Ο Mark Lanegan έφυγε χθες σε ηλικία 57 ετών. O αγαπημένος “καταραμένος” με την εθιστικά βραχνή φωνή, σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 2021, κυκλοφόρησε ένα ακόμα βιβλίο με απομνημονεύματα, που έχει τον τίτλο Devil in a Coma και μέσα σε αυτό περιγράφει την εμπειρία του με τον κορωνοϊό, από τον οποίο νόσησε την πρώτη περίοδο της έξαρσής του. Ένα μεγάλο απόσπασμα δημοσίευσε ο Guardian, στο οποίο ο ίδιος μιλά για το πώς ξεκίνησαν οι παραισθήσεις από τη νόσο, για το τεχνητό κώμα στο οποίο τον υπέβαλαν στο νοσοκομείο και τα παράξενα όνειρά του.
«Ένιωθα αδύναμος και άρρωστος για μερικές μέρες και μετά ξύπνησα ένα πρωί εντελώς κουφός. Η ισορροπία μου ήταν κλονισμένη και το μυαλό μου σε μια σουρεαλιστική, ψυχεδελική ονειρική κατάσταση, έχασα την αίσθηση των ποδιών μου όταν ήμουν στην κορυφή της σκάλας. Βρέθηκα με το κεφάλι πάνω από τις φτέρνες μου, χτύπησα στο περβάζι καθώς έπεσα κάτω από τη στενή σκάλα στο σπίτι μου. Πάταγος. Η σύζυγός μου ήταν έξω για ιππασία όλη την ημέρα και γύρισε μετά από ώρες ενώ εγώ ακόμα δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα, δεν μπορούσα να κινηθώ, είχα δύο τεράστια χτυπήματα στο κεφάλι μου και το γόνατό μου δεν άντεχε να σηκώσει το βάρος μου.
Για δύο μέρες προσπάθησα να πάω από τη σκάλα στον καναπέ χωρίς επιτυχία. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, ούτε η γυναίκα μου μπορούσε να υποστηρίξει το σώμα μου που ζύγιζε 90 κιλά, έτσι ξάπλωσα υποφέροντας, σε μερικές κουβέρτες στο σκληρό πάτωμα. Τα πλευρά μου είχαν ραγίσει, η σπονδυλική μου στήλη μελανιασμένη, ταλαιπωρημένη και πονούσε και το ήδη χρόνιο ταλαιπωρημένο γόνατό μου έφυγε ξανά, σαν να είχαν σκιστεί κάποιοι τένοντες ή να κόπηκε ένας σύνδεσμος. Το πόδι μου ήταν άχρηστο. Κάθε απόπειρα αναπνοής ήταν μια μάχη, όσο κι αν προσπάθησα να πάρω μια φυσιολογική ανάσα. Αν και αρνήθηκα να πάω στο νοσοκομείο, η γυναίκα μου κάλεσε τελικά ένα ασθενοφόρο χωρίς να το ξέρω και με έβγαλαν στην αυλή με φορείο. Κατέληξα στην εντατική, ανίκανος να εισπνεύσω οξυγόνο και διαγνώστηκα με κάποιο εξωτικό νέο στέλεχος του κορωνοϊού για το οποίο δεν υπήρχε θεραπεία, φυσικά. Με έβαλαν σε ιατρικά προκληθέν κώμα και δεν θυμόμουν τίποτα από όλα αυτά.
Τώρα, έναν μήνα αργότερα, αφού με επισκέφτηκαν πολλά περίεργα όνειρα, παράξενα οράματα, σκοτεινό σκοτάδι, αναξιόπιστες αναμνήσεις και επαναλαμβανόμενες παραισθήσεις, όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα δηλαδή των παραλίγο θανατηφόρων εμπειριών, είχα ξανά τις αισθήσεις μου. Ήμουν ακόμα στην εντατική, ο καθετήρας μου έσπρωχνε το πέος, κάθε προσπάθεια να πάρω μια βαθιά ανάσα –ακόμα και ένα χασμουρητό– μου έδινε την αίσθηση ότι με χτυπούν στο στήθος με μια βαριοπούλα 20 κιλών. Απ΄ότι φαίνεται είχα φύγει από τον κόσμο και είχα επανέλθει περισσότερες από μία φορές, σύμφωνα με τους γιατρούς και τις νοσοκόμες.
Με ρωτούσαν τρεις φορές την ημέρα αν ήξερα πού βρισκόμουν και σπάνια έδινα σωστή απάντηση. Κάποιες φορές έλεγα ότι οδηγούσα μίλια για να παραδώσω ναρκωτικά σε κάποιον σε άλλη πόλη ή ότι αποσυναρμολογούσα ένα κλεμμένο αυτοκίνητο μετά τα μεσάνυχτα για να πουλήσω ή να ανταλλάξω ανταλλακτικά. Άλλες ότι έφτιαχνα στοίβες με πατάτες σε παλέτες στο εργοστάσιο ή ότι χρησιμοποιούσα μεταλλικούς γάντζους για να βάλω δέματα σανού σε ένα τρακτέρ, κάτω από τον δυνατό καλοκαιρινό ήλιο στην ανατολική Ουάσιγκτον. Ή ότι μαγείρευα πρωινό μεθυσμένος, με τηγανίτες και αυγά σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο μετά από ποτό και ολονύχτιο μεθύσι. Κάποιες δηλαδή από τις δραστηριότητες που έκανα στα νιάτα μου. Κατά καιρούς ένιωθα ότι βρισκόμουν σε ένα βαν για τουρνέ στις ΗΠΑ ή στο Ηνωμένο Βασίλειο και θυμάμαι ότι νόμιζα ότι ήμουν σε ένα τρένο και ταξίδευα μέσω της Αυστραλίας για λίγο. Η Κίνα, η Μέση Ανατολή, οι πεδιάδες του Καναδά και όπου είχα μεγαλώσει στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό, ήταν όλα μέρη που φαντάστηκα ότι βρισκόμουν ανάμεσα στους καταραμένους. Δεν είχα ιδέα από πού προέρχονταν αυτές οι αυταπάτες αλλά ήταν πάντα παρούσες.
Καταλάβαινα για λίγο ότι ήμουν συνδεδεμένος με ιατρικό εξοπλισμό αλλά ένιωθα ότι τα δωμάτια όπου βρισκόμουν πάντα άλλαζαν. Ένα σπίτι, κάπου σε κάποια παρασκήνια μιας σκηνής… Και ενώ τα δωμάτια ήταν πάντα διαφορετικά, η θέα έξω από το παράθυρο ήταν πάντα η ίδια. Στην πραγματικότητα ήμουν σε ένα νοσοκομείο 20 λεπτά από το σπίτι μου, στην κομητεία Kerry της Ιρλανδίας και δεν συνειδητοποιούσα ότι η θέα στο όνειρό μου ήταν αυτή έξω από το παράθυρο στο δωμάτιο του νοσοκομείου.
Ένα βράδυ ονειρευόμουν ότι ζούσα σε ένα μεγάλο υπόγειο διαμέρισμα χωρίς παράθυρα, σε ένα βροχερό μέρος στο Σιάτλ, με πολλές από τις πρώην φίλες και πρώην συζύγους μου. Αρκετές από αυτές με μισούσαν στην πραγματική ζωή αλλά στο όνειρο ήταν όλες σε αρμονία μεταξύ τους και ένιωσα μια γαλήνη να με κυριεύει. Ένα άλλο βράδυ ονειρευόμουν ότι επέστρεψα στο πρώην σπίτι μου στην Καλιφόρνια, ένα μέρος που πάντα ορκιζόμουν ότι δεν θα άφηνα ποτέ, πετώντας μαγικά πάνω από τα οπωροφόρα δέντρα, με το αγαπημένο μου σκυλάκι στην αγκαλιά μου, κόβοντας μυρωδάτα μήλα από τις κορυφές των δέντρων και ταΐζοντάς το κι εκείνο έγλειψε το πρόσωπό μου, όπως ακριβώς είχε κάνει την ημέρα που πέθανε και μου ράγισε την καρδιά. Ξύπνησα κλαίγοντας, με το πουκάμισό μου μουσκεμένο από δάκρυα απόγνωσης. Από τη στιγμή που με έβγαλαν από τεχνητό κώμα και μου είπαν τι είχε συμβεί και πού βρισκόμουν, ήμουν αποφασισμένος να επιβιώσω από αυτόν τον εφιάλτη, παρ’ ότι δεν είχα σχεδόν καθόλου άποψη επάνω στο θέμα και καθόλου πυρομαχικά για να το πολεμήσω.
Έξι εβδομάδες αργότερα και ακόμα στη ΜΕΘ, ώρα 3.30 π.μ., ήμουν πλέον ξύπνιος, ακατέργαστος, ακόμα πάλευα για λίγο αέρα. Διαλυμένος από τη ατέλειωτη αϋπνία και τις δύο κλωτσιές στα αρχίδια μου, τον ιό και τα τραύματά μου δηλαδή, είχα αρχίσει και ευχόμουν να βρισκόμουν ακόμα σε ιατρικό μπλακάουτ. Ήταν ξεκάθαρο ότι όσο κι αν λαχταρούσα κάποια προσωρινή λήθη, οι θλιβερά ανεπαρκείς ποσότητες Seroquel, Xanax και OxyContin που μου έδιναν δεν θα μπορούσαν να με κοιμήσουν για περισσότερο από λίγα λεπτά κάθε φορά – απ΄ότι φαίνεται αυτά είναι τα κατάλοιπα από τότε που έπαιρνα μόνος μου δόσεις σε μέγεθος ελέφαντα για χρόνια από τα αντίστοιχα φάρμακα. Για μένα ήταν δεύτερη φύση να καταπίνω τις ταμπλέτες σαν καραμέλες και το έκανα για τόσο πολύ καιρό, που είχα ξεχάσει πώς ένιωθα στην πραγματικότητα, εκτός αν σταματούσα για ένα διάστημα και μετά ξανάρχιζα. Και, φυσικά, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να έρθει κάποια στιγμή που θα τα χρειαζόμουν πραγματικά.
Καθώς άρχισα σιγά-σιγά να ξαναβρίσκω τα διαλυμένα μυαλά μου, η συμφωνία που είχα κάνει με έναν νυχτερινό γιατρό για πρόσθετα φαρμακευτικά προϊόντα ήταν αναμενόμενο να γαμηθεί και φυσικά δεν μου έδωσε ούτε τα φάρμακα που μου είχε υποσχεθεί, ούτε μου δόθηκε η ελευθερία να καπνίσω ένα τσιγάρο στο παράθυρο πριν σβήσουν τα φώτα. Όλα έμοιαζαν σαν κάτι που συνέβαινε ξανά, ένα ανεπιθύμητο deja vu, με το τελικό αποτέλεσμα προκαθορισμένο. Ο χωριάτης Νοστράδαμος μέσα μου αποδεικνυόταν συχνά σωστός ως προς κάποια πιθανά αποτελέσματα για κάθε δεδομένη κατάσταση στη ζωή μου αλλά αυτό που μου έλεγε σε εκείνη τη φάση το αυτοκαταστροφικό μυαλό μου δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό. Ωστόσο, μου φάνηκε αδύνατο να μην έχω αυτές τις ανεπιθύμητες σκέψεις στο κεφάλι μου τουλάχιστον 50 φορές την ημέρα. Ήμουν τόσο θυμωμένος που μου στέρησαν το τσιγάρο που μου είχαν υποσχεθεί, ώστε σταμάτησα να αλληλεπιδρώ με το προσωπικό για περίπου μία εβδομάδα. Ήταν περιττό βασανιστήριο.
Η κατάσταση μού θύμιζε όλο και περισσότερο ένα ατελείωτο διάστημα στη φυλακή της κομητείας που δεν μπορούσα να το κουνήσω ρούπι, με την ημερομηνία της δίκης μου να είναι εσκεμμένα απροσδιόριστη και να μετακινείται διαρκώς για να με κρατήσουν μέσα. Ό,τι κι αν υπήρχε μέσα σε αυτό το βαγόνι που είχα ανέβει, δεν ήταν καθόλου αστείο. Είχα δεχτεί το μερίδιό μου από κλωτσιές που μου άξιζαν μέσα στα χρόνια, αλλά αυτό το πράγμα προσπαθούσε να με αφοπλίσει. Στο σώμα και στο μυαλό. Και δεν μπορούσα να δω το τέλος του.
5μιση π.μ., φώτα αναβόσβηναν, νοσοκόμες γελούσαν και είχαν ήδη αρχίσει να εργάζονται στον διάδρομο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ ούτε πέντε λεπτά και το ήθελα πολύ. Έπρεπε να φύγω από εδώ, αυτό ήταν πρωταρχικής σημασίας. Μία από τις γοητευτικές παρενέργειες του Covid ήταν η απώλεια της όσφρησης και της γεύσης, καθιστώντας ό,τι προσπάθησα να φάω να μοιάζει σαν να είχε ψηθεί σε λεκάνη με άμμο γάτας. Όσο περισσότερο οι γιατροί συνέχιζαν να τονίζουν τη σημασία του να τρώω και να με πιέζουν ατελείωτα με φαγητό, τόσο λιγότερες ήταν οι πιθανότητες να βάλω κάτι από αυτό στο στόμα μου και μετά από άλλη μια δύσκολη απόπειρα λήψης αίματος, αρνήθηκα κατηγορηματικά να γίνω ανθρώπινο σουρωτήρι. Όσο είχα τις αισθήσεις μου θα αντιστεκόμουν. Τα νεφρά μου, είπαν ότι είχαν εκραγεί και όσο ήμουν σε κώμα διαλυόμουν, με τους γιατρούς να προβλέπουν καθημερινά καταστροφή, προετοιμάζοντας τη σύζυγό μου και τον άμεσο κύκλο φίλων μου για επικείμενη αιμοκάθαρση ή μεταμόσχευση. Είπαν στη γυναίκα μου ότι πλέον κατείχα το ρεκόρ της μεγαλύτερης παραμονής σε αυτή την κατάσταση για να επιβιώσω, στο συγκεκριμένο ίδρυμα.
Ήξερα πού κρύβονταν οι φλέβες μου που είχαν απομείνει και θα μπορούσα να έχω πρόσβαση σε αυτές, αν επιτρεπόταν, αλλά το τελευταίο πράγμα που θέλει ένας γιατρός είναι να κάνει ένας ασθενής κάτι που δεν μπορεί. Προσπάθησαν να κάνουν μια συμφωνία μαζί μου: να προσπαθούν να παίρνουν αίμα από μια αρτηρία τη φορά ή να προσπαθήσουν πέντε φορές να βρουν μια συμβατική φλέβα. Άσκησα αμέσως βέτο σε αυτό το σχέδιο. Θα ήμουν καταραμένος πριν αφήσω έναν πραγματικό γιατρό ή οποιονδήποτε άλλο να επιμένει σε μια αρτηρία. Είναι μια οδυνηρή υπόθεση. Είχα χτυπήσει κατά λάθος ηρωίνη στο παρελθόν και η ανάμνηση αυτής της άθλιας εμπειρίας δεν έχει φύγει ποτέ. Άλλες πέντε προσπάθειες λοιπόν σε μια φυσιολογική φλέβα δεν θα είχαν αποτέλεσμα ούτε για μένα.
Τους ζήτησα να δοκιμάσουν στη σφαγίτιδα φλέβα μου και να τελειώνουν με όλο αυτό, αλλά ο νεαρός γιατρός εξέφρασε τρόμο, καθώς δεν είχε πάρει ποτέ πριν αίμα από τον λαιμό κάποιου. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου πάντα ήξερα ότι αυτές οι φλέβες που είχαν απομείνει, θα αποδεικνύονταν πολύτιμες κάποια στιγμή».