Κάθε χρόνο, στις 13 Οκτωβρίου, γίνεται το μεγαλύτερο street event της Αθήνας. Όχι, δεν το κάνει κάποιος δήμος, κάποιο club ή κάποια μεγάλη εταιρεία. Δεν γίνεται ούτε σε κάποιο από τα κεντρικά σημεία που γνωρίζετε αλλά στο σύνορο Παγκρατίου, Βύρωνα, Ιλισίων, Καισαριανής, στην οδό Ευφρονίου 63 όπου από το 1999 βρίσκεται η Cava Canava.
Η κάναβα είναι σαντορινιά λέξη που σημαίνει ο χώρος που παρασκευάζεται το κρασί. Ο Θύμιος Λαουρδέκης βρήκε το όνομα στη Σαντορίνη αλλά την ιδέα να φτιάξει μια κάβα που θα ξεπερνάει τα τότε ελληνικά στερεότυπα την πήρε από την Αμερική. Όχι μόνο όσον αφορά το design αλλά και τη λογική.
Συνεργάστηκε μ’ έναν αρχιτέκτονα για το εσωτερικό, προσπάθησε να έχει έναν πλήρη κατάλογο από ποτά και ήταν από τις πρώτες κάβες που μπορούσες να παραγγείλεις στο σπίτι και να στα φέρει. «Αυτό το μαγαζί έχει φωτογραφηθεί σχεδόν απ’ όλους τους εμπόρους. Υπάρχουν παρόμοια μαγαζιά στην Μαλαισίνα και στη Ρόδο. Η δικιά μου λογική ήταν και είναι πως όταν μπαίνω μέσα σε μια κάβα πρέπει να βρω αυτό ακριβώς που θέλω. Αυτό έχει πολύ μεγάλο κόστος για το στοκ που πρέπει να διατηρούμε. Αυτό που μου έκανε όμως μεγαλύτερη εντύπωση στην Αμερική είναι ότι ήμασταν σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος, σε ένα σπίτι, όπου ρωτάνε τι θα πιούμε; Ό,τι θέλετε. Πώς ό,τι θέλετε; Θα παραγγείλουμε από την κάβα. Σκάει που λες ο ντελιβεράς, ξεφορτώνει μπουκάλια, πάγο, τα πάντα. Και λέω ότι θα είναι το πρώτο που θα κάνω θα είναι το αυτό», θυμάται ο Θύμιος Λαουρδέκης.
«Για να έχεις μια κάβα πρέπει να ξέρεις τη γεύση. Αλλιώς είναι σαν να πηγαίνεις σε κρεοπώλη που είναι βετζετέριαν. Εμείς εκπαιδευόμαστε συνέχεια σε γευσιγνωσίες και σεμινάρια.» Ο Θύμιος Λαουρδέκης πριν την κάβα είχε νυχτερινά μαγαζιά. «Οπότε από αλκοόλ ήξερα, το μόνο που με δυσκόλεψε στην αρχή ήταν το κρασί. Αλλά το έμαθα.» Στην κάβα θα βρείτε 500 ετικέτες ελληνικές, 150 ξένες και επιλεγμένο χύμα, ντόπιο κρασί.
Τι πίνουν όμως οι Έλληνες; Καταρχάς ο Θύμιος Λαουρδέκης λέει στην Popaganda, ότι έχουμε βελτιωθεί αρκετά όσον αφορά το θέμα της ποιότητας οι καταστηματάρχες και οι πελάτες. Ο κίνδυνος των social media, βλέπετε. Μπορεί να υπάρχει όλη αυτή η μανία με τα κοκτέιλ αλλά σπάνια κάποιος θα το επιλέξει για το σπίτι του αφού θέλει πάρα πολλά υλικά.
Σύμφωνα με έρευνες τα τελευταία χρόνια καταναλώσαμε βότκα που αντιστοιχεί σε αυτή χώρας 30 εκατομμυρίων κατοίκων. «Ο όγκος του αλκοόλ που σερβίρεται ο Έλληνας είναι τεράστιος. Η κρίση είχε την εξής παράξενη επιρροή. Από τη μία να πουλιούνται φτηνά ποτά και από την άλλη έχουμε μια τρομερή αύξηση στα reserve προϊόντα. Είναι και αξίωμα κάπως πως όταν είσαι λυπημένος θα κάνεις μια ταπεινή επιλογή αλλά σε μεγάλη ποσότητα και όταν είσαι χαρούμενος θα πιεις ένα πιο ακριβό για να γιορτάσεις.»
Αυτή την περίοδο άνθηση βιώνουν όσα ποτά συνδέονται με το απεριτίβο. Aperol, Campari και διάφορα βερμούτ. Παρόλ’ αυτά «το Amaro είναι ένα ωραίο ποτό που δεν το πίνουμε. Και εγώ δεν το είχα δοκιμάσει ποτέ αλλά πήγα πριν δέκα χρόνια ένα ταξίδι στο Ούντινε και όταν το δοκίμασα έπαθα πλάκα. Πίστευα ότι θα έπρεπε να τα είχε σαρώσει όλα.»
Αυτό που έρχεται ή καλύτερα επιστρέφει με φόρα είναι το ουίσκι. «Είναι πρώτο στην κατανάλωση παγκοσμίως και επίσης πια μπορείς να βρεις εξαιρετικά brands στην ελληνική αγορά.»
Τελευταία ερώτηση είναι τώρα για τις γιορτές, τι πάμε όταν επισκεπτόμαστε ένα σπίτι. «Ο κανόνας λέει ότι στο πάρτι πάμε το ποτό που πίνουμε εμείς. Για δώρο αυτό που πίνει ο άλλος.»