Place Furstenberg,  Παρίσι 1974

Πώς να γράψεις για τη γενιά των street fighting years –όπως πετυχημένα την ονόμασε ο Ταρίκ Αλί; Για τη ριζοσπαστική αριστερά των δεκαετιών ’60 και ’70, που δεν ανήκε πουθενά κι όμως περιείχε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ίσως, γράφοντας ένα νοσταλγικό μελό για τη χαμένη επανάσταση, για τις θυελλώδεις ιδεολογικές συζητήσεις στα υπόγεια των Εξαρχείων και στις σοφίτες του Παρισιού.

Κι όμως η Ισμήνη Καρυωτάκη, πλέκοντας με έξοχο τρόπο την πολιτική και την προσωπική μνήμη με στοιχεία μυθοπλασίας, ανασταίνει τη μεστή γεγονότων δεκαετία των χρόνων 1967-1977, όπως τα έζησε η ίδια και οι συνοδοιπόροι της χωρίς λυρικές εξάρσεις, ενίοτε αποστασιοποιημένα και ψυχρά, σαν να μην συνέβησαν στην ίδια. Σ’ αυτό βοηθά άλλωστε και η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης που αποδραματοποιεί τα αφηγούμενα, ενώ συγχρόνως η εσωτερική εστίαση μάς επιτρέπει να αφουγκραζόμαστε τη σκέψη της ηρωίδας χωρίς τη διαμεσολάβηση του αφηγητή.

Η Δεσμίνα, ο Σείριος, η Δάφνη, οι Μαΐστροι, η Λώρα, ο Πιερ, ο Σάμι, ο Γκονθάλο και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας δεν είναι επινοημένα, αλλά πρόσωπα υπαρκτά, λεπτομέρειες της ζωής των οποίων μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει στο κατατοπιστικό εκδοτικό σημείωμα στο τέλος του βιβλίου.

Ακολουθώντας τη σκέψη του Ράινχαρτ Κοζέλεκ (ιδρυτή της εννοιολογικής ιστορίας), πως «ενώ βραχυπρόθεσμα η ιστορία μπορεί να γράφεται από τους νικητές, αλλά μακροπρόθεσμα τα ιστορικά κέρδη στο πεδίο της γνώσης προέρχονται από τους ηττημένους», θα λέγαμε πως το πυκνό επεισοδίων μυθιστόρημα της Καρυωτάκη αναστοχάζεται το πρόσφατο παρελθόν με κριτικό και ενσυναισθησιακό βλέμμα, λες και είναι χρέος του ηττημένου να ξαναγράψει την ιστορία, προκειμένου να δημιουργήσει στον αναγνώστη έναν «ορίζοντα προσμονής» για το μέλλον, σε μια εποχή σαν τη δική μας που η ουτοπία μοιάζει με κατηγορία του παρελθόντος.


Το βιβλίο της Καρυωτάκη και η όποια αποτίμησή του –λογοτεχνική, πολιτισμική κ.α.- δεν μπορεί να γίνει ερήμην της κουλτούρας μας που πλήττεται από μια γενικευμένη αμνησία και έναν χυδαίο παροντισμό που απορροφά και διαλύει τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον, καθώς οι αγώνες της πολύμορφης Αριστεράς (ο αντιφασισμός, η αντιαποικιοκρατία, ο φεμινισμός, ο σοσιαλισμός και η επανάσταση) λοιδορούνται και παραγκωνίζονται ως ενοχλητικές και αταίριαστες καρικατούρες στο πλαίσιο της κυρίαρχης ρητορικής που την ίδια στιγμή μιλάει υποκριτικά για το «καθήκον της μνήμης» (Enzo Traverso, Αριστερή Μελαγχολία, εκδ. Του Εικοστού Πρώτου, 2017). Γιατί για τη γενιά του ’70 η μνήμη δεν ήταν αντικείμενο λατρείας αλλά ενσωματωμένη οργανικά στους αγώνες της, μια συνειδητή πορεία από το μέλλον στο παρελθόν.

Σπάρτη, Χριστούγεννα 1972


«Είμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μια δεκαετία κρίσιμες –όπως όλες-, ταραχώδης και ελπιδοφόρα, με μαζικές συγκρούσεις για τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και με άδοξο, κατά γενική ομολογία, τέλος. Όσοι αναθάρρησαν και ξεσηκώθηκαν –και ήταν πολλοί- ξέμειναν άποροι με τη γεύση της ψευδαίσθησης πικρή στο στόμα. Από τότε ακολούθησαν και άλλες κρίσιμες δεκαετίες. Οι εξεγέρσεις για την κοινωνική δικαιοσύνη συνεχίστηκαν και κρίθηκαν το ίδιο ατελέσφορες, και τα πολιτικά καθεστώτα εξίσου αμετακίνητα στην εμμονή τους να εγκαθιστούν ως απόλυτο όπλο τους τον φόβο, και μάλιστα με κατάφωρη την πρόθεση να παρακάμπτουν –από άγνοια ή από σκοπιμότητα;- την ύπαρξη του χιούμορ. Εντωμεταξύ, και χωρίς να το κρύβουμε πως κατά βάθος αγαπάμε τους αντάρτες, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως κι αυτοί, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν αυτόν τον ίδιο φόβο και καθώς δεν έχουν βρει ακόμη ούτε τον τρόπο ούτε τον δρόμο, δεν παραλείπουν να τον προσεταιρίζονται ανάλογα. Ο ποιητής το περιγράφει επακριβώς σε έναν και μόνο στίχο με τρία μόλις ρήματα: Φοβάσαι κάτι, το μισείς, κι ύστερα το μιμείσαι. Και τότε είναι που τα πράγματα δυσκολεύουν ή αλλιώς μπλέκονται άσχημα» (σ. 176).


Με τους στίχους του Τάσου Δενέγρη συνομιλώντας η Καρυωτάκη δείχνει πως το δικό της αφήγημα δεν έχει να κάνει με το επίσημο αφήγημα της όποιας Αριστεράς (κοινοβουλευτικής ή επαναστατικής) αλλά με την ίδια την πραγματικότητα, με τη ζωή που σπαρταράει –όπως λέει ο Παλαιστίνιος Σάμι- και όχι βεβαίως με το πρόσχημα μιας ιδέας.

Rive Gauche, Παρίσι 1973

«Οι ιδεολογίες, αυτές οι πόρνες, έρχονται και με εκδικούνται η μια μετά την άλλη. Με κυνηγούν ανελέητα. Γιατί, ε; Γιατί; Πες μου, γιατί αυτή η φρίκη με τη διάλυση όλων των τρελαμένων γι’ ανταρσίες και άλλα πράγματα χαμένα; Γιατί από τους Γιρονδίνους της Βαστίλης, τους Ροβεσπιέρους και τους Δαντόν μέχρι τους Μαγιακόφσκηδες δεν έχει μείνει ούτε ένας αλώβητος; Γιατί; Γιατί το βάναυσο τέλος όλων των οπαδών της χίμαιρας από τον Amaru ώς τον Ernesto, τον Μπελογιάννη και τη Ρόζα; Pourquoi? Warum? Perche! Por que?» (σ. 197-198).

Για τη μελαγχολία της Αριστεράς γράφει λοιπόν η Καρυωτάκη. Για όλους εκείνους που βολονταριστικά πίστεψαν πως το όνειρο μετά την πτώση της Χούντας ήταν εφικτό, μόνο και μόνο επειδή το επιθυμούσαν. Ωστόσο, κι αν δεν το πραγματοποίησαν, τουλάχιστον έμαθαν πολλά επιχειρώντας να το σώσουν από τους θηριοδαμαστές που καιροφυλακτούσαν εφ’ όπλου, υπολογίζοντας στην ώρα που θα έπεφτε, από λάθος και πάλι, στην παγίδα.

«Εντωμεταξύ, για πολλά ακόμη χρόνια, η αβεβαιότητα στην Αθήνα εξακολουθούσε να ανεβάζει τα ποσοστά της χωρίς να ενδιαφέρεται για εξόριστους επαναπατριζόμενους και κάθε είδους ανεπάγγελτους που δεν είχαν καταφέρει μέσα σε αυτά τα συμπαγή και σταθερά για την εν γένει ανάπτυξη της χώρας χρόνια να βρούνε τον δρόμο τους –ποιος θα το πίστευε;- και που αποτολμούσαν για μια ακόμη φορά να σχοινοβατούν ανενδοίαστα ιχνηλατώντας ανυποχώρητοι ιστορικές κορυφώσεις και προφητικές υποσχέσεις, αντί να καταπιάνονται με το μέλλον τους, που, αν είχανε μυαλό, όλο αυτό το διάστημα δεν θα βρίσκονταν απένταροι, άνεργοι και χωρίς να έχουν όχι μόνο πού την κεφαλήν, αλλά, και μη χειρότερα, Θεέ μου –από διαγραφή σε διαγραφή κι από φράξια σε φράξια-, και πού την ιδεολογίαν… κλίναι» (σ. 231-232).

Το βιβλίο της Ισμήνης Καρυωτάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.

Αν επιθυμούμε να διαφυλάξουμε μια μνήμη προσανατολισμένη προς το μέλλον κι όχι έναν επετειακού τύπου εορτασμό όλου αυτού του παρελθόντος που πρόσφατα βιώσαμε, το βιβλίο της Καρυωτάκη μάς προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία να ξανασκεφτούμε με λογισμό και μ’ όνειρο εκείνο το «Όχι-ακόμα» του Ερνστ Μπλοχ, που τόσο το έχουμε ανάγκη και που οφείλουμε να το ξαναστήσουμε στα πόδια του. Στην απώλεια που έγινε συνήθειά μας, πολιτική διάσταση να δώσουμε.

Η Δεσμίνα γέμισε τα ποτήρια με ρακί. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί ν’  ακούνε τη βροχή. Ο Μαΐστρος άναψε ένα Καρέλια και τα πρόσωπα φωτίστηκαν. Ένας απ’ τους τρεις μουρμούριζε τη μελωδία που ακουγότανε στον δίσκο, και μάλλον ήταν η Δεσμίνα. Στην πραγματικότητα εκείνον τον χειμώνα είχαν όλοι στο στόμα τους τη στυφή γεύση του Νοέμβρη, ανεπανόρθωτα ανεξιλέωτη από τη μία, κι από την άλλη απαράμιλλα συνδυασμένη με την πικρία του νόστου. Η τελευταία τούς εξόντωνε αργά-αργά κι ηδονικά όσο την άλεθαν σε κλειστοφοβικές σοφίτες και βροχερές Κυριακές (Σελ. 194).