Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας) (Birdman or The Unexpected Virtue of Ignorance)
****1/2*
ΗΠΑ, Καναδάς, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alejandro González Iñárritu
Πρωταγωνιστούν: Michael Keaton, Edward Norton, Andrea Riseborough
Διάρκεια: 119’
Σε ένα θέατρο του Broadway η νύχτα της πρεμιέρας πλησιάζει. Η μαρκίζα γράφει με μεγάλα γράμματα το όνομα του πρωταγωνιστή: Riggan Thomson. Ένας παλιός, ξεγραμμένος ηθοποιός που έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο ως ο υπερήρωας Birdman. Τίποτα, όμως, δεν πηγαίνει σωστά εντός του θεάτρου. Ο ίδιος καταδιώκεται από την ευκαιρία του να επανορθώσει και να ξαναφτιάξει την κατεστραμμένη οικογενειακή ζωή του, αλλά και ο υπόλοιπος θίασος πηγαίνει κατά διαόλου. Οι μέρες κυλούν και οι κριτικοί ακονίζουν τις λεπίδες τους. Η λύτρωση θα έρθει; Μετά από μια παύση αρκετά μεγάλης διάρκειας, ο Iñárritu επιστρέφει με ένα αριστούργημα, όπου τα πάντα λειτουργούν σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή και μας ξαναθυμίζει το γιατί το όνομα του Michael Keaton κάποτε γέμιζε το στόμα μας όταν αναφερόμασταν σε αυτόν.
Το Operation: Mindcrime των Queensryche ήταν ένας δίσκος που πάντα με γοήτευε, μια μέταλ όπερα γεμάτη δράμα, εξαιρετικές ερμηνείες, στιγμές ανατριχίλας και μια αφήγηση που την έβλεπες με τα αυτιά σου. Αλλά το σημαντικότερο όλων, όσον αφορά στο παρασκήνιο του δίσκου, είναι το γεγονός πως ο Geoff Tate, η φωνή πίσω από το μικρόφωνο, χρειάστηκε ψυχολογική βοήθεια μετά το τέλος των ηχογραφήσεων και των περιοδειών προκειμένου να μπορέσει να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον Nikki, τον πρωταγωνιστή του Mindcrime. Για καιρό εξακολουθούσε να ζει κάτω από τη σκιά του δημιουργήματός του. Που θέλω να καταλήξω με αυτό; Θα δείτε. Άλλη μια παρομοίωση πρώτα, για να γίνει πιο ξεκάθαρο αυτό που θέλω να πω.
Θυμάστε εκείνη τη σκηνή από το Mephisto του István Szabó όπου ο Karl Maria Brandauer καταδιώκεται από τους προβολείς του πάλκου που έστησαν προς τιμήν του οι ναζί, όπου και συνειδητοποιεί πως πλέον δεν μπορεί να ξεφύγει από τις πράξεις του; Αυτό το φως μοιάζει να περιέλουσε τον Tate. Όπως και τον Riggan Thomson, τον κεντρικό χαρακτήρα του Birdman, μπροστάρη και αρχικελευστή ενός θιάσου βασανισμένων ψυχών που δεν μπόρεσαν ποτέ να αντιμετωπίσουν τους εαυτούς τους και στο μέσον ενός αγωνιώδους αναβρασμού δείχνουν, επιτέλους, να σπάνε το προσωπείο που τους επιβάλλει η ιδιότητά τους ως ηθοποιών, να διαχωρίζονται από το φανταστικό. Η περίπτωση του Riggan, όμως, είναι αρκετά πιο προχωρημένη.
Όπως το (εξαιρετικό, μολαταύτα) μονοπλάνο που χρησιμοποιεί ο Iñárritu για να αφηγηθεί την υπαρξιακή παράσταση είναι πλαστό, αλλά ο θεατής το αντιλαμβάνεται ως πραγματικό, έτσι και οι χαρακτήρες του μοιάζουν να μην μπορούν πια να δουν πίσω από τη σκηνοθεσία που ακολουθούν και μπορούν να λειτουργήσουν μόνο στα πλαίσια αυτής, με ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική τους ζωή αλλά και στων γύρω τους. Το ίδιο πλαστό φαίνεται να είναι και το κουστούμι του Birdman, της φωνής που στοιχειώνει το κεφάλι του πρωταγωνιστή και του υπενθυμίζει το τρανό του παρελθόν. Μόνο που, ανάμεσα σε άλλα, λέει και την αλήθεια, μια αλήθεια καθόλου αρεστή. Η κατάβαση στην παράνοια και η αναζήτηση της κάθαρσης όσο η ταινία πλησιάζει προς το τέλος της αποκτά μεγαλύτερη δυσκολία.
Πέρα από την τραγωδία του νοήματος που συνεπάγεται η σύνθεση του σεναρίου, ο σκηνοθέτης δε σταματά να ασκεί κριτική στο σύστημα το οποίο περιγράφει. Σαν βγαλμένο από βιβλίο του Bret Easton Ellis, το φιλμ του βρίθει αναφορών σε εικόνες και ονόματα από τον κόσμο του θεάματος και της εμπορικής επιτυχίας, το σύστημα της showbiz, το κύκλωμα των κριτικών (έτσουξε λίγο, η αλήθεια είναι), όλα περνάνε μέσα από μια καθόλου τραχιά ή γιαλαντζί κριτική και το θάμπος υφίσταται με την αρνητική του έννοια. Και, επιπλέον, αρεσκόμενος στο να αφήνει ερωτήματα ανοιχτά για το θεατή, συγχέει με ενδιαφέρον αλήθεια και φαντασία, ίσως με κάποιες ευκολίες, αλλά αρκετές για να σηκώσουν συζητήσεις ανάμεσα σε αυτούς που αρέσκονται στην ανάπτυξη θεωριών και στην επίλυση γρίφων.
Τι να πει κανείς, επιπλέον, για τις ερμηνείες των ηθοποιών; Για τον αγχώδη εγωμανή Γαλιφιανάκη, την πικραμένη Naomi Watts, τη μοντέρνα αδιάφορη Emma Stone, τη γοητευτική Andrea Riseborough και τον μπουκοφσκικό Edward Norton; Με ικανότητα και υπομονή αναπτύσσουν τους πολυσχιδείς (συμβολικούς ως επί το πλείστον) ρόλους τους και, αν και κάποιοι δεν εξερευνώνται βαθύτερα, αυτό γίνεται λόγω της ίδιας της ιστορίας, όχι λόγω σεναριακών ή ερμηνευτικών κενών. Μα σίγουρα, αυτός που θα συζητηθεί περισσότερο απ’ όλους, που δικαίως θα θεωρηθεί στυλοβάτης της ταινίας και πολύ πιθανόν θα κρατήσει το χρυσό αγαλματίδιο είναι ο Michael Keaton σε μια τιτάνια επιστροφή. Άλλοτε παρανοϊκός, άλλοτε εγωιστής, μα πάντα πικραμένος και με διάθεση επανόρθωσης της ζωής του, ξέρει πως είναι να ζεις με ένα παρελθόν που χαρακτηρίζεται από ένα κοστούμι σούπερ ήρωα και συνοψίζει, ενδεχόμενα, τη ζωή του με απίστευτο τρόπο.
Αν ο Lloyd Bacon ζούσε σήμερα και επέμενε στο δράμα παρασκηνίου του Broadway, είναι πολύ πιθανόν η ταινία που θα έκανε να ήταν, αν όχι το Birdman, σίγουρα όμοιο με αυτό. Γλυκόπικρο, σουρεαλιστικό, ψυχωτικό, ένα κάμωμα της σκοτεινής πλευράς του εγκεφάλου που θέλει να χαμογελάσει και να ρίξει λίγο φως στα αυλάκια της.
Maps To The Stars ***1/2**
Καναδάς, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: David Cronenberg
Πρωταγωνιστούν: Julianne Moore, Mia Wasikowska, John Cusack
Διάρκεια: 111’
Μια κοπέλα που φορά γάντια επί μονίμου βάσης μετακομίζει στο Χόλυγουντ. Μια μεσήλικας ηθοποιός κάνει ό, τι μπορεί για να πάρει το ρόλο που έπαιζε η μητέρα της στο remake μιας ταινίας. Ένας νεαρός ηθοποιός δυναστεύει τους τριγύρω του με την κακομαθημένη συμπεριφορά του. Ένας ψυχολόγος υπόσχεται ότι με τη θεραπεία που προτείνει οι κακές εμπειρίες του παρελθόντος θα αφήσουν τους πελάτες του ήσυχους. Οι ζωές τους είναι πιο κοντινές απ’ όσο νομίζαμε και η ιστορία τους πολύ μακάβρια για να καλλωπιστεί, ακόμα και στο Χόλυγουντ. Η νέα ρότα του Cronenberg, που τον θέλει όχι τόσο εμφανώς φρικιαστικό όσο στο παρελθόν του, αφορά σε μια σήψη πανταχού παρούσα μα ελάχιστα φανερή. Μπορεί να μην πρωτοτυπεί ως προς το τι θέλει να πει, μα η σκηνοθεσία του και οι ερμηνείες κάποιων εκ των πρωταγωνιστών συνθέτουν μια ενδιαφέρουσα μεγάλη εικόνα που, εν τέλει, κυλά με γοργό ρυθμό.
Ένα Σπίτι στο Παρίσι (My Old Lady) *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Israel Horovitz
Πρωταγωνιστούν: Kevin Kline, Maggie Smith, Kristin Scott Thomas
Διάρκεια: 107’
Ο Matthias εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη για το Παρίσι, αφότου κληρονομεί από τον πατέρα του ένα διαμέρισμα εκεί. Κάτοικοι αυτού του διαμερίσματος, η υπερήλικας Mathilde και η κόρη της. Το διαμέρισμα ανήκει σε αυτές, σύμφωνα με τη νομοθεσία, μέχρι η Mathilde να αποβιώσει. Ο Mathias, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνει, αποφασίζει να πουλήσει το διαμέρισμα. Μέσα από την τριβή του με τις δύο γυναίκες, θα ανακαλύψει μια ιστορία την οποία δεν περίμενε να ακούσει ποτέ του. Αν και η Maggie Smith είναι σταθερά εξαιρετική, μα και το υπόλοιπο καστ αποδίδει χωρίς δυσκολίες τους ρόλους του, η ταινία καθαυτή δείχνει αβέβαιη ως προς το συναισθηματικό μονοπάτι που θέλει να ακολουθήσει, χωρίς ταυτόχρονα να παρουσιάζει ενδιαφέρον ως ιστορία. Κάτω του μετρίου.