Με μια σεμνή, λιτή και παραδοσιακά ατέλειωτη τελετή λήξης, έριξε χθες βράδυ την αυλαία του το 54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το τέταρτο υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Εϊπίδη, τον οποίο η παρουσιάστρια της βραδιάς, Στεφανία Γουλιώτη, υποδέχτηκε στη σκηνή με ένα εκστατικό λογύδριο, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ, τον αποθέωσε ως σωτήρα της διοργάνωσης και μόνο εναπομείναντα υπέρλαμπρο φάρο του πολιτισμού και της κινηματογραφικής αλήθειας.

Ο Δημήτρης Εϊπίδης, ένας άνθρωπος με βαθιά γνώση του φεστιβαλικού κυκλώματος, θητείες σε διάφορες θέσεις, διαφόρων φεστιβάλ σε διάφορες χώρες του κόσμου, παρέλαβε το Φεστιβάλ από τα χέρια της Δέσποινας Μουζάκη, ως ένα οικονομικά καταρρέον πανηγύρι ιδεασμών μεγαλείου. Και το απέκδυσε απ’ τα πιο πολυέξοδα χαρακτηριστικά του, κρατώντας αυτό του ανεξάρτητου, κάπως ανεξερεύνητου, και λίγο ριψοκίνδυνου διεθνούς κινηματογράφου. Δεν ανακάλυψε τον τροχό: το Φεστιβάλ είχε και αυτήν την ταυτότητα, από γεννησιμιού του. Απλώς, ο Εϊπίδης, έκοψε τις υπόλοιπες.

Το στοίχημα το κέρδισε, είναι πια προφανές: πάνω από 90% πληρότητα στις αίθουσες, sold out προβολές σε όλες τις χρονικές ζώνες της μέρας κι ένα σύνολο ταινιών που, εντάξει, μπορεί να μην σε κάνει να παραμιλάς απ’ τον ενθουσιασμό σου, αλλά σίγουρα δεν σε κάνει να παραμιλάς απ’ τη φρίκη. Χρησιμοποιώντας το ευρύ φάσμα του κινηματογραφικού του κυκλώματος, έχει καταφέρει για τέσσερις συναπτές χρονιές, να μαζέψει στη Θεσσαλονίκη ταινίες καλές, ενδιαφέρουσες και συνεπείς με τον προσανατολισμό του. Αν χρειαζόταν απόδειξη, δηλαδή, έχει αποδειχθεί ένας πολύ καλός προγραμματιστής. Ως διευθυντής, όμως, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

Ο κος Εϊπίδης, κλείνει φέτος την τετραετία του στην διεύθυνση του μόνου πραγματικά διεθνούς κινηματογραφικού φεστιβάλ της χώρας. Τα λέγαμε και τις προάλλες, ότι ένα τέτοιου τύπου φεστιβάλ, με κρατικώς επιχορηγούμενα βραβεία κιόλας, είναι ζημιογόνο, αν όχι και καταστροφικό για τη κινηματογραφία της χώρας του, να μην θεωρεί υποχρέωσή του, εκτός από διεθνές, να είναι και εθνικό. Το λιγότερο που μπορεί να κάνει, είναι να μην θέτει περιορισμούς κι εμπόδια στις ελληνικές ταινίες να έρθουν στη Θεσσαλονίκη.

Το περισσότερο, να προσπαθήσει να τις εντάξει στο πρόγραμμά του, με έναν τρόπο που να τις αναδεικνύει και να τις προωθεί. Κι όχι μόνο στο διεθνές του ακροατήριο, αλλά και στο ντόπιο –δεν είναι δα ότι κι οι ίδιοι οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα περήφανοι για την κινηματογραφία τους. Όταν, όμως, δεν μιλιέσαι με τη μισή κινηματογραφική βιοτεχνία της χώρας, πώς να το κάνεις αυτό; Μια αίθουσα αφιερωμένη στην ντόπια παραγωγή, την οποία να προβάλει σε κυλιόμενο πρόγραμμα, είναι, ίσως, μια αρχή.

Επιπλέον, ένα διεθνές φεστιβάλ με εμπορικό χαρακτήρα (ένα φεστιβάλ που έχει κι Αγορά, δηλαδή), δεν δίνει τη μάχη του μονάχα στις αίθουσες. Ο ίδιος ο κος Εϊπίδης, άλλωστε, έχει επανειλημμένα πει και δείξει με πράξεις, ότι η άποψη των δημοσιογράφων που μαζεύει το φεστιβάλ του απ’ το εξωτερικό, τον ενδιαφέρει σφόδρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, έκοψε και τα βραβεία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου απ’ την τελετή λήξης του: ο πρόεδρός της, καταχραζόταν το βήμα που τού παρεχόταν, για να κάνει πολιτικές παρεμβάσεις, τις οποίες οι διεθνείς καλεσμένοι του φεστιβάλ, ούτε καταλάβαιναν, ούτε εκτιμούσαν, σύμφωνα με τον κο διευθυντή.

Θα σου πω κι εγώ, λοιπόν, ότι καλά έκανε και την έκοψε την ΠΕΚΚ. Οι παρεμβάσεις του (αιωνόβιου, θαρρείς) προέδρου της, Ανδρέα Τύρου, μολονότι συνήθως εύστοχες, σε τελική ανάλυση δεν ήταν παρά κάτι ακατάληπτα υπνωτιστικά δεκάλεπτα, τα οποία δεν καταλάβαινε κανένας άλλος, πέρα απ’ το στενό ντόπιο ενδό- και παρα-κινηματογραφικό κύκλο. Στον οποίο θα μπορούσε, άλλωστε, να απευθυνθεί και μέσα απ’ το θεσμό του, και μέσα απ’ την εφημερίδα του. Τα υπόλοιπα βραβεία, όμως, που κρατάει ακόμη ο Εϊπίδης, σε ποιον απευθύνονται;

Καταρχάς, τα παραφεστιβαλικά: κάτι βραβεία που δείχνουν ότι όποιος έχει καναδυό χιλιάρικα να διαθέσει, μπορεί να ανέβει στη σκηνή της τελετής να κάνει το κομμάτι του. Πάρε, όμως, τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά βραβεία του κόσμου, τα Όσκαρ. Έχεις δει την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου του Λος Άντζελες, να πηγαίνει να δίνει τις Χρυσές Σφαίρες απάνω στη σκηνή των Όσκαρ; Την ένωση κριτικών της Νέας Υόρκης, ή την άλλη της Βοστώνης ξερωγώ, να τα δίνουν την ίδια μέρα με τα Όσκαρ; Όχι. Το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, είναι οι Κάννες. Πέρα απ’ τους Χρυσούς Φοίνικες, όμως, στο φεστιβάλ των Κανών, δίνονται καμιά δεκαριά ακόμα, παράπλευρα βραβεία. Έχεις δει την ένωση Χριστιανών που δίνει το Οικουμενικό Βραβείο, ας πούμε, να ανεβαίνει στη σκηνή με τον Fremaux, να λέει τα δικά της; Πάλι όχι.

Τα παράπλευρα φεστιβαλικά βραβεία, όπως και τα βραβεία των δημοσιογραφικών, ή ό,τι-άλλο ενώσεων, ξεκινούν να μοιράζονται μέρες, ή μήνες πριν, αντίστοιχα, χτίζοντας το momentum που οδηγεί στην μεγάλη τελετή, και το buzz των ίδιων των ταινιών που βραβεύονται. Άρα γιατί το κανάλι της Βουλής να ανεβαίνει στη σκηνή, ή ο εκπρόσωπος της Αθηναϊκής Ζυθοποιΐας, να προσπαθεί να μάθει άρθρωση μπροστά μας, και να ξεχειλώνει την λιτή, σεμνή τελετή του Εϊπίδη, σε ένα βασανιστικό εξηντάλεπτο ατέλειωτης κλακαδορίας;

Κι ύστερα, ας πιάσουμε και τα βραβεία του ίδιου του Φεστιβάλ. Χθες βράδυ, θριάμβευσε το ισπανομεξικανικό Κελί από Χρυσάφι, του Διέγο Κεμάδα. Πήρε το Χρυσό Αλέξανδρο, πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας, πήρε το βραβείο της Βουλής, πήρε και το βραβείο κοινού. Τον Αργυρό Αλέξανδρο, τον πήρε η Σουζάν, της Γαλλίδας Κατέλ Κιγιεβερέ, η οποία μάζεψε επίσης Γυναικεία Ερμηνεία και Καλλιτεχνική Επίτευξη. Η εκπρόσωπος της εταιρείας διανομής που θα βγάλει τις δυο ταινίες στις αίθουσες, ανέβηκε στη σκηνή επτά (!) φορές για να πάρει τα βραβεία, μιας και δεν ήταν παρών στην τελετή κανένας απ’ τους συντελεστές. Όπως δεν υπήρξε, γενικότερα, κανένας απ’ τους νικητές, από καμία διεθνή ταινία.

JAULA DE ORO (2)

Αν έλειπε κι η Ελίνα Ψύκου, της οποίας Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά, βραβεύθηκε απ’ την FIPRESCI ως καλύτερη ελληνική ταινία, και μοιράστηκε εξ ημισείας το βραβείο ανδρικής ερμηνείας με το Χιλιανό Το Ποτό του Διαβόλου (κι είχε κερδίσει και το «εξόριστο» βραβείο της ΠΕΚΚ νωρίτερα), ή αν έλειπε κι ο Βασίλης Ραΐσης, που πήρε το βραβείο κοινού για την ελληνική ταινία, με την Τελευταία Φάρσα, στην τελετή θα βλέπαμε μονάχα διανομείς, ατζέντηδες και δημοσιογράφους συμπατριώτες των νικητών.

paraskeyas1

Δεν ξέρω αν ο κος Εϊπίδης, βρίσκει λιγότερο ασόβαρη αυτήν την εικόνα για τους διεθνείς δημοσιογράφους του, απ’ το να έχει τον πρόεδρο της ΠΕΚΚ επί σκηνής. Αλλά εν πάσει περιπτώσει, αν δεν θέλει να βάλει την επιτροπή του να βγάζει τα βραβεία της αρκετά νωρίς, για να μπορεί να κρατήσει τους νικητές του στη Θεσσαλονίκη να παραλάβουν, ας πάρει καμιά ιδέα απ’ τις Νύχτες Πρεμιέρας. Οι οποίες και σ’ αυτό του’ βαλαν τα γυαλιά εφέτος, αφού είχαν, τουλάχιστον, κάτι συνδέσεις Skype για τα ευχαριστήρια. Διαφορετικά, ας μας στέλνει απλώς τα βραβεία σ’ ένα mail, και ας πηγαίνουμε κατευθείαν να βλέπουμε την ταινία λήξης που μας έφερε. Το οποίο, άλλωστε, μάλλον τον ενδιαφέρει περισσότερο.