Μετεκλογική περίοδος. Εβδομάδα δεύτερη. Πιο φαρμακερή από την προηγούμενη. Όχι, όμως, αναγκαστικά και η πιο καθοριστική από αυτές που θα μεσολαβήσουν μέχρι την οριστική (;) εκκαθάριση του ορίζοντα της νέας κυβέρνησης και της χώρας ολόκληρης.
Η εβδομάδα άρχισε με τις χθεσινές πολυαναμενόμενες, από το εσωτερικό και το εξωτερικό, προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Συνεχίζεται σήμερα με την κρίσιμη συνάντηση Ομπάμα–Μέρκελ στην Ουάσινγκτον, την επίσκεψη αστραπή του Πρωθυπουργού στη Βιέννη, που, ίσως, να κρύβει κάτι που δεν ξέρουμε και την άφιξη στην Αθήνα του Προέδρου του Εuroworking Group, που ίσως δώσει την ευκαιρία να συγκεκριμενοποιηθούν όσα έμειναν ασαφή στις χθεσινές προγραμματικές δηλώσεις.
Έπεται το Eurogroup της Τετάρτης στις Βρυξέλλες και η Σύνοδος Κορυφής της Παρασκευής, όπου και, κατά πάσα πιθανότητα, θα υπάρξει η πρώτη συνάντηση του Τσίπρα με τη γερμανίδα Καγκελάριο.
Αν ο όρος διαβολοεβδομάδα μπορεί να λέει κάτι για τις ημέρες που έρχονται, σίγουρα δε μπορεί να πει κάτι περισσότερο για τους δράκους των ημερών που θα ακολουθήσουν την επόμενη εβδομάδα. Ιδιαίτερα μετά το τακτικό Εurogroup της επόμενης Δευτέρας, μέχρι το οποίο θα προκύψει αν υπάρχει ή όχι περίπτωση να κερδίσει η ελληνική κυβέρνηση το χρόνο που ζητάει για να προετοιμάσει το μεσοπρόθεσμο σχέδιο αντικατάστασης του μνημονίου.
ο κίνδυνος θα παραμένει παρών, όπως συμβαίνει σε κάθε διαπραγμάτευση. Και, πολύ περισσότερο, όταν αυτή διεξάγεται υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου. Όποια κι αν είναι η συμβιβαστική διάθεση των εμπλεκομένων πλευρών, η έκβαση οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης παραμένει πάντα απρόβλεπτη.
Τί σημαίνουν όλα αυτά;
Καταρχήν, τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το σημείο του τελικού συμβιβασμού ή της οριστικής ρήξης με τους εταίρους μας. Στο μεσοδιάστημα τα πάντα μπορούν να συμβούν, του ατυχήματος συμπεριλαμβανομένου.
Υποθέτω ότι τον κίνδυνο αυτού του ατυχήματος θα προσπαθήσει να αποκλείσει σήμερα ο Πρόεδρος Ομπάμα στη συνάντησή του με την κ. Μέρκελ. Ανάλογη, πιστεύω, θα είναι και η μέριμνα που θα επιδειχθεί στην προγραμματισμένη Σύνοδο των G20, που αρχίζει σήμερα στην Κωνσταντινούπολη.
Και πάλι, όμως, ο κίνδυνος θα παραμένει παρών, όπως συμβαίνει σε κάθε διαπραγμάτευση. Και, πολύ περισσότερο, όταν αυτή διεξάγεται υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου. Όποια κι αν είναι η συμβιβαστική διάθεση των εμπλεκομένων πλευρών, η έκβαση οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης παραμένει πάντα απρόβλεπτη. Τουλάχιστον μέχρις ότου γίνει αμετάκλητη η οριστικοποίησή της. Κι αυτό διότι το τελικό αποτέλεσμά της αποτελεί πάντα προϊόν στρατηγικών υπολογισμών και κινήσεων, των οποίων την επιτυχία καμία θεωρία των παιγνίων εγγυάται. Αντιθέτως, ισχύει πάντα η αρχή της «ετερογονίας των σκοπών», σύμφωνα με την οποία το τελικό αποτέλεσμα είναι ανεξάρτητο των επιδιώξεων των ενδιαφερομένων παιχτών. Σε κάθε περίπτωση, αποκλίνει από τους αρχικούς διαπραγματευτικούς τους στόχους. Ο βαθμός αυτής της απόκλισης συνιστά από μόνος του παράγοντα κινδύνου. Όσο λιγότερο η κάθε πλευρά επιδιώκει να αποκλίνει από τους αρχικούς στόχους, τόσα περισσότερα ρίσκα πρέπει να πάρει κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Στην προκειμένη, μάλιστα, περίπτωση, τα ρίσκα επαυξάνονται εξαιτίας της τεράστιας απόκλισης που υπάρχει κατά την εκκίνηση μεταξύ των σημείων αφετηρίας των διαπραγματευομένων μερών.
μία προσεκτικότερη ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων εντοπίζει εύκολα τα σημεία «δημιουργικής ασάφειας», που δίνουν στην ελληνική πλευρά περιθώρια λιγότερο άκαμπτων διαπραγματευτικών ελιγμών.
Στις προγραμματικές του δηλώσεις ο Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε, βέβαια, την ελπίδα ότι είναι εφικτή μια συμφωνία που θα γεφυρώσει την πολιτική επιθυμία να τερματιστεί το μνημόνιο με την ανάγκη να γίνουν σεβαστοί οι κανόνες της ευρωζώνης.
Πλην, όμως, οι ενδιαφερόμενες πλευρές μένουν, προς το παρόν, αμετακίνητες στις διακηρυγμένες θέσεις, που μοιάζουν μεταξύ τους αγεφύρωτες. Η ελληνική πλευρά απορρίπτει κατηγορηματικά την υποβολή αιτήματος για παράταση της ισχύουσας δανειακής σύμβασης πέραν της 28ης Φεβρουαρίου. Οι δανειστές επιμένουν ότι χωρίς την εκπλήρωση αυτού του όρου δεν τίθεται θέμα χρηματοδότησης του ελληνικού Κράτους, έστω και με την αγορά, μέσω ELA, εντόκων γραμματίων από τις ελληνικές τράπεζες.
Ασφαλώς, μία προσεκτικότερη ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων εντοπίζει εύκολα τα σημεία «δημιουργικής ασάφειας», που δίνουν στην ελληνική πλευρά περιθώρια λιγότερο άκαμπτων διαπραγματευτικών ελιγμών.
Ο όρος «κούρεμα χρέους» έχει αφαιρεθεί από το ελληνικό λεξιλόγιο. Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, που αποτελεί τη μεγάλη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, περιγράφεται πλέον με προγραμματικούς όρους που δεν είναι ιδιαίτερα επαχθείς για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Η ενίσχυση των ασθενεστέρων εισοδημάτων δεν είναι άμεση, ούτε ιδιαίτερα επαναστατική (αύξηση κατώτατου μισθού στα 751 €, 13η σύνταξη για τους χαμηλοσυνταξιούχους). Το προεκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν παρουσιάζεται πλέον ως πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών, αλλά ως κυβερνητική πολιτική σε βάθος τετραετίας.
Αντιθέτως, υπερτονίζονται οι μεταρρυθμίσεις στο Κράτος για την πάταξη της διαπλοκής, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, πράγμα, δηλαδή, ιδιαιτέρως αρεστό στους εταίρους μας. Εν ολίγοις, από χθες οι δανειστές μας μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Όχι μόνον γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι δε θα χάσουν τα λεφτά τους. Αλλά και διότι είναι πλέον σίγουροι ότι η Σοσιαλιστική Επανάσταση δε θα ξεκινήσει από την Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, το αμεσοπρόθεσμο πρόβλημα των δανειστών μας παραμένει σχεδόν αμετάβλητο. Η άρνηση Τσίπρα να παρατείνει και, άρα, να αποδεχθεί το «καταστροφικό μνημόνιο», έστω και για τους μήνες που του χρειάζονται για να αντιπροτείνει το μεσοπρόθεσμο σχέδιό του, συγκρούεται σε τρεις τουλάχιστον από τις κόκκινες γραμμές που υψώνει η άλλη πλευρά.
Η πρώτη αφορά στην υποχρεωτική εκπλήρωση των συμβατικών όρων που έχει υπογράψει το Ελληνικό Κράτος. Η αθέτησή τους, εκτός των νομικών, παρουσιάζει πλείστα όσα σοβαρά προβλήματα κοινοβουλευτικής τάξης σε πολλές από τις χώρες των εταίρων μας, όπου οι μνημονιακές συμβάσεις έχουν κυρωθεί από τις εθνικές τους αντιπροσωπείες. Η «μνημονιακή λιτότητα» μπορεί, πράγματι, να μην αποτελεί μέρος των ευρωπαϊκών συνθηκών, η εφαρμογή της, όμως, αποτελεί όρο των δανείων που μας δόθηκαν και προϋπόθεση πρόσβασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας στη ρευστότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η δεύτερη είναι ακόμα πιο ανελαστική. Αφορά στο καταστατικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που υποχρεώνει τα μέλη του και τη διοίκησή του να δανείζουν μόνο σε περίπτωση που υπάρχουν δεσμεύσεις σαν κι αυτές που περιέχονται στην ελληνική δανειακή σύμβαση.
Η τρίτη δεν είναι τεχνική. Είναι, πρωτίστως, πολιτική. Και, ως εκ τούτου, σοβαρότερη. Αφορά σε δύο στρατηγικά ζητήματα ευρωπαϊκού επιπέδου. Το πρώτο είναι η δημιουργία ενός κακού προηγούμενου για τις άλλες χώρες, στις οποίες εφαρμόσθηκαν αντίστοιχα μνημόνια. Το δεύτερο, και περισσότερο ακανθώδες, είναι το προηγούμενο που δημιουργείται ενόψει τόσο των μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας), όσο και των επικείμενων εκλογικών αναμετρήσεων σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι, εκτός από την Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Φινλανδία κ.λ.π. Στη Γαλλία και τη Γερμανία οι, εντός του 2015, εκλογές είναι μεν περιφερειακές, όχι όμως ανώδυνες για τις εκεί εθνικές πολιτικές εξελίξεις ενόψει της ανόδου των αναπτυσσόμενων ευρωσκεπτικιστικών και λαϊκιστικών κινημάτων τους.
η συναισθηματική φόρτιση και η ιστορική έξαρση, που χαρακτήρισαν τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, αυξάνουν μεν κατακόρυφα το κεφάλαιο της δημοτικότητάς του, από την άλλη όμως μεριά υψώνουν, ταυτόχρονα, τον πήχη των ελπίδων σε σημείο που κινδυνεύει να περάσει από κάτω.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι, μάλλον, απίθανο να υπάρξουν εντός των επομένων ημερών οι αμφοτέρωθεν υποχωρήσεις που θα διευκολύνουν την αναζήτηση του «έντιμου συμβιβασμού». Γι’ αυτό και το πιθανότερο είναι η εβδομάδα να παρέλθει με την ανταλλαγή των τροχιοδεικτικών πυρών, που άρχισαν να εξαπολύονται από την προηγούμενη εβδομάδα.
Όμως, όσο καθησυχαστικό κι αν ακούγεται αυτό, στην πραγματικότητα μάλλον αυξάνει παρά μειώνει τους κινδύνους που απειλούν την ωρίμανση των διαπραγματεύσεων.
Ενώ προεκλογικά το μεγάλο πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο συνδυασμός της κοινωνικής απελπισίας από τις προηγούμενες κυβερνήσεις με τις χαμηλές προσδοκίες των πολιτών από τις προοπτικές και τις δυνατότητες μιας νέας διακυβέρνησης, μετεκλογικά οι επικοινωνιακοί χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ και ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν ο λόγος και η παρουσία των κυβερνητικών στελεχών του, έχουν εκτινάξει τις προσδοκίες της κοινής γνώμης σε τόσο υψηλό επίπεδο που δύσκολα θα μπορέσει να το υπερβεί η νέα κυβέρνηση, σε περίπτωση που είτε κάτι στραβώσει είτε κάτι πολύ μικρότερο του αναμενομένου επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Από αυτή την άποψη, η συναισθηματική φόρτιση και η ιστορική έξαρση, που χαρακτήρισαν τις χθεσινές προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, αυξάνουν μεν κατακόρυφα το κεφάλαιο της δημοτικότητάς του, από την άλλη, όμως, μεριά υψώνουν, ταυτόχρονα, τον πήχη των ελπίδων σε σημείο που κινδυνεύει να περάσει από κάτω.
Πρόκειται για μία ψυχολογική παράμετρο που ενδέχεται να αποδειχθεί διαπραγματευτικά ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής