Το 1997, χρονιά γέννησης μου, το ελληνικό μπάσκετ είχε ήδη αρχίσει να δρέπει τους καρπούς του θριάμβου που είχε συμβεί ακριβώς δέκα χρόνια πριν. Η Ελλάδα ήταν ήδη μια αξιόλογη δύναμη σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο καθώς είχε κατακτήσει το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1989 και είχε βρεθεί στην πρώτη τετράδα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1994 και στο Ευρωπαϊκό του 1995. Παράλληλα, σε συλλογικό επίπεδο, οι ελληνικές ομάδες είχαν συνεχόμενες παρουσίες σε Final-4.
Επομένως, στα μάτια μου, το ελληνικό μπάσκετ ήταν πάντα στην κορυφή. Ήμουν συνηθισμένος σε εικόνες χαράς και πανηγυρισμών. Για αυτό η συζήτηση μεταξύ των πρωταγωνιστών του θριάμβου αποτέλεσε για μένα ένα μάθημα και με βοήθησε να κατανοήσω το κοινωνικό και αθλητικό υπόβαθρο της εποχής. Μου παρουσίασε μια άλλη εποχή, με τελείως διαφορετικές σταθερές και αξίες που αποτέλεσε το έναυσμα για τις μελλοντικές επιτυχίες των οποίων ήμουν μάρτυρας. Όλες οι εικόνες που αντίκρισα είχαν τη δική τους ξεχωριστή βαρύτητα.
Έφτασα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση περίπου μισή ώρα πριν την έναρξη της εκδήλωσης και σε ένα παιχνίδι της τύχης είδα τον Παναγιώτη Γιαννάκη ο οποίος είχε επίσης μόλις φτάσει. Μου έκανε εντύπωση το πόσο φιλικός ήταν, καθώς συνομίλησε με ανθρώπους που είχαν ζήσει εκείνες τις ιστορικές στιγμές και βρέθηκαν εκεί για να τις θυμηθούν. Όταν μπήκαμε στην, ομολογουμένως εντυπωσιακή, Κεντρική Σκηνή της Στέγης το κλίμα μου θύμισε συζητήσεις σαν και αυτές που έβλεπα σε βίντεο μεταξύ πρώην παικτών του NBA που μιλούσαν για τις παλιές τους επιτυχίες. Όλες αυτές οι συζητήσεις μου έβγαζαν ένα αίσθημα ρομαντισμού που πάντα περιείχαν ιστορίες παρασκηνίου και ανέφεραν τις δυσκολίες και τον πόνο που έχει ο δρόμος προς την κορυφή. Τέτοιου είδους ήταν και η συζήτηση μεταξύ των πρωταγωνιστών του Ευρωμπάσκετ.
Δε βρέθηκαν εκεί για να κάνουν μνημόσυνο, όπως σημείωσε και ο συντονιστής της συζήτησης Βασίλης Σκουντής, αλλά για να θυμηθούν το θρίαμβο τους και να κάνουν αποτίμηση του έργου που βασίστηκε σε αυτή την επιτυχία. Κάθε λεπτομέρεια ήταν προσεγμένη και αποτελούσε ενθύμιο για τους παλιούς και μάθημα για τους νέους.
Η εκδήλωση ξεκίνησε όταν λίγο μετά τις οχτώ τα φώτα της κεντρικής σκηνής έσβησαν και άρχισε να παίζει το γνωστό σε όλους ‘’Final Countdown’’ με συνοδεία εικόνων από τον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση. Η πρώτη μου επαφή με το συγκεκριμένο κομμάτι έγινε το Σεπτέμβρη του 2005 όταν η Ελλάδα κατακτούσε και πάλι το Ευρωμπάσκετ μετά από 18 χρόνια. Δεν είχε όμως καμία σχέση με την πρώτη του χρήση εκείνο το, σύμφωνα με τις διηγήσεις, τρελό δεκαπενθήμερο. Μετά το Final Countdown έκανε την εμφάνιση του ένα παιδί περίπου δέκα χρονών, με μπασκετική αμφίεση ανάλογη εκείνης της δεκαετίας και έκανε μερικά σουτ υπό τον ήχο της αφήγησης του Βασίλη Σκουντή. Οι ιστορίες που έχω ακούσει πάντα έλεγαν ότι η κατάκτηση αυτού του χρυσού μεταλλίου ενέμπνευσε χιλιάδες μικρά παιδιά να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Συνειρμικά κατάλαβα ότι αυτό το παιδί ήταν η αποτύπωση του αισθήματος της εποχής. Όλα τα παιδιά ήθελαν να γίνουν Γκάλης ή Γιαννάκης.
Το συνειρμό μου επιβεβαίωσε λίγο μετά ο Θοδωρής Παπαλουκάς όταν ανέβηκε και αυτός στη σκηνή αφού πρώτα έκανε μερικά σουτάκια. Χαιρετώντας το Βασίλη Σκουντή, ανέφερε ότι το παιδί που βλέπαμε να σουτάρει πριν λίγο του θύμισε τον εαυτό του. Σε ηλικία δέκα ετών το 1987, παρακολούθησε την εποποιία εκείνης της ομάδας και αυτό αποτέλεσε την αφορμή για να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Να βγει στα γήπεδα μπάσκετ που ξεκίνησαν να χτίζονται με μανιώδη ρυθμό, αντικαθιστώντας τις χωμάτινες αλάνες, με σκοπό να γίνει σαν τα ινδάλματα του. Σε αυτά τα ινδάλματα που όπως είπε και ο ίδιος χρωστάει την ποιότητα ζωής την οποία έμελλε να απολαύσει τα επόμενα χρόνια. Αυτή η ατάκα με έκανε να συνειδητοποιήσω, για ακόμα μια φορά, ότι οι χαρές και οι εικόνες που είδα εγώ προσωπικά και είχαν ως πρωταγωνιστές τον Παπαλουκά, το Σπανούλη, το Διαμαντίδη, το Ζήση και όλους τους υπόλοιπους που πρόλαβα να απολαύσω, δε θα υπήρχαν δίχως την επιτυχία του ’87. Είναι μεγάλο ζήτημα η κατανόηση του μεγαλείου ενός τέτοιου θριάμβου που καθόρισε σε τεράστιο βαθμό το κοινωνικό και αθλητικό γίγνεσθαι της χώρας, με αντίκτυπο που αφορά μέχρι και τη γενιά μου. Σε αυτό το μοτίβο και πριν υποδεχθούμε τους πρωταγωνιστές, ο Βασίλης Σκουντής σημείωσε ότι σε αυτή την ομάδα οφείλουμε το ευ ζην μας.
Στη σκηνή ανέβηκαν τα μέλη εκείνης της ομάδας, ο Μέμος Ιωάννου και ο αρχηγός Παναγιώτης Γιαννάκης ο οποίος δήλωσε ότι «εκείνη η επιτυχία ήταν η απόδειξη ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχουν άνθρωποι με ικανότητες αρκεί ο ένας να παρακινεί τον άλλο για να κάνουμε κάτι καλύτερο». Αυτή η ατάκα μου έδωσε μια πρώτη γεύση αναφορικά με τις αξίες που χαρακτηρίζαν εκείνη τη γενιά. Το ομαδικό πνεύμα και η αντίληψη περί μαζικής προσπάθειας ήταν ένα στοιχείο που τη χαρακτήριζε και τη βοήθησε να φτάσει μέχρι την κορυφή. Στοιχεία που ευτυχώς διασώθηκαν και μεταλαμπαδεύτηκαν μεταξύ των γενεών του ελληνικού μπάσκετ.
Ο Θοδωρής Παπαλουκάς όταν ρωτήθηκε αν βρίσκει κοινά ανάμεσα στις μεγάλες στιγμές που έζησε εκείνος, όπως η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου το 2005 και τη νίκη επί των Η.Π.Α το 2006, και το θρίαμβο του ’87 απάντησε με τον πιο σωστό και ρεαλιστικό τρόπο. Παρότι το να κατακτήσεις την κορυφή της Ευρώπης και να νικήσεις τη Dream Team είναι κάτι τεράστιο, για τη δική του γενιά ήταν πιο εύκολο. Η ομάδα του Παπαλουκά και των υπολοίπων είχε δει το θαύμα να συμβαίνει σε αντίθεση με την ομάδα εκείνης της εποχής που ούτε το είχε φανταστεί. Ίσως αυτό το επίτευγμα της να είναι μεγαλύτερο και από τη νίκη ενάντια στους Σοβιετικούς. Έκαναν τους ανθρώπους να πιστέψουν πρώτα από όλα στο «θαύμα» και στη συνέχεια στους εαυτούς και τις ικανότητες τους.
Αυτό επιβεβαίωσε ο «Δράκος» της εθνικής ομάδας ο οποίος ήταν παρών σε όλες τις μεγάλες στιγμές της, έστω και από διαφορετικές θέσεις. Όπως δήλωσε, η ομάδα τότε έχτισε μια νοοτροπία που δε φοβόταν κανέναν, απομυθοποιούσε στο μυαλό της κάθε αντίπαλο και έβγαινε να παίξει γνωρίζοντας τις δυνατότητες της και το που μπορεί να φτάσει. Αυτού του είδους η νοοτροπία αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του DNA της Επίσης Αγαπημένης μέσα στα επόμενα χρόνια. Αυτή η αντίληψη πέρασε από γενιά σε γενιά και αποδεικνύεται από την παρουσία του Παναγιώτη Γιαννάκη σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες. Ως παίκτης, ήταν μέρος και μάρτυρας του θαύματος, ως προπονητής ήταν ο δάσκαλος που έκανε τους μαθητές που είχαν αντικρίσει το θαύμα, να πιστέψουν ότι μπορούν και αυτοί να το πετύχουν. Για αυτό το λόγο επιμένει ότι η νίκη του ’87 είχε το μεγαλύτερο αντίκτυπο. Άλλωστε η δική μου «κακομαθημένη» γενιά έχει υπάρξει μάρτυρας και μέρος του θαύματος. Χάρις σε αυτούς τους ανθρώπους.
Εκτός όμως από την αθλητική πτυχή του θριάμβου του ’87 υπάρχει και η κοινωνική προέκταση. Με βάση τα προσωπικά διαβάσματα και τις αφηγήσεις που έχουν φτάσει στα αυτιά μου, τη δεκαετία του ’80 η ελληνική κοινωνία ήταν βαθιά διχασμένη. Ζούσε σε μία μεταβατική περίοδο μετά την επταετία της δικτατορίας και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν έντονες. Όπως σημείωσε ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, που ήταν επίσης παρών, οι Έλληνες έβγαιναν στους δρόμους με μπλε και πράσινες σημαίες. Στα μάτια μου, αυτός ο θρίαμβος λαμβάνει ακόμα περισσότερους πόντους μεγαλείου καθώς κατάφερε να βγάλει στους δρόμους μια ολόκληρη χώρα για τον ίδιο λόγο. Κατάφερε να κάνει μία χώρα να χτίσει πάνω σε μία επιτυχία με μία πρωτοφανή ομοιογένεια που έβαλε στην άκρη σε αρκετά ικανοποιητικό τις προσωπικές διαφορές κάθε είδους. Το μπάσκετ και ο ελληνικός αθλητισμός βασίστηκαν σε αυτή την επιτυχία και κατάφεραν να φτάσουν ψηλά. Ζώντας σε μία εποχή κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το παράδειγμα συνεργασίας μετά το ’87 φαντάζει στα μάτια μου ως κάτι εντυπωσιακό. Φυσικά είναι δύο διαφορετικές εποχές όμως τα θετικά του παρελθόντος οφείλουν να αποτελέσουν έναυσμα για κάτι καλύτερο στο παρόν και το μέλλον.
Επίσης αυτό που ειπώθηκε αρκετές φορές, και είναι ευδιάκριτο στα μάτια μου, είναι το γεγονός ότι πλέον η Ελλάδα έχει πρόσβαση στην αθλητική τεχνογνωσία. Το ’87 έκανε το μπάσκετ επαγγελματικό, οδήγησε πολλούς ανθρώπους να ασχοληθούν μαζί του, ο καθένας από διαφορετική θέση, και πλέον είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα έχει δημιουργήσει τη δική της «σχολή» με ξεχωριστή αντίληψη για το μπάσκετ και χαρακτηριστικά. Όπως ανέφερε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, οι νέοι έχουν πρόσβαση στην πληροφορία σε σημείο που μπορούν να συναγωνιστούν τον οποιονδήποτε. Αυτά τα λόγια στο μυαλό μου δεν αφορούν μόνο το μπάσκετ αλλά αποτελούν ένα γενικότερο κοινωνικό σχόλιο που αφορά τη δική μου γενιά. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Θοδωρής Παπαλουκάς ο οποίος είπε ότι «δεν πρέπει να κάνουμε συγκρίσεις και να θέλουμε να είμαστε ίδιοι με το παρελθόν αλλά να ψάχνουμε νέα πρότυπα» ενώ ανέφερε ότι οι νέοι δεν έχουν όνειρα και πρέπει να τους εμπνεύσουμε.