Διασχίζοντας τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, μπορεί κανείς να έρθει αντιμέτωπος με ένα μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό παζλ της αθηναϊκής πραγματικότητας: Πατησίων, Πεδίον του Άρεως, το ιστορικό «Τηνιακό» καφενείο που τιμούν φοιτητές με άδειες τσέπες, Άρειος Πάγο, ΓΑΔΑ και η Λεωφόρος, το τελευταίο «αξιοθέατο» πριν το GPS δείξει Κηφισίας. Ακριβώς απέναντι από τον ναό του Παναθηναϊκού στέκουν εδώ και ογδόντα περίπου χρόνια μερικά χτίσματα που αιχμαλωτίζουν την προσοχή. Μοιάζουν ξεχασμένα, αφημένα στη μοίρα του χρόνου, εγκαταλειμμένα, «μυστήρια». Είναι τα περίφημα Προσφυγικά, ένα συγκρότημα οκτώ πολυκατοικιών και 228 διαμερισμάτων που εκτείνονται σε 14,5 στρέμματα γης, καταλαμβάνοντας μόλις τα 4,5.
Λίγη Ιστορία
Η ανέγερση των προσφυγικών πολυκατοικιών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ήταν συνέπεια της Μικρασιατικής καταστροφής, αν και άργησε χαρακτηριστικά να ξεκινήσει. Έντεκα χρόνια μετά, το 1933, ξεκινά το έργο για να παραδοθούν τρία χρόνια αργότερα διαμερίσματα των 55 περίπου τετραγωνικών, σε 228 συνολικά οικογένειες.
Τον σχεδιασμό, τη μελέτη και την κατασκευή ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Κίμων Λάσκαρις και Δημήτριος Κυριακού ως τότε υπάλληλοι της Τεχνικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Προνοίας. Μόλις ολοκληρώθηκε η δόμηση, πέραν του ότι δόθηκε η λύση σε ένα επείγον πρόβλημα, έγινε μία τομή στην αρχιτεκτονική ιστορία της χώρας. Στη μεσοπολεμική Ελλάδα, τα κτίρια αυτά σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν για έναν μόνο λόγο, για να γίνουν κατοικίες. Με πέτρινους τοίχους που εξασφαλίζουν ιδανικές συνθήκες ανεξαρτήτως εποχής (ζέστη τον χειμώνα, δροσιά το καλοκαίρι), απόλυτη αξιοποίηση και του τελευταίου τετραγωνικού, ενώ η σκάλα που εμφανίζεται με το άνοιγμα κάθε πόρτας αποτέλεσε πρωτοποριακή καινοτομία. Στις αρχιτεκτονικές «ιδιαιτερότητες» των κτιρίων συγκαταλέγονται και οι τεράστιοι κοινόχρηστοι χώροι, το πλυσταριό που μοιράζονταν τέσσερις οικογένειες στον τρίτο όροφο αλλά και η προσεκτική μελέτη της απόστασης τους ούτως ώστε να μη χάνεται καμία αχτίδα ηλίου.
Πασίγνωστη είναι και η ιστορία του Δεκέμβρη του 1944, ενώ μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ βρετανικών και κυβερνητικών δυνάμεων με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, τα κτίρια της Αλεξάνδρας μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης. Πολλοί αγωνιστές του ΕΛΑΣ ζήτησαν την φιλοξενία των τότε κατοίκων ενώ τα πυρά των Βρετανών έπεφταν αλλεπάλληλα από τον Λυκαβηττό. Οι τρύπες που δημιουργήθηκαν παραμένουν εκεί, ανέγγιχτες, ενώ το μνημείο για τους αγωνιστές που στήθηκε από το ΚΚΕ στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας βρίσκεται εκεί για να εξηγεί και να μην αφήνει τη μνήμη να σβήσει.
Η ιστορία της Ελλάδας συνεχίζεται παράλληλα με εκείνη των προσφύγων, κατοίκων πλέον Αθηνών, των παιδιών τους και τους Αμπελόκηπους να θεωρούνται πια το κέντρο της πόλης. Η εικόνα που είχαν τη δεκαετία του ‘30, αλλάζει. Χτίζονται τα παρακείμενα νοσοκομεία, «ανθίζει» και μεγαλώνει το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Με το πέρασμα των χρόνων πολλές οικογένειες φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους άδεια σπίτια.
Οι λόγοι για να φύγουν οι οικογένειες και να πουλήσουν τα σπίτια τους ήταν ουσιαστικά δύο. Από τη μία πλευρά, ορισμένοι έφυγαν γιατί πλέον τα 55 τετραγωνικά δεν αρκούσαν σε μία τετραμελή οικογένεια, άλλοι όμως «δελεάστηκαν» από το ελληνικό Κράτος που ήταν πρόθυμο να εξαγοράσει τα διαμερίσματά τους με ελάχιστο αντίτιμο.
Η μετακίνηση και εγκατάλειψη ξεκίνησαν τα 1967, όταν η χούντα των συνταγματαρχών εξέδωσε ΦΕΚ για το γκρέμισμα των τεσσάρων πρώτων πολυκατοικιών προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος πρασίνου για το Δικαστικό Μέγαρο που επρόκειτο να χτιστεί στην θέση των Φυλακών Αβέρωφ. Ο χώρος δεν χρειάστηκε, το ΦΕΚ όμως παρέμεινε. Και χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τον Δημήτρη Ευταξιόπουλο, αρχιτέκτονα, κάτοικο των Προσφυγικών και υπέρμαχο της διατήρησής τους, «σαν μπαμπούλας πάνω από τα κεφάλια μας» στις διάφορες δίκες που έγιναν το 2000 με τους κατοίκους να αρνούνται να δεχτούν το γκρέμισμα των κατοικιών τους.
Η ιστορία της εξαγοράς όμως δεν σταματά με την έκδοση εκείνου του ΦΕΚ, ίσως απλώς τότε να σηματοδοτείται η αρχή μιας διαδικασίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με απροσδιόριστη την κατάληξη. Τη δεκαετία του 1980, η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου αγόρασε από 137 προσφυγικές οικογένειες τα διαμερίσματά τους. Όπως σημειώνει ο κύριος Ευταξιόπουλος, το αντίτιμο που πρότεινε η ΚΕΔ ήταν εξευτελιστικό και δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο εκμετάλλευσής τους, «ήθελαν να τα πάρουν, να τα γκρεμίσουν και να τα πουλήσουν γιατί αυτή η έκταση είναι 14,5 στρέμματα που αν πολλαπλασιαστούν με τον συντελεστή δόμησής τους, βγάζει γύρω στα 52.000 τετραγωνικά, τη στιγμή που εμείς είμαστε χτισμένοι στο ¼». Στα 137 διαμερίσματα της ΚΕΔ προστέθηκαν ακόμη 40 την δεκαετία του 1990 που απαλλοτριώθηκαν από το ΥΠΕΧΩΔΕ, αφήνοντας ουσιαστικά 51 διαμερίσματα σε ιδιώτες.
Θεωρητικά λοιπόν, το ελληνικό Κράτος θα μπορούσε να τα εκμεταλλευτεί όπως εκείνο φρονούσε. Είχαν ακουστεί τότε πολλές λύσεις: φοιτητικές εστίες, χώροι φιλοξενίας για τους συγγενείς των νοσηλευομένων του Αγ. Σάββα και του Ελπίς, παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, γραφεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου, αρκετά κτίρια που μέχρι τότε οι δημόσιες υπηρεσίες νοίκιαζαν από ιδιώτες σε διάφορα μέρη της Αθήνας.
Τα χρόνια περνούν, οι προτάσεις πέφτουν σε κενά με τους ιδιώτες να αγανακτούν. Σύμφωνα με τον κ. Ευταξιόπουλο, το Υπουργείο Πολιτισμού με απόφαση του το 2003 χαρακτήρισε μόνο τις δύο από τις οκτώ πολυκατοικίες διατηρητέες. Έξι χρόνια αργότερα, και μετά από την επιτυχή προσφυγή των κατοίκων στο ΣτΕ, ο Αντώνης Σαμαράς, ως τότε Υπουργός Πολιτισμού, έκρινε το συνολικό συγκρότημα διατηρητέο, απόφαση που, φαινομενικά, διασφαλίζει την ύπαρξή τους.
Στο μεταξύ, κι ενώ αντικρουόμενες αποφάσεις και πολιτικές καθιστούν αβέβαια την τύχη τους, τα Προσφυγικά συνέχιζαν να αναπνέουν.