Λίγα μόλις λεπτά μετά τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ Β’, ένας ινδουιστικός μύθος για ένα διαμάντι άρχισε να βρυχάται ξανά από τα τρίσβαθα των αιώνων: ο ιδιοκτήτης αυτού του διαμαντιού θα κρατά στα χέρια του τον κόσμο όλο, θα είναι όμως κιόλας γνώστης των κακών μαντάτων της μοίρας. Σε κάθε περίπτωση, μόνο ένας θεός ή μια γυναίκα μπορούν να το φορούν χωρίς τιμωρία.
Τι σχέση μπορεί να έχει η μακροβιότερη μονάρχης μιας χώρας που πέρασε Διαφωτισμό με προαιώνιες δεισιδαιμονίες υφασμένες στην άλλη άκρη της γης;
Το διαμάντι του μύθου δεν είναι άλλο από το θρυλικό Κοχινούρ (Koh-i-Nûr), εκ των κορυφαίων ανάμεσα στα 23.000 πολύτιμα «Κοσμήματα του Στέμματος», που από το 1600 μ.Χ. φυλάσσονται στον Πύργο του Λονδίνου και μέχρι την 8η Σεπτεμβρίου ανήκαν (χωρίς δικαίωμα πώλησης) στη βασίλισσα Ελισάβετ.
Λίγο μετά τον θάνατο της τελευταίας, η λέξη Κοχινούρ -«Βουνό του Φωτός» στα περσικά- άρχισε να τρεντάρει στο ινδικό twitter. Πολλά από τα δεκάδες χιλιάδες tweet με αυτό το hashtag ήταν απαντήσεις στο συλλυπητήριο μήνυμα του Ινδού πρωθυπουργού Narenda Modi και καλούσαν τη Βρετανία να επιστρέψει το διαμάντι.
«Η βασίλισσα Ελισάβετ πέθανε σήμερα… Μπορούμε να έχουμε πίσω το διαμάντι Κοχινούρ, που έκλεψε ένας Βρετανός από την Ινδία; Πλούτισαν επάνω στον θάνατο, τη λεηλασία, τις επιδημίες άλλων», έγραψε ένας χρήστης.
«Το ταξίδι του Κοχινούρ: Από την Ινδία στην Αγγλία. Πρέπει να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο για τους αιώνες εκμετάλλευσης, καταπίεσης, ρατσισμού και σκλαβιάς που επέβαλλε στους ανθρώπους της Ινδίας», έγραψε μια άλλη χρήστης.
«Αν δεν πρόκειται να το φορέσει ο βασιλιάς, δώστε το πίσω», συμπλήρωσε ένας τρίτος.
Να το φορέσει βασιλιάς; Τους Βρετανούς γενικά δεισιδαίμονες δεν τους λες, ωστόσο από τότε που το 105,6 καρατίων Κοχινούρ βρίσκεται στην κατοχή του βρετανικού στέμματος, η βασιλική οικογένεια επέλεξε καλού κακού να μην αγνοήσει την αρχέγονη κατάρα: το διαμάντι το φορούσαν πάντοτε γυναίκες. Το Κοχινούρ δόθηκε στη βασίλισσα Βικτώρια το 1850, η οποία το τοποθέτησε σε καρφίτσα αφού το υπέβαλε σε νέα επεξεργασία που το μείωσε μεν στο μισό, το έκανε όμως εκτυφλωτικά λαμπερό.
Έπειτα το διαμάντι τοποθετήθηκε στο στέμμα των βασιλισσών Αλεξάνδρας και Μαίρης, μέχρι που το 1937 δέθηκε στο στέμμα της βασίλισσας Ελισάβετ, μητέρας της πρόσφατα τεθνεούσας βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ και συζύγου του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ΄.
Η βασιλομήτωρ φόρεσε το στέμμα αυτό με τα 2.800 πετράδια και σήμα-κατατεθέν το Κοχινούρ στη στέψη της κόρης της στις 2 Ιουνίου 1953. Η ίδια η Ελισάβετ Β’ επέλεξε να μη φορέσει ποτέ το διαμάντι – τουλάχιστον, όχι σε κοινή θέα. Μια απόφαση μάλλον σοφή.
Στην Ινδία φαίνεται ωστόσο πως προκάλεσε αναστάτωση το αποκλειστικό ρεπορτάζ της Daily Mail πως τώρα που η Ελισάβετ πέθανε, το στέμμα με το Κοχινούρ θα δοθεί στην Καμίλα να το φορέσει κατά την τελετή ενθρόνισης του συζύγου της, βασιλιά Καρόλου. Ωστόσο, τυπικά ιδιοκτήτης του πολύτιμου λίθου είναι ο Κάρολος. Θα τολμήσει να αψηφήσει την αρχαία κατάρα;
Το διαμάντι Κοχινούρ: Επτάμιση ματωμένοι αιώνες
Γιατί όμως διεκδικούν τον πολύτιμο λίθο οι Ινδοί; Μπορεί το hashtag να έγινε trend στο ινδικό twitter, άλλα οι Ινδοί δεν είναι οι μόνοι που διεκδικούν το διαμάντι. Το έχουν επίσης διεκδικήσει το Ιράν, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Έχει ενδιαφέρον ότι η Ινδία έχει αιτηθεί επίσημα την επιστροφή του σε δύο συμβολικές ημερομηνίες: όταν ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Βρετανία το 1947 και το 1953 που η Ελισάβετ στέφθηκε βασίλισσα. Και τις δύο φορές το Ηνωμένο Βασίλειο κώφευσε, ισχυριζόμενο ότι η διεκδίκηση δεν έχει νομικό έρεισμα. Παρόμοια ήταν η αντιμετώπιση όταν το 1976 ζήτησε επίσημα το διαμάντι το Πακιστάν, το οποίο σημείωνε ότι κάτι τέτοιο «θα ήταν μια πειστική κίνηση στο πλαίσιο του πνεύματος που οδήγησε τη Βρετανία να απεκδυθεί αυτοβούλως τα αυτοκρατορικά της βάρη και να ηγηθεί της διαδικασίας της αποαποικιοποίησης».
Το Κοχινούρ είναι το 90ο μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου, είναι σίγουρα δε το πιο θρυλικό. Σέρνει πίσω του μια ερεβώδη ιστορία επτάμιση αιώνων μέχρι να καταλήξει στα χέρια των Βρετανών, ιστορία που κυλά μέσα από δολοφονίες μεγαλομανών μοναρχών, δολοπλοκίες και προδοσίες, βασανιστήρια και την εκθρόνιση και εξορία ενός δεκάχρονου μαχαραγιά.
Πιστεύεται πως ανακαλύφθηκε τον 13ο αιώνα, όταν η Ινδία ήταν η μόνη μήτρα διαμαντιών στον κόσμο (και παρέμενε μέχρι το 1725, οπότε ανακαλύφθηκαν τα ορυχεία διαμαντιών στη Βραζιλία). Αλίευαν τα διαμάντια από τις κοίτες των ποταμιών της. Μάλιστα, στο βιβλίο «Κοχινούρ, Η Ιστορία του πιο Διάσημου Διαμαντιού στον Κόσμο» αναφέρεται ότι στην αρχαία Ινδία τα πολύτιμα πετράδια, και όχι η ενδυμασία, ήταν συνήθως το κριτήριο διαχωρισμού των κοινωνικών τάξεων. Τα παλαιότερα κείμενα γεμολογίας (μελέτης πολύτιμων λίθων) επίσης είναι ινδικά.
Πιστεύεται ότι πριν την επεξεργασία του το διαμάντι ζύγιζε 793 καράτια. Ένας θρύλος λέει ότι ήταν το «μάτι» του αγάλματος μιας ινδικής θεότητας σε ναό επί δυναστείας Kakatiya.
Το 1526, όμως, οι Τουρκομογγόλοι εισέβαλαν στην Ινδία και για τα επόμενα 330 χρόνια θα διατηρούσαν την αυτοκρατορία τους στα εδάφη που σήμερα ανήκουν σε Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές και ανατολικό Αφγανιστάν.
Όπως συμβαίνει διαχρονικά με όλους τους μονάρχες, έτσι κι αυτοί της μογγολικής αυτοκρατορίας ζούσαν βυθισμένοι σε μια τρυφηλή ζωή, βουτηγμένοι σε βουνά πολύτιμων πετραδιών.
Μέσα στη μεγαλομανία του, το 1628, ο Μογγόλος αυτοκράτορας Shah Jahan παρήγγειλε να του φτιάξουν έναν θρόνο εμπνευσμένο από εκείνον του Ιουδαίου βασιλιά Σολόμωντα. O «Θρόνος του Παγωνιού» χρειάστηκε επτά χρόνια για να φτιαχτεί, στοίχισε τέσσερις φορές όσο το Ταζ Μαχάλ, που επίσης κατασκευαζόταν εκείνη την εποχή, και ήταν ολάκερος καλυμμένος με πολύτιμα πετράδια.
Αυτή ωστόσο είναι και η πρώτη χρονολογία στην οποία αναφέρεται σε γραπτά αρχεία το Κοχινούρ: γιατί ήταν ένα από τα δύο τεράστια πετράδια (το άλλο ήταν το ρουμπίνι Timur) που ξεχώριζαν μεταξύ εκείνων που κοσμούσαν τον θρόνο, τοποθετημένο στην κορυφή του.
Η Μογγολική Αυτοκρατορία διέθετε αμύθητο πλούτο, τον οποίο βέβαια εποφθαλμιούσαν άλλοι δυνάστες της εποχής. Έτσι, έναν αιώνα αργότερα, το 1739, ο Πέρσης σάχης Nader Shah εισέβαλε στο Δελχί. Σκότωσε δεκάδες χιλιάδες και ο πλούτος που λεηλάτησε ήταν πραγματικά αμύθητος: η ιστορία λέει ότι χρειάστηκαν 700 ελέφαντες, 4.000 καμήλες και 12.000 άλογα για να μεταφέρει χρυσάφια, ασήμια και πολύτιμα πετράδια στην Περσία. Σε μια πράξη έσχατης ταπείνωσης του Μογγόλου αυτοκράτορα, βούτηξε και τον θρόνο του, από τον οποίο στη συνέχεια θα αφαιρούσε το Κοχινούρ (και το Τιμούρ) για να το φορά σε περιβραχιόνιο.
Όμως φαίνεται πως η κατάρα του διαμαντιού συνεχιζόταν, κι έτσι ο Σάχης της Περσίας δολοφονήθηκε, με αποτέλεσμα το Κοχινούρ να καταλήξει τώρα στα χέρια του Αφγανού αυτοκράτορα. Τις επόμενες δεκαετίες θα άλλαζε διαρκώς ιδιοκτήτες μέσα από μια σειρά αιματηρών επεισοδίων που περιλάμβαναν από έναν βασιλιά που τύφλωσε τον ίδιο του τον γιο μέχρι έναν έκπτωτο μονάρχη με κεφάλι καλυμμένο από λιωμένο χρυσάφι.
Λίγο αργότερα το Αφγανιστάν κατέρρευσε, κι ανέτειλε η Αυτοκρατορία των Σιχ στα βορειοδυτικά της σημερινής Ινδίας. Το διαμάντι τότε πέρασε στα χέρια του επικεφαλής της, . Ο πολύτιμος λίθος μόλις είχε επιστρέψει στα εδάφη της σημερινής Ινδίας. Όμως ο Singh πέθανε, κι ακολούθησε ένα απίθανο θανατικό των επόμενων τριών διαδόχων του, ώσπου ο μόνος που απέμεινε ήταν ο γιος του Duleep Singh. Ο Duleep ήταν μόνο πέντε χρόνων όταν το 1843 του φόρεσαν το Κοχινούρ στο μπράτσο και τον ανακήρυξαν Μαχαραγιά.
Η τέλεια ευκαιρία για να μπουν οι Βρετανοί στο κάδρο είχε έρθει.
Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών προήλασε στη Λαχώρη της περιοχής Παντζάμπ. Αφού έριξαν λίγο αργότερα στη φυλακή τη μητέρα και σύμβουλο του μικρού μαχαραγιά, ανάγκασαν τον τελευταίο το 1849 να υπογράψει μια συμφωνία σύμφωνα με την οποία παρέδιδε γη και ύδωρ στους Βρετανούς, περιλαμβανομένου του Κοχινούρ. Ο μαχαραγιάς ήταν τότε μόλις δέκα χρόνων.
Μάλιστα, η συμφωνία προέβλεπε ειδικά για το συγκεκριμένο διαμάντι ότι εκχωρούνταν στη βασίλισσα της Αγγλίας (που πια διαφέντευε τις Ινδίες), κι αυτό παρότι υπήρχαν πολύ πιο όμορφα κι εντυπωσιακά λάφυρα.
«Το Κοχινούρ ήταν ανέκαθεν σύμβολο μιας κατάκτησης», έγραφε ο τότε Βρετανός κυβερνήτης της Ινδίας λόρδος Νταλχάουζ. Και τώρα που η Βρετανία προσάρτησε το Παντζάμπ, «δεν υπάρχει κανείς από όσους το κατείχαν στο παρελθόν που να διεκδικεί τέτοιον τίτλο όπως η Βασίλισσα της Αγγλίας, μετά από δύο αιματηρούς πολέμους που δεν προκάλεσε», συμπλήρωνε.
Σε λίγο, το Κοχινούρ θα έμπαινε στο πλοίο HMS Medea για την Αγγλία. Ο απόπλους του μάλιστα έγινε με τέτοια μυστικότητα, που λέγεται πως ούτε ο καπετάνιος δεν γνώριζε το πολύτιμο φορτίο που μετέφερε.
Μια δοξασία αρχέγονη όσο η αδικία
Το Κοχινούρ ήταν ένα «δώρο» στη Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών από τη διοίκηση του Παντζάμπ το 1849 και «ούτε εκλάπη ούτε αρπάχτηκε με τη βία», θα έλεγε ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε την ινδική κυβέρνηση στη δικαστική διαμάχη με μια ΜΚΟ το 2016, που ζητούσε από το δικαστήριο να εξωθήσει τη χώρα στο να το διεκδικήσει επίσημα. Λίγο μετά, η κυβέρνηση θα έκανε στροφή 180 μοιρών και θα δήλωνε ότι θα δρομολογούσε προσπάθειες για τον επαναπατρισμό του διαμαντιού «με φιλικό τρόπο».
Την προηγούμενη χρονιά, σταρ του Μπόλιγουντ και επιχειρηματίες της χώρας είχαν ενωθεί υπό τον τίτλο «Το Όρος του Φωτός» σε μια προσπάθεια να εκκινήσουν νομικές διαδικασίες στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου για την επιστροφή του Κοχινούρ.
Σήμερα, κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι δύσκολο να στηριχθεί νομικά το αίτημα της επιστροφής λαφύρων από τους αποικιοκράτες, με το επιχείρημα ότι τότε ανήκε σε αυτοκρατορίες και κράτη που πια δεν υπάρχουν.
Αν το σκεφτεί κανείς, το Κοχινούρ πάντοτε ανήκε σε βασιλιάδες, αυτοκράτορες, μαχαραγιάδες, που απομυζούσαν τους λαούς τους και τους έστελναν στην κρεατομηχανή των πολέμων ώστε να ζουν οι ίδιοι μέσα σε ασύλληπτη χλιδή και πλούτη. Στο τέλος, ο πολύτιμος λίθος απλώς πέρασε στα χέρια μίας ακόμα μονάρχη, της βασίλισσας της Αγγλίας.
Ωστόσο, άλλοι εστιάζουν στο ότι η επιστροφή του Κοχινούρ θα ήταν τουλάχιστον μια συμβολική πράξη από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι αναγνωρίζει τα δεινά που προκάλεσε με την αποικιοκρατία. Πράγματι, το πολύτιμο πετράδι, που σήμερα η αξία του υπολογίζεται στα 100 εκατ. στερλίνες, για τους Ινδούς εξακολουθεί να είναι ό,τι ήταν και για τον λόρδο Νταλχάουζ: σύμβολο της υποταγής της Ινδίας στο βρετανικό στέμμα – κι έτσι διεκδικούν να επιστραφεί ως μερική (υλική αλλά κυρίως ηθική) αποζημίωση.
Η διαφαινόμενη εκ διαμέτρου αντίθετη στάση ωστόσο των αρχών στην Ινδία και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών της ενσαρκώνεται ίσως στην ιστορία του έκπτωτου μαχαραγιά Duleep, του αγοριού που υπέγραψε την παράδοση της χώρας στους Βρετανούς.
Ο Duleep εξορίστηκε λοιπόν μετά από αυτό κάπου στη βόρεια Ινδία, όπου τον μεγάλωσε ένα ζευγάρι Σκοτσέζων, οι οποίο φρόντισαν κιόλας να τον κάνουν χριστιανό. Στην εφηβεία του, στάλθηκε στην Αγγλία. Εκεί έγινε ο αγαπημένος της βασίλισσας Βικτωρίας (κατόχου πλέον του Κοχινούρ). «Είναι πολύ όμορφος, μιλά τέλεια αγγλικά, διαθέτει ευγένεια και χάρη. Ήταν πανέμορφα ντυμένος, στολισμένος με διαμάντια, νιώθω τόσο έντονα γι’ αυτούς τους φτωχούς εκθρονισμένους Ινδούς πρίγκιπες», λέγεται ότι είχε πει για εκείνον η βασίλισσα.
Η σχέση τους φαινόταν ομαλή, μέχρι που όταν έκλεισε τα 21, ο Duleep αποφάσισε ότι ήθελε να δει την πολύ άρρωστη πλέον και σχεδόν τυφλή μητέρα του. Την επισκέφθηκε λοιπόν στην Καλκούτα, για να τη φέρει μαζί του στην Αγγλία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, εκείνη του εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του. Έκτοτε, ο Duleep άρχισε να αποκαλεί τη βασίλισσα «Mrs Fagin», από τον κλεπταποδόχο “κακό” του Ντίκενς. Η απέχθειά του θα κρατούσε για πάντα.
Στην υπόθεση του Κοχινούρ σίγουρα δεν φαίνεται να επέρχεται σύντομα μια λύση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των χωρών που το διεκδικούν.
Ωστόσο, αξίζει να αναλογιστούμε λίγο επάνω στη δοξασία που θέλει το διαμάντι καταραμένο. Οφείλεται εν μέρει στον τρόπο που αποκτήθηκε, είπε ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Ρίτσαρντ Κουρίν: «Όταν οι δυνατοί παίρνουν πράγματα από τους λιγότερο δυνατούς, στους αδύναμους δεν μένει κάτι άλλο παρά να τους καταραστούν».
Κι αυτή είναι μια «κατάρα» που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Ούτε το βρετανικό ούτε κανένα άλλο στέμμα.