έδωσε λύση, τα σφαγεία των παγκοσμίων πολέμων δεν αποφεύχθηκαν, καμία θρησκεία ή ουτοπία δεν έδωσε τη λύση, κι ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι διαρκώς παρών. Σε διαρκή κατάσταση αγωνίας. Κι υπάρχει το ζήτημα της απόγνωσης, της κούρασης, της απελπισίας, της ματαίωσης. Όμως αυτό είναι που μας κάνει δημιουργικούς! Για να προτείνουμε έναν άλλο τρόπο ζωής, μια άλλη αντίληψη πάνω στον άνθρωπο και στην κοινωνία, αλλά και πάνω στο ίδιο το έργο τέχνης: Προς τι το θέατρο σήμερα;

«Δύο κεντρικά ζητήματα έχουμε στο Σημείο Μηδέν: το ένα είναι η τέχνη του ηθοποιού κι η εμβάθυνση σε αυτήν, και το άλλο η φαντασία του θεατή.»

Προς τι, αλήθεια; Κι εγώ αναρωτιέμαι συχνά τελευταία. Αν δεν συνομιλήσουμε με το τραύμα που υπάρχει στην κοινωνία και την ιστορία, πώς θα αντιληφθούμε γιατί να κάνεις τον Γκοντό σήμερα; Το έργο δεν γράφεται από τον Μπέκετ για να μας πει ότι όλα είναι μάταια. Ίσα-ίσα: συνομιλεί ευθέως με το ανυπόφορο, με την απόγνωση, για να αναζητήσει, γεμάτος από αυτή την τραγική επίγνωση, τις δυνατότητες επανεκκίνησης της ζωής. Και μάλιστα μιας ζωής που να αξίζει να τη ζήσει κανείς. Και να θυμηθούμε ότι γράφει μετά το σημείο μηδέν της ιστορίας, το Άουσβιτς, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Δεν είναι τυχαίο που λέει: ο αέρας είναι γεμάτος από τις κραυγές μας. Λέει όμως επίσης: Έχουμε ακόμα χρόνο ώσπου να γεράσουμε. Τίποτα δεν τελειώνει. Και σε άλλο έργο του λέει: Δεν μπορώ να συνεχίσω. Πρέπει να συνεχίσω. Ο Γκοντό είναι πυρηνικό υλικό για τον Μπέκετ: όλα του τα επόμενα έργα συνομιλούν μαζί του. Η μορφή της παράστασης έρχεται να προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης από τον κυρίαρχο: τα καπέλα μελόν, τα τριμμένα σακάκια, το δέντρο σε μια γωνιά… Σε μας τα καπέλα είναι στρατιωτικά άρβυλα, το δέντρο ένα σύμπλεγμα από σίδερα: φυλακής; Είναι ένα όπλο ή ένα παιχνίδι; Τα ρούχα των ηθοποιών είναι απλά ρούχα εργασίας. Τα τρόφιμα είναι πέτρες. Οι ηθοποιοί είναι πάνω στη σκηνή όλη την ώρα. Τον μπεκετικό  Ου-τόπο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται ο Γκοντό πώς μπορείς να τον εκφράσεις; Τον τόπο που χωράει όλους τους χώρους, και κάθε ιστορική στιγμή όπου η ιστορία παραληρεί; Το Άουσβιτς ως συμβάν τελείωσε τότε, αλλά διαπερνά όλο τον 20ο αιώνα και αλλάζοντας μορφές μπαίνει και στον  21ο, όπου κανένα από τα μείζονα ζητήματα και τα ερωτήματα που τέθηκαν στον 20ο δεν έχει κλείσει. Έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη δουλειά μας κι οι συζητήσεις που είχαμε με το Σάββα Μιχαήλ πάνω στον Μπέκετ, αλλά και σε όλα αυτά τα ζητήματα.

Σε πείσμα της φετινής σαιζόν που δεν υπήρξε ευτυχής, για σας υπήρξε μάλλον πολύ καλή: και το Θραύσματα από τον Κάφκα ήταν πολύ ισχυρό, και τώρα ο Μπέκετ σας πάει πιο μακριά. Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Δεν το έχω ακόμα αποφασίσει, γιατί η αναμέτρηση με αυτό το κείμενο είναι σαν να προσπαθείς να ανέβεις στο Έβερεστ. Και δεν σημαίνει πως επειδή ανέβηκε η παράσταση το πράγμα τέλειωσε. Και οι ηθοποιοί και εγώ, που είμαι εκεί σε όλες τις παραστάσεις προσπαθώντας να τους δώσω feedback για να εξελισσόμαστε, αυτό το βιώνουμε κάθε φορά, κι όχι μόνο στην πρόβα.

Χαίρομαι που το λες αυτό. Αλλά δεν θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο για το θέατρο; Για μας είναι δεδομένο, γιατί ο λόγος ύπαρξης της ομάδας είναι ακριβώς η δυνατότητα να κάνεις έρευνα, να βάλεις στο κέντρο το ζωντανό ανθρώπινο δυναμικό, εδώ και τώρα πάνω στη σκηνή. Για τον Τερζόπουλο, που τον θεωρώ δάσκαλό μου, αυτό είναι μέσα στην ιδεολογία που προτείνει. Είναι πολύ σημαντικό: ο ίδιος ο ηθοποιός κι η δουλειά μαζί του είναι που δημιουργεί αισθητική. Δεν πάμε ανάποδα, δεν πάμε να δημιουργήσουμε εφφέ, ιδεούλες, τεχνολογικά ζητήματα, κόλπα. Ξεκινάμε από το Σημείο Μηδέν, που είναι σημείο εξαιρετικής έντασης και πυκνότητας: την ύπαρξη του ενεργοποιημένου ψυχοσωματικά και πνευματικά ηθοποιού πάνω στη σκηνή εδώ και τώρα. Θα ήθελα η συνέχεια να είναι με μια αρχαία τραγωδία, όμως δεν είμαι έτοιμος να πω κάτι παραπάνω. Όχι γιατί δεν θέλω να το ανακοινώσω, αλλά ούτε κι εγώ δεν έχω αποφασίσει κάτι. Νομίζω ότι η εμβάθυνση στη δουλειά του Γκοντό θα γεννήσει το επόμενο.

Περιμένοντας τον Γκοντό, 23 Μαρτίου – 29 Απριλίου 2018,  Νέος Χώρος Θεάτρου Άττις, Λεωνίδου 12