Μπροστά σε μια τζαμαρία της οδού Σταδίου, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι παρακολουθεί τις γυναίκες με τις πολύχρωμες φλοράλ ποδιές και το πράσινο μαντίλι στα μαλλιά που πλάθουν καθημερινά τεσσάρων διαφορετικών ειδών ζύμες και τις προορίζουν είτε για το τηγάνι είτε για τον φούρνο προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανυπομονησία όσων περιμένουν στον αριθμό 27 να απολαύσουν ένα παραδοσιακό, χειροποίητο και αχνιστό ρώσικο έδεσμα.
Το «Καλίνκα – Μαλίνκα» στα Ρώσικα είναι η υποκοριστική ονομασία για τα κράνα και τα μούρα και παράλληλα ο τίτλος ενός δημοφιλούς λαϊκού τραγουδιού που χρονολογείται από το 1860. Πριν από δύο χρόνια όμως, στην Ελλάδα άρχισε να σημαίνει «ολόφρεσκα πιροσκί φτιαγμένα με διαλεχτά υλικά από τη ζύμη μέχρι τη γέμιση». Ο Ευγένιος και η Πωλίνα άνοιξαν το πρώτο τους μαγαζί στη συμβολή των οδών της Σόλωνος και της Μαυρομιχάλη, αφού πρώτα αναζήτησαν τις συνταγές που γεμίζουν διαχρονικά τα τραπέζια της μεγαλύτερης έκταση χώρας του πλανήτη, από την οποία μάλιστα κατάγονται.
Ανάμεσα σε φολκλόρ ταπετσαρίες, ξύλινες κουτάλες, μικρές και μεγάλες μπάμπουσκες τα ταψιά βγαίνουν το ένα πίσω από το άλλο από την ανοιχτή κουζίνα του μαγαζιού και ξαναγεμίζουν τη βιτρίνα μπροστά από την ουρά που συνεχώς ανανεώνεται. «Επί τρία χρόνια μελετούσαμε τις συνταγές καθώς και τα υλικά που θα χρησιμοποιήσουμε σε καθεμία από αυτές και πλέον νομίζουμε πως είμαστε κάτι σαν τεχνικοί τεχνολογίας τροφίμων δίχως πτυχίο. Αυτό που μας χαροποιεί είναι πως πολλοί μπαίνουν στο μαγαζί πιστεύοντας πως μπορούμε να τους προσφέρουμε πιροσκί αποκλειστικά με γέμιση λουκάνικο και τελικά βρίσκονται ανάμεσα σε 27 διαφορετικές συνταγές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έρχονται επιφυλακτικοί καθώς έχουν προλάβει ένα παλαιότερο μαγαζί ενός Ρώσου στην Πανεπιστημίου και -όπως συνηθίζουν να μας λένε- δεν πιστεύουν πως τα δικά μας θα είναι εξίσου καλά ή καλύτερα από εκείνα που έτρωγαν τότε. Όταν όμως φεύγουν έχοντας αγοράσει μόνο ένα κομμάτι και επιστρέφουν για να πάρουν άλλα δέκα, τότε καταλαβαίνουμε πως κάτι έχουμε κάνει σωστά». Δεν είναι λίγοι εκείνοι λοιπόν που φεύγουν όχι με ένα, ούτε με δύο, αλλά με κούτες γεμάτες τηγανιτά και πιροσκί φούρνου στα χέρια ενώ ορισμένοι τηλεφωνούν για να μάθουν σε πόση ώρα θα είναι έτοιμη η δική τους αγαπημένη συνταγή που δεν θα τους κοστίσει κάτι παραπάνω από 1.60 ευρώ το τεμάχιο.
Η αφράτη, τηγανισμένη ζύμη γεμίζεται με κιμά (σκέτο ή με βραστό αυγό), πατάτα (σκέτη ή με μανιτάρια), κοτόπουλο με μανιτάρια, τυρί φέτα (παραλλαγή αλά ελληνικά για όσους έχουν συνδέσει το πρωινό τους με την κλασική τυρόπιτα), φρέσκο κρεμμύδι με βραστό αυγό, λουκάνικο φρανκφούρτης (σκέτο ή με τυρί γκούντα) ενώ διαφορετική συνταγή αποτελεί η επίσης παραδοσιακή πίτα και μαγειρεμένη στο τηγάνι «τσεμπουρέκ» με μοσχαρίσιο κιμά. Εκείνοι που νηστεύουν μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε γέμιση λάχανο με καρότο ή λάχανο με μανιτάρια. Οι περισσότερες από τις παραπάνω γεύσεις προσφέρονται και σε ζύμη φούρνου, ενώ για επιδόρπιο προσφέρονται τα πιροσκί με μήλο και κανέλα, με ζάχαρη άχνη και κανέλα, με πραλίνα φουντουκιού, με κρέμα βανίλια, με παπαρουνόσπορο, με ανθότυρο και σταφίδα καθώς και η σπεσιαλιτέ «Καλίνκα- Μαλίνκα» με φρέσκα μούρα, βύσσινο, κεράσι, μαύρο και κόκκινο φραγκοστάφυλο.
Καθώς όμως στη Ρωσία, τα πιροσκί θεωρούνται πλήρες γεύμα και καταναλώνονται όχι μόνο κατά τις πρωινές ώρες αλλά μπορούν να σταθούν και μόνα τους σε ένα μεσημεριανό τραπέζι, στα δύο καταστήματα του κέντρου της Αθήνας διατίθενται όχι μόνο σε μεμονωμένες μερίδες αλλά και με το κιλό σε περίπτωση που θέλεις να κάνεις ένα πάρτι ή δεν το έχεις καθόλου με τον πλάστη ενώ με ένα τηλεφώνημα έρχονται έξω από την πόρτα σου. Αν βέβαια θέλεις να έχεις μια ολοκληρωμένη γαστριμαργική εμπειρία μάλλον ήρθε η ώρα να δοκιμάσεις μια γνήσια ρώσικη σαλάτα, με μορταδέλα, βραστό αυγό, πατάτα, καρότο, αγγουράκια, αρακά και μαγιονέζα και να διαπιστώσεις πως είναι πολύ πιο γευστική από αυτή που τόσα χρόνια έβαζες στο καλάθι του σούπερ – μάρκετ.