Οι Χατζηφραγκέτα επιστρέφουν με ένα εξωφρενικό επετειακό live το Σάββατο στις 18 Απριλίου στον Βοτανικό με πολλές εκπλήξεις όπου το flow θα κυλάει αβίαστα, αλλά κυρίως θα γιορτάσουμε όλοι μαζί 7 ολόκληρα χρονιά σημαντικής παρουσίας της μπάντας. Η Popaganda σας δίνει 10 διπλές προσκλήσεις.
Θα σας έχει συμβεί, κάποια νύχτα του τελευταίου χρόνου. Να βρίσκεστε στην καρδιά του ιστορικού κέντρου, στο στομάχι του Συντάγματος, για την ακρίβεια να περπατάτε στη οδό Λέκκα και να τη βλέπετε γεμάτη κόσμο σε επίπεδα προεκλογικής συγκέντρωσης δεκαετίας ’80. Το πλήθος που συνωστίζεται στο στενό κάνοντας σχεδόν αδύνατη τη διέλευση οχήματος, βγάζει ένα μέσο όρο που στις περισσότερες χώρες του κόσμου δε θα μπορούσε να αγοράσει αλκοόλ, στη δική μας δεν έχει πάει ακόμα πενταήμερη, αλλά είναι εκεί για έναν ξεκάθαρο σκοπό. Έχουν συναυλία οι Χατζηφραγκέτα. Κάτι που σημαίνει άτυπο ραντεβού για τα Λύκεια από κάθε γωνιά της Αθήνας, sold out στα κουτάκια μπίρας για κάθε περίπτερο/ψιλικατζίδικο σε ακτίνα 500 μέτρων και sold out στην στοά του bar Senza που διοργανώνει τα live. Αν ψάχνετε για ένα διαδικτυακό μουσικό success story χωρίς οργανωμένο promo και δημοσιοσχετίστικες μανούβρες, είστε στο σωστό μέρος.
«Οι Χατζηφραγκέτα έχουν φρέσκο πράγμα πάντα», το εγγυόνται ο Βαγγέλης Χατζηγιάννης και ο Παναγιώτης Φραγκιαδάκης, αν και σε μια κουβέντα μαζί τους δεν ξέρεις που να ποντάρεις τα λεφτά σου για το πώς θα εξελιχθεί. Θα είναι το θέατρο του παραλόγου ή μια συζήτηση που θα ‘χει λίγο απ’ όλα;
Για να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, και να εξηγήσουμε το «μυστήριο» αυτό ντουέτο πρέπει να έχουμε στο νου μας ένα βασικό τρίπτυχο: φραπές, Μαρία και groove. Όπως λένε και οι ίδιοι «το flow κυλάει αβίαστα» και καταφέρνουν να συσπειρώνουν όλες τις ηλικίες, «φορτσάτοι, γκρουβάτοι και πάντα αεράτοι» από τα Πετράλωνα μέχρι το Γκάζι και από το Θιβέτ ως την Αμοργό. Κάπου εκεί ανάμεσα έκαναν μία στάση στην Κολοκοτρώνη, πέρασαν από τα γραφεία της Popaganda και μας μίλησαν τρώγοντας σοκολατάκια, παίζοντας με ένα μπαλάκι σε σχήμα πορτοκαλιού και αναλύοντας τη δυσλεξία που τους εξασφάλισε προφορικές εξετάσεις στο Λύκειο. Απομακρύνετε τα παιδιά, η συνέντευξη έχει πολλές κακές λέξεις. Ή φέρτε τα πιο κοντά για να τις μάθουν…
Οι Χατζηφραγκέτα είναι αποτέλεσμα χαβαλέ; Βαγγέλης: Ήμασταν φίλοι από τη Σιβιτανίδειο Σχολή, κολλητοί. Γενικά και από το Λύκειο πάντα όταν είχαμε κάμερα και μικρόφωνο, γράφαμε μαλακίες. Ο Φραγκιαδάκης έπαιζε κιθάρα πιο πριν από εμένα, έκανε κάτι σάπιες μαθητικές συναυλίες. Το πρώτο τραγούδι το γράψαμε σε φάση μπαλκόνι – ταβλάκι.
Ουσιαστικά, τη «φήμη» σας την δημιουργήσατε διαδικτυακά, γυρίζουμε πίσω στο myspace και το 2007… (Β) Δεν χρησιμοποιούμε τόσο την τεχνολογία. Κάναμε live πριν φτιάξουμε σελίδα στο Facebook, ακόμα και πριν καν ανέβουν τραγούδια μας στο You Tube. Ο Φραγκιαδάκης δεν έχει καν Facebook κι εγώ το έχω απλά για να διαχειρίζομαι την σελίδα. Αλλά όταν ξεκινήσαμε, «μπαμ» έκαναν το «Λιώνω», το «Καλοκαιρινό», το «Μακάρι» και το «Σχολείο».
Έχετε κάποιες αγαπημένες θεματικές, ο φραπές για παράδειγμα παίζει πολύ… (Β) Ε, ναι. Τα τραγούδια είναι όλα freestyle, γραμμένα μέσα σε 5 λεπτά. Το πολύ να συμπληρώνουμε κανέναν στίχο την επόμενη ημέρα.
Και μετά πάμε στο «Ρε Μαρία» και το «Μαράκι». Είναι υπαρκτά πρόσωπα; (Β) Όχι καμία, απλά είναι σουξεδιάρικα ονόματα. Όλες είναι Μαρία. Και σένα σου πάει το Μαρία. Κατερίνα, Ελένη, Μαρία, τα πιο στάνταρ ονόματα για να πιάσουμε τη «μεσαία» τάξη και κάτω. Και για την «πάνω» έχει Μέριλιν, Άννα-Μαρία και τέτοια. Έχουμε όμως και κάτι άκυρα: Δωροθέα, Ευτέρπη, Σοφία Αργυράκη.
Την «πάνω τάξη» την πιάνετε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη; (Β) Εγώ δεν τον έχω διαβάσει, είναι κλεμμένο από ένα τραγούδι του Ρασούλη που το λέει κάρτα «Μου είπαν πως σε είδανε με τον Καστοριάδη/εσύ να το φιλοσοφείς και ‘γω βαθιά στον Άδη» εμείς απλά πήραμε την ατάκα και την κάναμε διάσημη. Είμαστε της ατάκας.
Στα τραγούδια σας έχετε ασχοληθεί και με διάφορους «συνάδελφους», όπως με τον Αγγελάκα… Με το τραγούδι «Αγγελάκας» κράζεις στην ουσία αυτούς που τον θεοποιούν, όχι τον ίδιο. Είχε βγει όταν είχε σκάσει μύτη και έπαιζε και καλά με μυστήριο ήχο. Είχε βάλει έναν που ‘παιζε κόντρα μπάσο, έναν με μπλιμπλίκια, ένα σετ ηλεκτρονικό. Και με το που το έκανε αυτό κάποιοι βγήκαν και είπαν «μα καλά, πόσο μπροστά είναι ο Αγγελάκας ρε πούστη μου;». Δεν ασχοληθήκαμε επί τούτου με εκείνον. Ήταν να γράψουμε και τραγούδι για τα μαλλιά του Θηβαίου που ήταν σαν ξασμένο άχυρο. Κυκλοφορούσε μια φωτογραφία, για την οποία έπρεπε να κάνει μήνυση στο φωτογράφο.
Αν μπορούσατε να συνεργαστείτε με έναν καλλιτέχνη, ποιον θα επιλέγατε; (Β) Εγώ θα πω την αλήθεια. Για μένα ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι εγωιστής, να είναι κόντρα. Δηλαδή τους σύγχρονούς του να τους θεωρεί και λίγο αντίπαλους. Όχι με κακία, ούτε με δόλο, για να γίνεται αυτός καλύτερος. Παναγιώτης Είναι η φάση ποιος θα μπορεί να τα πει τα κομμάτια μας. Θα γούσταρα να τα τραγουδούσε ο Μπίγαλης ή να παίζει κιθάρα ο Βαγγέλης Γερμανός, αλλά θα το πει; (Β) Είναι όνειρο, να κάνουμε soundtrack σε ταινία του Οικονομίδη. Μετά από την ταινία Μικρό Ψάρι έθεσε ένα όριο στο πόσο καλός μπορείς να είσαι. Ξεπέρασε και τον εαυτό του. Ο Οικονομίδης είναι το καλλιτεχνικό πρότυπο, πρέπει όλοι να γίνουν ανδρείκελα του.
Πολλά τραγούδια σας έχουν ως βάση τους μουσική του Σαββόπουλου. Είναι ο μέγας δάσκαλος. Αν και πλέον η κοινωνία τον έχει ξεπεράσει. Κάποιος ακούει Red Hot Chili Peppers και James και πάει να γράψει τραγούδι στα ελληνικά. Δε γίνεται αυτό. Αν πας να γράψεις ελληνικά πρέπει να έχεις ακούσει τους Έλληνες που θεωρούνται κορυφαίοι. Και ο Σαββόπουλος είναι μέγας δάσκαλος στα ακόρντα.
Ο Πανούσης; Με τον Πανούση είμαστε «αντίπαλοι». Μπορεί κάποιος να μας βάλει στην ίδια φάση. Μοιάζουμε, άλλα είναι πιο performer.
Σε φεστιβάλ του ΣΥΡΙΖΑ θα παίζατε; Μας έχει γίνει πρόταση και μάλιστα τότε ήταν η φάση με το τραγούδι για τον Τσίπρα. Και πιο πρόσφατα μας έχει γίνει πρόταση για να παίξουμε, αλλά δε νομίζω.
Στον «Τσίπρα» η «πολιτική πρόβλεψή» σας διαψεύστηκε... (Β) Τώρα δε θα το γράφαμε. Τότε ήταν δημοτικός σύμβουλος, τσίτα άγνωστος. Τώρα είναι μαλακία να κράζουμε κάποιον που πάει να γίνει πρωθυπουργός. Εμείς κράζαμε ΕΑΑΚ, ΣΥΡΙΖΑ που ήταν στα πανεπιστήμια το 2007 και τώρα αυτοί είναι στο κοινό μας. Όλοι μας ακούν, ανεξαρτήτως κατεύθυνσης γιατί δεν κράζουμε, κάνουμε χιούμορ. (Π) Το χιούμορ πάνω στην πολιτική βέβαια είναι ξεπερασμένο, δεν έχει να δώσει κάτι.
Στα τραγούδια σας όμως βρίζετε κάτι παραπάνω από συχνά… Καταρχάς να πούμε ότι είμαστε λαϊκά παιδιά. Το έχουμε σπουδάσει το μπινελίκι. Υπάρχει ένα χιούμορ στο μπινελίκι, δεν είναι χυδαίο. Όταν λέμε «τον υπερκαργιόλη», είναι το σύνθετο μπινελίκι που ανεβάζει την ποιότητα. Είναι σα να κάνεις ταινία και να μη βρίζεις. Βλέπεις τον Παπακαλιάτη να λέει «τον μαλάκα», στο peak του. «Θα βρίσω τώρα, θα πω τη λέξη “μαλάκα”» και βλέπεις τη θεία να σοκάρεται, να την ιντριγκάρει αυτό το πράγμα.
Βλέπετε «χαβαλεδιάρικα» τη μουσική σας; Στη μουσική είμαστε γαμάτοι. Έχουμε τσακωθεί για νότες. Η αλήθεια είναι όμως πως κανείς δεν δίνει βάση στη μουσική μας.
Και δίνει βάση στον στίχο, θέλετε να του περάσετε κάποιο μήνυμα; Τι είναι ένα τραγούδι; Τρία λεπτά από τη μέρα σου. Αυτό το τρίλεπτο πρέπει να γαμάει. Πρέπει να είναι ρέστα! Εμείς είμαστε πιο pop. Δεν υπάρχει κάποιο μήνυμα στη μουσική μας. Κάνουμε το χαβαλέ μας χωρίς φυσικά να γινόμαστε ανήθικοι. Κρεμόμαστε από μια κλωστή. Ή που θα είμαστε οι μαλάκες ή που θα έχουμε κάτι να πούμε. Υπάρχουν άπειρα παιδιά σαν εμάς που θα πάρουν την κιθάρα και, για παράδειγμα, θα βρίσουν τις γκόμενες, εμείς δεν έχουμε γράψει ποτέ μισογύνικο τραγούδι και ούτε πρόκειται.
Δεν πιστεύετε ότι έχετε γίνει λίγο της μόδας; Ελπίζω να μην είμαστε της μόδας. Νιώθω πως είμαστε διαχρονικοί. Θα θέλαμε να αγγίζουμε ηλικίες 50άρηδων για να βάζουν τραγούδια μας στα παιδιά τους.
Έχετε κλέψει τα κορίτσια του Μαραβέγια… Εμάς στα πρώτα live μέχρι και το 2011μιση δεν έσκαγαν μαθητές. Πλέον σκάνε άτομα γεννημένα το 1998. Παλιά 8 στα 10 άτομα, ήταν σίγουρα αγόρια. Πλέον έρχονται άπειρα κορίτσια.
Τα περασμένα Χριστούγεννα στο After Dark έγινε το αδιαχώρητο, πώς νιώσατε; Οι Nirvana έπαιζαν για χρόνια σε ένα μαγαζί που χωρούσε 100 άτομα. Και είχαν κάνει τρελή φήμη γιατί μάζευαν χίλια άτομα σε ένα πολύ μικρό μαγαζί. Και όλοι έλεγαν «μαλάκα γίνεται της πουτάνας, δεν χωράμε». Έτσι και εμείς στο After Dark και ήμασταν μόνο 130 άτομα μέσα.
Tα τραγούδια που παίζετε στα live τα αποφασίζετε από πριν; Όχι. Υπάρχουν μερικές φορές που έχουμε έναν μπούσουλα. Έχει περάσει όμως και live που δεν είχαμε παίξει το «Καλοκαιρινό» γιατί το ξεχάσαμε.
Δεν έχετε βαρεθεί να παίζετε όλο τα ίδια τραγούδια; (Β) Εγώ τα βαριέμαι όλα τα τραγούδια που υπάρχουν αν δεν υπάρχει καλή μπάντα. Τότε δεν τα βαριέμαι ποτέ. Παίζουμε μέχρι και τέσσερις ώρες σερί, όταν παίζουμε live τα γαμάμε όλα.
Θα βάλετε κάποια επιπλέον άτομα στο γκρουπ; (Β) Το κόνσεπτ που παίζει τώρα φουλ, είναι τύπου κομπανία λαϊκή για τσιφτετέλια. Να παίζουν και να γίνεται χαμός. Δηλαδή φαντάσου το «Λιώνω» με μπουζούκι και τουμπερλέκι. (Π) Ξέρεις τι γίνεται; Όταν είσαι μόνος σου και η όλη προσοχή πέφτει επάνω σου, είσαι τελείως γυμνός. Κάπως μοιράζεται η ρόμπα όταν είστε δύο. Εμένα μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα live και είναι και πώς συμπεριφέρεται το κοινό.
Πού θα θέλατε να παίξετε; (Π) Είχαμε πάει πρόσφατα στην συναυλία του Πορτοκάλογλου στην Νέα Σμύρνη και ήταν γεμάτο με πλαστικές καρέκλες. Πρώτη φορά καθίσαμε σε καρέκλες σε live. Λοιπόν, αυτή η θέση σου επιβάλλει να προσέχεις και να γουστάρεις καλύτερα. Όταν είσαι όρθιος σου φεύγει η ενέργεια, θα μιλήσεις σε καμία γκόμενα, θα κάνεις κάνα τσιγάρο, θα πεις καμιά μαλακία. Ενώ όταν κάθεσαι προσέχεις, είσαι εκεί. (Β) Είμαστε για αναψυκτήριο, να παίζουμε λαϊκά τραγούδια. Τεντούλα, καρέκλες κι ένας χώρος για τους πορωμένους.
Αυτό γιατί θέλετε να ακούσουν και τις μουσικές σας ικανότητες, πέρα από τον στίχο; (Π) Ναι, θες να το δείξεις στον άλλον. Αν αυτό παρεξηγείται κι ο άλλος λέει «να αυτός είναι ένας χασικλής που θα μας μιλήσει για μπάφους και κομμουνισμό», χάνεται η ποιότητα του τραγουδιού. Γιατί υπάρχει φουλ ποιότητα. Κάτσε άκουσε να προσέχεις ακριβώς το τι παίζουμε, άκου καλύτερα πριν κρίνεις από την πρώτη γκρούβα που παίρνεις. Γουστάρω να έρχεται κάποιος πάνω από 30 και να μου λέει πολύ ευγενικά και ταπεινά «μπράβο, με κάνατε και γέλασα». Γιατί ρε φίλε παίζουμε γαμάτες μελωδίες με γαμάτα ακόρντα. Ένα μαύρο φόντο με άσπρα γράμματα, αυτό είμαστε. Απλό, αντιθετικό και ωραίο.
Ζείτε από τη μουσική σας; (Β) Όχι. Αν είσαι 22 χρονών, μόνος σου, ίσως να μπορείς να ζεις λιτά και απέριττα.
Εσύ Παναγιώτη «μετανάστευσες» στη Γερμανία; (Π) Ναι, αλλά μετά την είδα «επιστροφή Ελλάδα» γιατί καλή η Γερμανία αλλά ήθελα να ζήσω στην «επαρχία». Έτσι, πήγα στο Ηράκλειο, έκατσα ένα χρόνο και τώρα γύρισα. Πάντα ήμασταν στην Αθήνα, όλα τα καυσαέρια τα έχουμε ρουφήξει. Οπότε είναι ένα κομμάτι της ζωής που δεν μπορείς να το ξεσυνηθίσεις, το θες το μπάχαλο. Αλλά από την άλλη, σίγουρα η επαρχία μετράει.
Και τώρα μετά τη μεγάλη επιστροφή, νέος δίσκος; (Β) Ναι θα κυκλοφορήσει καινούριος και θα γίνει πάταγος. Ο καινούριος δίσκος θα είναι τελείως διαφορετικός, θα σκάσει μύτη το καινούριο λαϊκό. Καζαντζίδης, τουρκοειδή δεκαετίας ’60, στοιχεία hip hop, τσιφτετέλια, σουξέ από δεκαετία ’90, από ρεμπέτικα. Θα είναι ο δίσκος μπούνια, το απόλυτο 10 στα 10.
Hip hop ή ρεμπέτικο; (Π) Εμένα με γκρουβάρει το hip hop, αλλά δεν το ‘χω τόσο όπως ο Βαγγέλης. Γενικά όμως τα τραγουδάω όλα. (Β) Ισχύει, τα κάνουμε όλα και συμφέρουμε.
Έχετε πάει στα μέρη που αναφέρετε στα τραγούδια σας; Αμοργό δεν έχουμε πάει ποτέ. Αλλά Θιβέτ ναι, ασφαλώς κι έχουμε πάει.