Το CTC έκανε την εμφάνισή του στην οδό Λεωχάρους στα Ιλίσια πριν από έξι χρόνια, τότε που η χώρα έμπαινε στα capital controls. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να γίνει talk of the town. Τα πιάτα του Αλέξανδρου Τσιοτίνη απέκτησαν το δικό τους φανατικό κοινό, που ανυπομονούσε κάθε φορά να ανακαλύψει τι άλλο είχε ετοιμάσει ο ταλαντούχος σεφ. Με σπουδές στην Palmie και θητείες δίπλα σε μεγάλους σεφ, όπως ο Éric Fréchon και ο Michel Bras, ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης, θέλησε να μεταφέρει τις γνώσεις και την δημιουργικότητά του στο ελληνικό κοινό, υπολόγισε όμως, χωρίς το ελληνικό κλίμα. «Από τα πρώτα προβλήματα που συναντήσαμε στο προηγούμενο μαγαζί ήταν το γεγονός ότι δεν είχαμε εξωτερικό χώρο, έναν κήπο. Σε μια Ελλάδα που ο κήπος είναι κάτι που επιζητείται περίπου 7 μήνες τον χρόνο. Όταν λοιπόν βρέθηκε αυτή η ευκαιρία, την αρπάξαμε».
Ο αριθμός 15 της Πλαταιών στον Κεραμεικό ήταν χρόνια συνδεδεμένος με το καλό φαγητό, αφού εκεί βρισκόταν ένα εμβληματικό εστιατόριο της πρωτεύουσας, το Αθήρι. Πλέον, στην αυλή του φιλοξενούνται τα τραπέζια του CTC, που κέρδισε και αυτό επάξια τον τίτλο του εμβληματικού. «Ψάχναμε αρκετό καιρό. Το Αθήρι ήταν ένα πολύ γνωστό μαγαζί και όταν μάθαμε ότι κλείνει, ξέραμε ότι κάποιος θα το διεκδικήσει και ήμασταν κι εμείς ανάμεσα σ’ αυτούς. Δεν θεωρώ ότι είναι ακριβώς μια καινούρια αρχή. Μεταφέραμε τον κόσμο μας σε έναν καινούριο χώρο, δίνοντας του την ευκαιρία να μας ανακαλύψει ξανά».
Οι γεύσεις παραμένουν γνώριμες, χωρίς ποτέ να γίνονται βαρετές, καθώς η προσοχή στην πρώτη ύλη και η δημιουργικότητα του ταλαντούχου σεφ και της ομάδας του υπόσχονται κάθε φορά ένα νέο γευστικό ταξίδι και μια νέα έκπληξη. «Το μενού στηρίζεται πάντα στην γνώριμή μας φιλοσοφία. Είναι τυφλό μενού. Δεν ξέρει ο επισκέπτης τι θα φάει. Παραμένουμε δημιουργικοί και ελληνικοί στον βαθμό που μας επιτρέπεται. Ο κατάλογος αλλάζει ανάλογα με την εποχικότητα και τις πρώτες ύλες που έχουμε διαθέσιμες στην αγορά».
Ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης δεν θέλει να βάζει όρια στον εαυτό του και δεν του αρέσουν οι ταμπέλες, γι΄αυτό και δεν θέλει να αποκαλέσει την κουζίνα του αμιγώς ελληνική. «Γενικότερα το μενού θέλω να έχει ελληνικότητα, γιατί είμαι Έλληνας και μ’ αρέσει η ελληνική κουζίνα, αλλά δεν κυνηγάω απαραίτητα την ταυτότητα αυτή».
Αυτή τη στιγμή το μενού αποτελείται από 11 στάδια. Τα πιάτα βγαίνουν ένα-ένα μέχρι να φτάσουμε στην κορύφωση του δείπνου. «Μας αρέσει να λέμε ότι είναι ένα γευστικό ταξίδι με αρχή μέση και τέλος».
Στην ταραμοσαλάτα του CTC, μια τραγανή βάφλα γεμίζεται με κρέμα από τυρί γαλένι, citrus caviar κι αυγοτάραχο Μεσολογγίου, ενώ οι ντολμάδες είναι ένα βουτυράτο μπριός, αρωματισμένο με αμπελόφυλλο, γιαούρτι με ταμάρινθο και γλυκόξινο σταφύλι τουρσί. Η ρεβιθάδα του Αλέξανδρου Τσιοτίνη φτιάχνεται με αφρό λουίζας, τσορίθο θαλασσινών και χαβιάρι. Όσο για τα επιδόρπια που ολοκληρώνουν αρμονικά το μενού, είναι δημιουργίες του ζαχαροπλάστη Μανώλη Στήθου. Το ροδάκινο με το πικραμύγδαλο παντρεύονται ιδανικά πάνω σε μια τραγανή κραμπλ λευκής σοκολάτας.
Μπορεί η χρονιά που διανύσαμε να ήταν παράξενη και δύσκολη, ειδικά για κλάδους όπως η εστίαση, ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης όμως επέλεξε να τη δει με μια πιο θετική ματιά. «Κάθε πρόβλημα έχει την καλή και την κακή του πλευρά, με την έννοια ότι για μένα όλο αυτό ήταν και μια ευκαιρία να ξεκουραστώ αρκετά και να δω τα πράγματα τελείως διαφορετικά απ’ όσο τα έβλεπα στην πίεση της καθημερινότητας, που ουσιαστικά κυνηγάς την ουρά σου και δεν ξέρεις πότε θα τη φτάσεις. Είχαμε και έχουμε δυσκολίες. Εμάς όλο αυτό μας έπιασε πάνω στην μετακόμιση. Ήμασταν κάποια στιγμή με τρία μαγαζιά κλειστά. Είχαμε αυτό, το Καφενείον ΣΙ ΤΙ ΣΙ και το CTC στα Ιλίσια, οπότε πληρώναμε τρία ενοίκια, με μηδέν εισόδημα. Παρόλα αυτά θέλω να ελπίζω πως όλο αυτό τελείωσε και πως θα πάμε προς μια καλύτερη μέρα».