Έτσι όπως διαμορφώθηκε στη χώρα μας το συλλογικό indie υποσυνείδητο (ναι, ξέρω, ξεκινάω λίγο παρατραβηγμένα αλλά συμπαθάτε με, στη συνέχεια φτιάχνει) από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 που ξεκίνησε τις εκπομπές του ο Γιάννης Πετρίδης μέχρι το τελευταίο άρθρο του Άρη Καραμπεάζη που θάβει τον πρόσφατο δίσκο των War on Drugs, ουσιαστικά επειδή απαξιεί να ασχοληθεί μαζί του, αυτό το παρακλάδι του 70s FM/highway/blue collar rock δε θεωρήθηκε ποτέ κουλ. Πιθανότατα γιατί ήταν πολύ μεγάλη η απόστασή μας από τη μυθολογία και τις αναφορές του για να τις ενστερνιστούν οι σπουδαίοι γραφιάδες, οι επιδραστικοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί, τα μουσικά περιοδικά, οι opinion leaders κοντολογίς των 80s και των 90s. Κάπως έτσι, η μουσική ανατροφή των ανθρώπων που γεννήθηκαν από το 1970 μέχρι, ας πούμε, τα μισά της δεκαετίας του ’80 κατέληξε να είναι αρκετά «βρετανοκεντρική». Οι Joy Division και οι Cure, ο Cave και ο ήχος της Flying Nun, οι Smiths και οι Stone Roses, οι Fall, οι Jesus and Mary Chain και οι Primal Scream – ακόμα και οι Pixies ή οι Nirvana υπήρξαν μπάντες που τους αποθέωσαν ταυτόχρονα, αν όχι πιο γρήγορα, στο Νησί. Σε αυτό το πλαίσιο, πλην της αφοσιωμένης φυλής των σκληροπυρηνικών οπαδών, ο Bruce Springsteen, ο Tom Petty (που πήγε και πέθανε χωρίς να ρωτήσει το ελληνικό Facebook), ακόμα και ο Neil Young ή ο Bob Dylan – οι ήρωες δηλαδή απ’ όπου αντλεί την τραγουδοποιϊα του ο Adam Granduciel των War on Drugs – υπήρξαν σαφώς λιγότερο αποδεκτοί και καθοριστικοί για το κοινό του Ποπ + Ροκ, του Ρόδον και του Ρόδον FM, για όσους ήταν εκεί στο Rockwave 1998 που αποτέλεσε ένα κάποιο «εναλλακτικό αποκορύφωμα» στα εγχώρια πράγματα.
Αντιπροσωπεύαν ένα άλλου τύπου old wave. Μαζικό, ίσως παρεξηγημένο ως «ξεπουλημένο», τόσο αμερικάνικο που απομειωνόταν έως και «βλάχικο» από όλους όσοι μεγαλώσαν στα Mad και τα Decadence τηρώντας ευλαβικά το πολυμορφικό post punk ευαγγέλιο, λοξοκοιτώντας πάντα προς την garage αλητεία. Αντιπροσώπευαν κάτι μακριά από κάθε sex, drugs and rock ‘n’ roll αφήγηση, κάτι «βαρετό» για να χρησιμοποιήσω τη βασικότερη κατηγορία που είδα να προσάπτεται στο A Deeper Understanding, το τέταρτο άλμπουμ του γκρουπ που χρησιμεύει ως όχημα στον 38χρονο Granduciel από την «πόλη της αδελφικής αγάπης», Φιλαδέλφεια. Μη φανταστείτε ότι όλος ο πλανήτης πλήττει με το driving rock του μακρυμάλλη που μας κοιτάζει ενοχλημένος μπροστά από το εκκλησιαστικό όργανο στο σκοτεινό εξώφυλλο του άλμπουμ του, οι κριτικές και η αποδοχή του είναι κάτι παραπάνω από θερμές.
Είναι όμως ενδιαφέρουσα αυτή η κουβέντα περί «βαρεμάρας». Γιατί αισθάνομαι ότι όσοι αντιλαμβανόμαστε ακόμα τη μουσική με «αναλογικό» τρόπο π.χ. σηκώνοντας κουβέντα για ένα ασήμαντο review (σαν του Άρη -δεύτερη φορά το αναφέρω, διαβάστε το για να έχει και νόημα η αντιπαράθεση -, σαν το δικό μου, ακόμα και σαν τα reviews των Alexis Petrides ή Sasha Frere-Jones αυτού του κόσμου που έπαψαν σταδιακά μετά το Napster να δημιουργούν τάσεις), τη χρησιμοποιούμε για να διαπραγματευόμαστε ότι μεγαλώνουμε. Γίνεται το μουσικό γούστο, το απόλυτο ζεριατρίκ.
Μπορώ να καταλάβω ότι νιώθεις νέος (ή νεότερος έστω) επειδή ασχολείσαι ακόμα π.χ. με την ιεροτελεστία να φτιάχνεις λίστες για την όποια Blogovision στο τέλος της χρονιάς, αλλά δυσκολεύομαι να υιοθετήσω ότι στα 35, 45 ή 55 πρέπει σώνει και καλά να διατηρείς ιεραποστολική συνέπεια στο μουσικό προφίλ που διαμόρφωσε ο κάποτε εαυτός σου. Με δυο λόγια και «να σκάσουν οι νέοι Wipers», εμείς δηλαδή στα πρώτα ή τα δεύτερα -αντα τι θα κάνουμε; Πώς «θα καούν τα σωθικά μας»; Θα πάμε την επόμενη φορά στο αγαπημένο μας ιταλικό και θα του πούμε «σήμερα δεν τρέχει τίποτα και να βάλεις κρέμα αντί για αβγό στην καρμπονάρα»; Ή θα σταματήσουμε να σημειώνουμε με μολυβάκι ότι μας αρέσει στο νέο κατάλογο των ΙΚΕΑ για να φτιάξουμε κι εμείς στο σπίτι μας την ίδια γωνιά που μοιράζονται εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο που προσπαθούν να γίνουν μεσοαστοί μέσα από τα σόσιαλ μίντια; Προσπαθώ να πω ότι δε γίνεται να έχουμε αντικομφορμιστικές προσδοκίες από τη μουσική (παρά μόνο τέτοιες ευχάριστες ψευδαισθήσεις), όταν στον ετήσιο προϋπολογισμό βάζουμε κοντά 3 κατοστάρικα στην άκρη για να αγοράσουμε το ετήσιο boxset που διατρέχει την καριέρα του David Bowie…
Οι War on Drugs δεν είναι «επικίνδυνοι». Δεν είναι καθόλου ενοχλητικοί (Αλήθεια, πότε είναι η τελευταία φορά που τα έμπειρα αυτιά σας συνέλαβαν κάτι που πραγματικά σας ταρακούνησε και σας ξεβόλεψε;… Εμένα μάλλον έχει να μου συμβεί από εκείνο το «πειρατικό» ντεμπούτο mixtape των Death Grips). Αλλά δεν είναι και flat. Ειδικά, σε αυτό το άλμπουμ που είναι λουσμένο στα synths – στο Pitchfork έγραψαν ότι μοιάζει με «mid 80s rock, φτιαγμένο από baby boomers με synthesizers». Επειδή, σωστά μαντέψατε το έκαναν εκείνη την περίοδο στους δίσκους τους, με συζητήσιμη επιτυχία, ο Springsteen, o Petty και ο Dylan (εγώ θα πρόσθετα ακόμα και τον «δικό μας» Iggy με κάτι “Living on the Edge of the Night” στην αυγή του ’90). Τα πλήκτρα, λοιπόν, έχουν έρθει να παραμερίσουν σχετικά τις κιθάρες σε σχέση με το πολυπαινεμένο Lost in the Dream του 2014 και να στρώσουν το έδαφος για να πει ο Granduciel τις ιστορίες του. Για να κρύψουν, αν θέλετε, το γεγονός ότι αυτές οι ιστορίες δεν είναι και τίποτα σπουδαίο – γράφοντας στίχους όπως “I want to find what can’t be found” στο θαυμάσιο “Pain” ή “Should I surround my life/ Surrounded by a hole” στο “Strangest Thing” με το απίθανο riff στο κέντρο, μαρτυρά ότι του λείπει το ταλέντο με τις λέξεις που έχει π.χ. ο Springsteen να σκιαγραφεί την ανθρωπογεωγραφία της αμερικάνικης κοινωνίας.
Όμως, ο Granduciel έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Διηγείται αυτές τις, σχεδόν ημιτελείς, ιστορίες με έναν απόλυτα οικείο τρόπο. Σαν να είναι ο φίλος σου στο διπλανό κάθισμα για να χρησιμοποιήσω το αναμενόμενο κλισέ ότι είναι όντως ένας δίσκος για να παίζει στο repeat σε «εκείνο το coast to coast αμερικάνικο road trip», το οποίο όλοι φαντασιωνόμαστε κι επιθυμούμε, αλλά τελικά σε συνάρτηση με το πόσο πολύ το επικαλούμαστε, ελάχιστοι θα ζήσουμε (μια καλή ιδέα θα ήταν βέβαια να ξεκινάει με το “Nothing to Find”). Κι αυτή η οικειότητα μαζί με την αυτόματη μελαγχολία που προκαλεί η λεπτή βραχνάδα της φωνής του, ορίζουν τι είναι τελικά το A Deeper Understanding. Ένας ρομαντικός δίσκος.
Έχει τις σπουδαίες στιγμές του (“Holding On”, “Thinking of a Place”, “Strangest Thing”), έχει όμως και κάτι cheesy αναλαμπές που δεν πολυαντέχονται (“Knocked Down”), όπως και τα αναμενόμενα 1-2 fillers για ένα άλμπουμ που επί 68 λεπτά δεν αλλάζει δα και διάθεση. Δεν είναι εδώ για να σώσει ούτε το ροκ, ούτε όμως και για να προσφέρει άλλοθι σε κανέναν μας για τους μικρούς καθημερινούς συμβιβασμούς του. Είναι εδώ για να επικυρώσει την παρουσία ενός αξιοσημείωτου songwriter των καιρών μας με εμφανείς επιρροές αλλά και, τελικά, ξεκάθαρη υπογραφή. Είναι adult rock. Κάποτε το θεωρούσαμε προσβολή, το απόλυτο Don’t. Τώρα, μπορούμε και να χαλαρώσουμε, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι αλλάξαμε στρατόπεδο. Αρκεί να μην είμαστε από αυτούς που στενοχωριούνται την ημέρα των γενεθλίων τους.