Στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, από τους 110.846 εγγεγραμμένους στο δήμο Βόλου, ψήφισαν οι 70.290 (63,41%). Από αυτούς, οι 33.925 (53,13%) ψήφισαν τον Αχιλλέα Μπέο, έναντι των 29.924 (46,87%) που ψήφισαν τον δεύτερο, Μαργαρίτη Πατσιαντά. Αναφέρουμε αναλυτικά τα νούμερα, γιατί έχει το καθένα από αυτά τη σημασία του, έστω και αν όλα μαζί συνθέτουν το τελικό, πανηγυρικό – για τον ίδιο το νέο δήμαρχο προφανώς, ίσως και για αρκετούς από τους ψηφοφόρους του – αποτέλεσμα. Όταν ο κ. Μπέος έβγαλε τον πρώτο του επινίκιο λόγο στο κέντρο της πόλης, φρόντισε να δώσει με σταράτες κουβέντες, όπως επιτάσσει η λαϊκή του καταγωγή και διαδρομή μέχρι σήμερα, τις οποίες άλλωστε επικαλείται διαρκώς (αμελώντας όμως να «αγγίξει» δημοσίως τα νομικά κολάσιμα κομμάτια αυτής της διαδρομής), το στίγμα της πολιτικής του. Ζητήσαμε τη γνώμη ορισμένων ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στο Βόλο (και ενός Βολιώτη που ζει και εργάζεται στην Αθήνα) που ναι, γνωρίζαμε από πριν ότι δεν θα τον ψήφιζαν ποτέ.
Χαμηλή κουλτούρα, χαμηλά συναισθήματα.
Του Γιώργου Τζιρτζιλάκη
Βλέποντας τον Μπέο να μιλάει στα τοπικά κανάλια του Βόλου, αυτό που μου έκανε κατ’ αρχήν μεγάλη εντύπωση ήταν φυσικά η αμεσότητά του και η γενικότερη συμπεριφορά του. Έλεγε λοιπόν ότι «αν οι δικοί μου σύμβουλοι δε με δεχτούν εγώ θα παραιτηθώ», και αυτό με έκανε να σκεφτώ αν πρόκειται για κάποιου είδους αχυράνθρωπο, μιας και είναι υπόδικος, οπότε ίσως ο αποσκοπός του είναι να αντικατασταθεί από κάποιους άλλους. Αυτό όμως είναι ένα σενάριο που μοιάζει κάπως φτωχό.
Συζητώντας με τους φοιτητές μου, επισημάναμε ότι έχτισε την προεκλογική του εκστρατεία σε δύο άξονες. Ο ένας είχε να κάνει με το πεποίθηση που κυριαρχεί σε όλες τις επαρχιακές πόλεις, ότι δηλαδή η Αθήνα τα παίρνει όλα και η επαρχία τίποτα. Εκμεταλλεύτηκε δηλαδή την έκρηξη των συμπλεγμάτων κατωτερότητας που παρατηρείται σε περιοχές που αισθάνονται περιθωριοποιημένες, σε σχέση με την πρωτεύουσα. Ο άλλος άξονας είναι αυτός του υπόδικου που μένει στο απέναντι διαμέρισμα αλλά εμείς τον αγαπάμε, γιατί όλως περιέργως νομίζουμε ότι δεν είναι τόσο κακός – μία τρόπον τινά ψυχαναλυτικής τάξης μητρική στάση απέναντι σε έναν άνθρωπο που έχει διωχθεί, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι άδικα διωγμένος, οπότε δεν πρέπει να τον πετάξουμε στο δρόμο, αλλά να τον «περιθάλψουμε». Κοινώς, λειτούργησε μία βερμπαλιστική δημαγωγία που βασίστηκε σε ένα ανθρώπινο ένστικτο.
Πεποίθησή μου είναι ότι το κύριο φαινόμενο αυτών των εκλογών δεν είναι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η εμφάνιση του Ποταμιού, για παράδειγμα, αλλά η επικράτηση των σχημάτων του Μπέου στο Βόλο και του Μώραλη στον Πειραιά, αν και η περίπτωση του Μπέου είναι μία σαφώς πιο απροκάλυπτη, πιο «γυμνή» μορφή από αυτό που συνέβη στον Πειραιά.
Αυτό που μέχρι σήμερα ονομάζαμε «παράγκα» ή λούμπεν, πλέον μέσα από τις αυτοδιοικητικές εκλογές αποκτά μια νομιμοποίηση, έχει θεσμική έκφραση. Άνθρωποι που ζούσαν μέχρι τώρα στο σκοτάδι, με δραστηριότητες στα όρια της ανομίας, για να μην πω στην καρδιά της παρανομίας, τώρα θα κινούνται σε ένα νομιμοφανές πεδίο, δείχνοντας το δρόμο προς μία νέο-μεσαιωνική φάση, με ανθρώπους υπεράρχοντες, υπερ-διοικητές, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στην Ανατολική Ευρώπη, με στοιχεία λούμπεν, τυχοδιωκτισμού, παρανομίας, πολιτικών συμφερόντων – ένα ολόκληρο «πακέτο» εν προκειμένω κυριαρχεί και μέσα από ποδοσφαιρικές ομάδες.
Αρκετοί στο Βόλο έχουν θορυβηθεί με τις απειλές περί κουλτούρας που εκτόξευσε. Έβαλε στο στόχαστρο τον Νταλάρα και τον Κιμούλη, δύο ανθρώπους που δεν τους διαφοροποιώ από αυτούς που υποστηρίζει ο Μπέος, την Πάολα, τον Καρρά και τους υπόλοιπους που ανέφερε στην επινίκια ομιλία του ή τέλος πάντων, για να μην ακουστώ υπερβολικός, η διαφορά δεν είναι και τόσο κρίσιμη. Θεωρώ ότι πέρα από όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του, είναι εύστροφος άνθρωπος. Γιατί κατήγγειλε κάτι που συνέβαινε, με τον δικό του, άγαρμπο τρόπο: τις τακτικές των Δήμων να καλοπληρώνουν συγκεκριμένους καλλιτέχνες. Προφανώς η σύμπτηξη των ανθρώπων της νύχτας με τα ΕΣΠΑ και τη διοίκηση μιας πόλης πρέπει να μας ανησυχεί. Ελπίδα μου είναι να αποτελέσει κάποιου είδους ανάχωμα το ότι ο Βόλος έχει πανεπιστήμια, ένα μεγάλο αριθμό φοιτητών, μια παράδοση διαφορετική.Βέβαια, εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος «και τότε πως βγάλανε τον Μπέο;».
Στην αρχή αιφνιδιάστηκα, αλλά η αλήθεια είναι ότι η αντίδραση της άλλης πλευράς στην υποψηφιότητά του ήταν μία παλαιάς κοπής ηθικολογία. Όταν αντιδράς κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια τέτοια ρητορική, θα βγεις ζημιωμένος. Ήταν σαν ρεφλέξ μιας παλιάς και φοβικής κουλτούρας, με τη δομή της αντιπαράθεσης να είναι τελείως ηττοπαθής. Επαναλαμβάνω ότι ο Μπέος έχει το προφίλ ενός λαϊκού παράγοντα, που ελκύει τον πληθυσμό. Είναι ένα μοντέλο συμπεριφοράς διαφορετικό από του πολιτικού. Αν η αντίδρασή σου σε αυτή τη στάση είναι το κήρυγμα, πολλοί δε θα πειστούν. Γιατί κατά μία έννοια υπάρχει μία «ερωτοτροπία», ένα σαδομαζοχιστικό φλερτ της ελληνικής κοινωνίας με το κακό.
Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλές κοινωνίες στον κόσμο, στις οποίες ο εγκληματίας ηρωοποιείται τόσο εύκολα όσο στην ελληνική. Εδώ λειτουργεί πολύ ιδιαίτερα το συλλογικό ασυνείδητο, μιας και δεν έχουμε ένα δικαϊικό, αξιακό σύστημα που θα αναδεικνύει την παρανομία αποκλειστικά και μόνο ως handicap – το προφανές, δηλαδή. Για τον Μπέο αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημά του. Μπορεί να είναι κατάπτυστο, αλλά εκείνος το χρησιμοποίησε υπέρ του στις εκλογές. Με μια γλώσσα σπαραξικάρδιου παλικαρισμού, που φέρνει στο μυαλό τις ταινίες της Φίνος Φιλμς. Χαμηλή κουλτούρα, χαμηλά συναισθήματα.
Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Το ανέκδοτο που έγινε πραγματικότητα.
Του Αλέξανδρου Ψυχούλη
Όταν η νίκη ήταν αδιαμφισβήτητη, το βράδυ της Κυριακής των επαναληπτικών ο Αχιλλέας Μπέος ανέβηκε στο βάθρο με τα μικρόφωνα ενώ το πλήθος παραληρούσε κι άρχισε την ομιλία του με τη φράση «Δεν είμαι ούτε ο Ρουβάς , είμαι ένας από εσάς».
Ο λόγος του, έντονα συναισθηματικός, ασύντακτος και γεμάτος παρενθέσεις όπως κάθε λόγος σε καθεστώς έντονης συγκίνησης, αφοριστικός, με περιορισμένο λεξιλόγιο και πικάντικες πινελιές οδηγούσε τους οπαδούς σε εκρήξεις επευφημιών ενώ ξοπίσω του μια ευτραφής κυρία αμολούσε λευκά περιστέρια. Η βραδιά είχε κάτι από την έκσταση του σκυλάδικου. Θα μπορούσε κάλλιστα τα περιστέρια να ήταν πιάτα, ο λόγος να ήταν ζεμπεκιά και τα χειροκροτήματα παλαμάκια. Ο Μπέος ήταν ο εαυτός του, αυτό δηλαδή που οι έμπειροι πολιτικοί φοβούνται να είναι, γιατί εδώ και χρόνια κάποιος τους έπεισε ότι δεν πρέπει να έχουν εαυτό. Η αλήθεια είναι ότι ο Μπέος παραήταν ο εαυτός του. Από την πρώτη νύχτα ξεδίπλωσε όλες τις αδυναμίες του ασυλλόγιστα. Με τέτοιο παρορμητισμό, ακόμα και οδηγός λεωφορείου να ήταν, το τροχαίο θα ήταν η πιο πιθανή κατάληξη.
Ανεξαρτήτως γιατί το έκανε –τον είχαν τσατίσει πολύ οι υπογραφές των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων υπέρ του ανθυποψηφίου του- ήταν ο μοναδικός εκλεγμένος δήμαρχος που αφιέρωσε το 90% της επινίκιας ομιλίας του σε θέματα πολιτισμού. Μπορεί οι απόψεις του να ήταν για κλάματα αλλά αντανακλούσαν με πορνογραφική ακρίβεια όχι μόνο τις απόψεις των ψηφοφόρων του αλλά και του ίδιου του Υπουργείου Πολιτισμού που εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει με υπαρξιακή αμηχανία το ρόλο του απέναντι στην σύγχρονη Ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή. Εκτός από κάτι ασυναρτησίες που ξεστόμιζε κάποτε ο Πολύδωρας δεν έχω ακούσει Έλληνες πολιτικούς στις δηλώσεις τους να αναφέρονται σε θέματα της Τέχνης, να χρησιμοποιήσουν ένα απόφθεγμα του αγαπημένου τους σκηνοθέτη, να πουν για μια παράσταση που κατά τη γνώμη του όλοι θα έπρεπε να δουν, γενικώς αποφεύγουν να προδώσουν τα γούστα τους. Πολύ φοβάμαι πως αν το έκαναν οι γνώμες των περισσοτέρων δεν θα διέφεραν πολύ από αυτές του Μπέου. Το λέω με σχετική βεβαιότητα γιατί τους έχω ακούσει να το κάνουν στα καφενεία κι ο Μπέος κάνει ακριβώς αυτό. Μεταφέρει στην πολιτική σκηνή τις κοινοτυπίες του καφενείου και των νυχτοπερπατημένων θυμόσοφων χωρίς δεύτερη σκέψη. Τίποτα δεν είναι επεξεργασμένο, ο λόγος του είναι ένα ψηφιδωτό από κυνικούς αφορισμούς της πιάτσας.
Ο Μπέος δεν είναι λαϊκιστής- αν ορίσουμε το λαϊκισμό ως πονηρή διαχείριση του λαϊκού αισθήματος από κάποιον που μπορεί αποστασιοποιημένα και ευφυώς να το σημειολογήσει- είναι λαϊκός. Οι κολακείες προς τις μάζες που ξεστομίζει είναι κολακείες προς τον εαυτό του. Ανήκει σ’ αυτό το είδους του νεοελληνικού αρσενικού λαϊκού μορφώματος που μεγαλώνει σε εργατικές συνοικίες, που η ταξική του συνείδηση είναι σμπαραλιασμένη από τις τηλεοπτικές εκπομπές, που είναι τσαμπουκαλής, που νιώθει αδικημένος, που είναι θυμωμένος με όλους αλλά κυρίως με τον Αλαφούζο που δεν ξέρει να κάνει τις σωστές μεταγραφές, που βλέπει βιβλίο και ζαλίζεται, που ονομάζει τα περιοδικά «βιβλία», που φυλάει τη μάνα του στο κούτελο πριν πάει για φραπέ κι εκείνη τον σταυρώνει καθώς περνάει το κατώφλι, που ό,τι καλλιτεχνικό δεν μοιάζει με Ρέμο είναι κουλτουριάρικο κι έχει στόχο να τον κάνει να νιώσει μειονεκτικά, που είναι γεμάτος βεβαιότητες.
Η πρώτη εμφανής διαφορά με το αντίστοιχο μοντέλο του παρελθόντος είναι ότι δεν ακούει Καζαντζίδη αλλά Πάολα. Η δεύτερη και πιο σημαντική είναι ότι ο εκπρόσωπος του παρελθόντος μοντέλου, που έλυνε όλα τα προβλήματα της χώρας σ’ ένα δεκάλεπτο μέσα στις καφετέριες είχε τη μετριοπάθεια να γνωρίζει -ακόμα κι αν δεν το ομολογούσε- πως στην αληθινή πολιτική σκηνή δεν θα ήταν το ίδιο αποτελεσματικός. Το «Ρε κάνε με εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα και θα σου δείχνω ρε» ήταν ένα χωρατό που λεγόταν μέσα στην ασφάλεια του ότι η επιθυμία του δεν θα εισακουγόταν. Μια λανθάνουσα ταπεινότητα τον έκανε πάντα να συνειδητοποιεί τις ελλείψεις του για τις απαιτήσεις τέτοιων αξιωμάτων και να αρκείται με την ιδιότητα του ψηφοφόρου. Σήμερα που η πολιτική αποτυχία χρεώνεται στους «μορφωμένους» πολιτικούς, αυτές οι ίδιες ελλείψεις φαντάζουν στο μυαλό πολλών ως οι αρετές για πιθανά επιτυχημένη σταδιοδρομία στα δημόσια αξιώματα.
Αν η εκλογή της Κούνεβα στην Ευρωβουλή είναι «η εκδίκηση του καλού» όπως γράφτηκε, η εκλογή του Μπέου σε Δήμαρχο είναι η εκδίκηση του καφενείου.
Υ.Γ.1 Η πόλη όχι ως κοινό απόθεμα αλλά ως κερδοφόρα επιχείρηση όπως την ευαγγελίζεται ο Αχιλλέας είναι το πλέον δυστοπικό σενάριο που θα επεξεργάζονται οι φοιτητές της Αρχιτεκτονικής για την επόμενη τετραετία.
Υ.Γ.2 Μεταφέροντας κι εγώ τις κουβέντες του καφενείου του Βόλου που σήμερα έπινα τον πρωινό μου καφέ, κρυφακούγοντας τους συνταξιούχους ταβλαδόρους να σχολιάζουν τα εκλογικά αποτελέσματα: «Το Δημοτικό Στάδιο του Βόλου μετονομάζεται σύντομα σε ΜπερναΜπέου»
Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης είναι εικαστικός. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1966. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διδάσκει «Τέχνη και Τεχνολογία» στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
Στην επόμενη σελίδα: Θωμάς Κοροβίνης, Νίκος Μπαρπάκης