Τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, βίαια και επιθετικά ως παραμένουν μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης, διακατέχουν τις μάζες και αποτελούν το «κουμπί» στην προσπάθεια χειραγώγησης και κατεύθυνσης τους. Στα ένστικτα αυτά δεν αμφισβητείται η ύπαρξη της αίσθησης του δικαίου, του τί είναι απαγορευμένο, που οδήγησε τις πρώτες ομάδες να «κάνουν χωριό» συμφωνώντας σε 5 βασικές αρχές. Αυτές οι 5 αρχές μετά έγιναν νόμοι και έτσι ξεκίνησε η ιστορία του πολύπλοκου συσχετισμού της αλήθειας του νόμου με την αντίληψη που έχει ο μέσος κοινωνός για την αλήθεια αυτή. Ειδικά σε περιόδους έντονης ανασφάλειας και αμφισβήτησης προς τους θεσμούς, το ένστικτο αυτό, η ανάγκη απονομής δικαιοσύνης, εμφανίζεται γιγαντωμένο (ως όφειλε πάντα να είναι, πιστεύω) με λάθος προσανατολισμό όμως, και ζητά ικανοποίηση φτάνοντας και σε ακρότητες αυτοδικίας και επιτόπου εφαρμογής του νόμου του Λυντς. Η μάζα θέλει αίμα, να «πληρώσουν οι ένοχοι» και να επανέλθει η ειρήνη στην έννομη τάξη. Το τεκμήριο αθωότητας πάει περίπατο και αυτό που έχει σημασία είναι η ικανοποίηση της αδηφάγου – ελλιπώς ενημερωμένης και νομικά καταρτισμένης κοινής γνώμης, η οποία ιστορικά έχει αποδείξει ότι στρέφει το βλέμμα εκεί που της υποδεικνύεται μέσω των δεδομένων που επιλεκτικά την αφήνουν να γνωρίζει.
Η πολιτική σημασία της μη επιβολής του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού της προσωρινής κράτησης στους 3 κατηγορούμενους βουλευτές της Χρυσής Αυγής δεν αποτελεί αντικείμενο αυτού εδώ του κειμένου. Ως προς το ποινικό – άρα και το πραγματικό – ζήτημα χρειάζονται κάποιες αποσαφηνίσεις εννοιών. Ο κατηγορούμενος (ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος, και του πλέον ειδεχθούς εγκλήματος) τεκμαίρεται αθώος μέχρι την απόδειξη της ενοχής του. Η Ιερά Εξέταση αποτελεί σκοτεινό παρελθόν. Ευτυχώς. Η προσωρινή κράτηση λοιπόν, όπως ορίζεται στο άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αποτελεί την έσχατη μορφή περιοριστικού μέτρου που επιβάλλεται σε έναν υπόδικο κατηγορούμενο, υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις (δίωξη για κακούργημα χωρίς γνωστή διαμονή στη χώρα ή τέλεση προπαρασκευαστικών ενεργειών διευκόλυνσης της φυγής του, φυγόποινος-φυγόδικος κ.ο.κ),και διατάσσεται όταν η επιβολή των άλλων περιοριστικών όρων (παροχή εγγύησης, υποχρέωση εμφάνισης στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα κλπ) δεν επαρκεί για να επιτευχθεί ο σκοπός των μέτρων αυτών. Ποιος είναι αυτός; Το άρθρο 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τιτλοφορείται:”Σκοπός των περιοριστικών όρων” και ορίζει ως τέτοιο «την αποτροπή κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων και την εξασφάλιση ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.» . Περαιτέρω, σημασία μεγάλη, η οποία επιμελώς παραβλέπεται ή αγνοείται δημοσιογραφικά, έχει η πρώτη και βασική προϋπόθεση επιβολής οποιουδήποτε περιοριστικού όρου η οποία αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 282 και είναι η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής. Συνεπώς, κανένας δεν «αφέθηκε ελεύθερος χωρίς απονομή δικαιοσύνης». Αντιθέτως, η ανάκριση κινείται προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Οι φωνές για πουλημένη δικαιοσύνη λοιπόν, για απελευθέρωση και αθώωση των φονιάδων είναι μια λογική αντίδραση, όταν κινητήριο δύναμη αποτελεί το συναίσθημα και όχι η γνώση και η νηφάλια ερμηνεία του νόμου. Η προσωρινή κράτηση, το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, η φυλάκιση κάποιου που ακόμα δεν έχει κριθεί ένοχος, δεν αποτελεί προκαταβολή ποινής (για αυτό το λόγο είναι και λάθος ο όρος προφυλάκιση) και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται, τόσο νομοθετικά, όσο και κατά την εφαρμογή της από τους δικαστικούς λειτουργούς, ως μέσο «κοινωνικής ανταπόδοσης» ή «κοινωνικού καθησυχασμού». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίνοντας από την υπάρχουσα πρόσβαση στην ποινική δικογραφία μέσω των δημοσιευμάτων, ο μόνος που θα μπορούσε να κρατηθεί προσωρινά, οδηγήθηκε στις φυλακές. Είναι διαφορετικό ζήτημα το αν αυτό ικανοποιεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» από το αν αυτό προβλέπεται στους ποινικούς νόμους. Ο δικαστικός λειτουργός δεν είναι πολιτικός να ικανοποιήσει την εκλογική του περιφέρεια και να εισπράξει χειροκρότημα. Η μόνη ένσταση ως προς τη διαδικασία αφορά την επιλογή του χρόνου της σύλληψης και κατά πόσο οι διωκτικές αρχές είχαν «δέσει» την υπόθεση με επαρκή στοιχεία για να αναφωνήσουμε τέλος καλό, όλα καλά. Αν και δε νομίζω ότι αυτό είναι μακριά.
Σημείωση της Popaganda: Ο Ζήσης Ανδριόπουλος μας εξήγησε τη λογική του ανακριτή. Στην τελευταία του παράγραφο καταλαβαίνουμε καλύτερα τι συνέβη. Εμείς απλά προσθέτουμε στην κουβέντα που υπάρχει τον ορισμό του νομικού ρεαλισμού: Θεωρία στη φιλοσοφία του δικαίου ή στη νομική επιστήμη η οποία χαρακτηρίζεται εν γένει από τον ισχυρισμό ότι η φύση του νόμου γίνεται καλύτερα αντιληπτή μέσω της παρατήρησης του τι κάνουν τα δικαστήρια και οι πολίτες, παρά μέσω της ανάλυσης των θεσπισμένων νομικών κανόνων και των νομικών εννοιών. Η θεωρία αυτή συνδέεται, επίσης, στενά με την ιδέα ότι οι νομικοί κανόνες αποτελούν μεταμφιεσμένες προβλέψεις του τι θα πράξουν τα δικαστήρια και ότι μόνο οι πραγματικές αποφάσεις των δικαστηρίων συνιστούν νόμο.