20140113_133138_1

Εκτός από εσάς που είστε, είτε σούπερ άκτιβ άουτντορζ τύποι, είτε πολύ γλεντζέδες, υπάρχουμε και εμείς, που τον χειμώνα καταλήγουμε να κλεινόμαστε μέσα και η επαφή μας με τον έξω κόσμο ελαχιστοποιείται.

Όταν έχω ρεπό συνήθως ξυπνάω από δίψα σχετικά νωρίς.  Ψάχνω για λίγο τις κάλτσες ‘σπιτιού’ ανάμεσα στα σεντόνια τις οποίες θα έχω βγάλει στον ύπνο μου. Αν βρω έστω και μια την φοράω και πάω στη κουζίνα σκουντουφλώντας. Ανοίγω την βρύση και πίνω νερό με την χούφτα, μετά κρυώνω και γυρνάω στο υπνοδωμάτιο. Φοράω την καρό μου ρόμπα και τραβάω την κουρτίνα να δω αν είναι όλα εντάξει στον έξω κόσμο. Ταχυδρόμος, οδοκαθαριστές, παιδιά πάνε σχολείο, ένας κάνει τζόκινγκ με κοντομάνικο, ένας άλλος πίνει μπύρα. Όταν κρυώσει το γυμνό μου πόδι ψάχνω πιο επίμονα την άλλη κάλτσα και μετά πάω πάλι  στη κουζίνα και ανοίγω το ψυγείο. Το κοιτάζω,  το κλείνω και ύστερα τρώω μια-δυο μπανάνες από την φρουτιέρα . Σήμερα πάτησα και το play στο παλιό μου κασετόφωνο για να δω αν παίζει ακόμη και μέσα είχε ξεχασμένο το ‘Roots’ από Sepultura. (Δεν ξέρω ποιανού είναι…) Έφαγα τις δυο μπανάνες μου στα όρθια, βαρέθηκα την μουσική και πήγα πίσω στο δωμάτιο. Άνοιξα το λάπτοπ, πήγα πάλι στο παράθυρο και ξανακοίταξα έξω. Ήταν ακόμη όλα ok. Όταν το λάπτοπ άνοιξε, έβαλα να παίζει Βurzum και είδα μερικά βίντεο για μπάμιες στο ΥouΤube.

20140113_133356_1

Όπου να’ ναι φτάνει ο βαρύς χειμώνας και μαζί του βλέπω να πέφτει μπροστά μου ένα πέπλο μιας γλυκιάς οικιακής νωθρότητας. Σε λίγο θα φοράω δυο ζευγάρια κάλτσες ταυτόχρονα. Μάλλινο κάτω από τη ρόμπα. Θα κάθομαι δίπλα στο καλοριφέρ. Θα φάω και άλλες φασολάδες, σούπες, σιγομαγειρεμένα κρέατα, πουρέδες και μπισκότα. Έχω ήδη βάλει δυο τρία κιλά από τις γιορτές και νιώθω κάπως λασπωμένος, μαλακός και δυσκίνητος, με χαμηλά επίπεδα ενέργειας, όρεξης και έμπνευσης και μάλλον δεν έχει υπάρξει κάποια βελτίωση από την υπερκατανάλωση μπανάνας.

Αποφεύγοντας να κάνω καμιά σοβαρή ενδοσκόπηση και χαζά, αποφάσισα να επιρρίπτω τη ευθύνη για αυτή μου την μουντρουχήλα στην κλεισούρα, στις πολλές ώρες στο σπίτι, στα κλειστά παράθυρα, και στο ότι δεν πάω για σκι, ορειβασία και καγιάκ στα ρεπό μου ή μετά την δουλειά. Επίσης όμως και κατ’ επέκταση, κατηγορώ εννοιολογικά την ‘οικιακότητα’, το βίωμα δηλαδή της ιδιωτικότητας, την εμπειρία του οργανωμένου νοικοκυριού και όλα αυτά που κάνουν το σπίτι μου σπιτάκι μου.  Τις κάλτσες σπιτιού, τα σεντόνια, την βρύση, το παράθυρο, την ρόμπα μου, το ψυγείο, το παλιό μου κασετόφωνο, την φρουτιέρα και το λάπτοπ. Τέλος, σε επίπεδο διατροφικό κατηγορώ αυτό που ταιριαστά έχει ονομαστεί comfort food. Ο όρος ‘άνετο φαγητό’ είναι ήδη στα αγγλικά λεξικά από το 1977 και ενώ είναι αρκετά ελαστικός και ο κάθε λαός έχει τα δικά του πιάτα που ταιριάζουν στην περιγραφή του, γενικά αποδίδεται σε φαγητά που θεωρούνται ότι μας κάνουν να νιώσουμε ‘καλύτερα’ και που καταπραΰνουν τις ταλαιπωρίες τις καθημερινότητας. Απλό, παραδοσιακά ετοιμασμένο φαγητό που συχνά υποδηλώνει νοσταλγικότητα. Συνήθως συσχετίζεται με τον χειμώνα και είναι σχετικά βαρύ και πλούσιο. Με άλλα λόγια φασολάδες, σούπες, σιγομαγειρεμένα κρέατα, πουρέδες και μπισκότα.

Με το ποδήλατο στο δρόμο για τη δουλειά.

Με το ποδήλατο στο δρόμο για τη δουλειά.

Όταν δεν έχω ρεπό πηγαίνω στην δουλειά. Βγαίνω δηλαδή από το σπίτι και εκτίθεμαι στον έξω κόσμο με κάποια αμεσότητα. Ξυπνάω και είναι ακόμη βράδυ. Κοιτάω έξω από το παράθυρο να δω αν βρέχει. Βρέχει. Σκέφτομαι μήπως να φάω μπανάνα. Ντύνομαι και φεύγω. Στα πρώτα 50 μέτρα καβάλα στο ποδήλατο δακρύζουν τα μάτια μου και με τσούζει η μύτη μου, σαν να έφαγα μια κουταλιά μουστάρδα Ντιζόν ή γουασάμπι. Κατεβάζω το πηγούνι μου για να μην μπαίνει αέρας και σφίγγομαι. όσο απομακρύνομαι από το σπίτι ξεχνάω την κεντρική θέρμανση, την ρόμπα μου και τα υπόλοιπα. Διαπραγματεύομαι τις λακκούβες, την κίνηση και τις λιμνούλες με τα λασπόνερα που πάντα κάπως θα καταφέρουν να βρεθούν πάνω μου και να τρυπώσουν στις κάλτσες μου μέσα από τις τρύπες των παπουτσιών για τα κορδόνια. Πιο κάτω τα δάκρυα μου εξατμίζονται, μετά λαχανιάζω, γίνομαι λίγο μοβ, αρχίζω να ιδρώνω, κατεβάζω το κασκόλ και ανοίγω λίγο το φερμουάρ του μπουφάν. Φτάνω στη δουλειά και όλη μέρα αναρωτιέμαι πότε επιτέλους θα στεγνώσω. Κατά κάποιο τρόπο όμως συνειδητοποιώ πως τελικά ίσως και να απόλαυσα το ότι βράχηκα, το που κρύωσα και που ίδρωσα. Όχι από μαζοχισμό αλλά λόγω της έντονης αισθητηριακής διέγερσης που δέχτηκα, από την οποία τόσο καιρό απέχω.

20140113_131828_1

Παρομοίως έχω βαρεθεί τα ‘άνετα’ χειμωνιάτικα φαγητά. Δεν θέλω ούτε ζεστές σοκολάτες, ούτε τζάκια. Εγώ θέλω να φάω χιόνια. θέλω να μπω σε διαφήμιση τσίχλας, από αυτές που έρχεται ένα κύμα και σε παρασέρνει και μετά βγάζεις ατμούς δροσιάς όταν φυσάς. Από εκείνες που όταν πλήττεις στο γραφείο, έρχεται μια ωραία κοπέλα, σου δίνει μια και ξαφνικά κάνετε σέρφινγκ. Θέλω  κάτι καθαρό και κοφτερό. Ένα μπολ τουρσιά. Να είμαι σε ντοκιμαντέρ με Ρώσους ψαράδες που τρώνε ωμά ψάρια και πίνουν παγωμένη βότκα. Να φάω φώκιες και πιγκουίνους μαζί με Εσκιμώους.

Για αυτό τον λόγο, πριν λίγες μέρες, με σκοπό να φάω κάτι που δεν έχω ξαναφάει, αλλά που ούτε έχω συναντήσει σε συνταγές, βγήκα έξω αποφασισμένος και ανένδοτος. Αγόρασα ένα σκουμπρί και ένα μπουκάλι Gin. Τα πήγα σπίτι. Έψησα το σκουμπρί σε δυνατή φωτιά, σε σχεδόν στεγνό τηγάνι. Του έριξα λεπτοκομμένο σκόρδο και το έσβησα με το τζιν. Το σέρβιρα στον εαυτό μου με λίγες σταγόνες λαιμ. Η σάρκα του ίσα που πρόλαβε να γίνει λευκή και δεν έσφιξε καθόλου όπως συμβαίνει όταν παραψηθεί έστω και ελαφρά το ψάρι και ιδιαίτερα το συγκεκριμένο. Το τζιν έκοβε με το άρωμα του το λιπαρό σκουμπρί με μυτερές πευκοβελόνες, κουκουνάρια, και κούτσουρα, αλλά και αυτά τα μπιλάκια που μαζεύαμε από τους θάμνους των πάρκων και τα πετούσαμε ο ένας στον άλλο όταν ήμασταν μικροί. Αυτά που έχουν κάτι εξογκωματάκια. Αυτά που δεν τρώγονται άλλα που τα δαγκώναμε λίγο μερικοί από εμάς και μετά φτύναμε δέκα λεπτά…

Καλά πως τρύπωσε τώρα εδώ η νοσταλγία στο σκουμπρί της αντι-οικιακότητας μου. Αύριο θα κάνω κοτόσουπα!