Θα μπορούσε να είναι πίνακας του Χόπερ, αν τα χρώματα δεν ήταν τόσο μουντά: πίσω απ’ τις τζαμαρίες του ισογείου του Δημαρχείου της Θεσσαλονίκης – που, κοιτώντας το απ’ την μεριά της θάλασσας, κρύβει ανενδοίαστα το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού του Κρόκου – κάποιοι φωτογραφίζονται. Σχεδόν κάθε απόγευμα. Στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων (ο,τιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό) έχει μόλις τελειώσει μια ακόμα εκδήλωση. Συνήθως παρουσιάζεται κάποιο βιβλίο (που κανείς δεν πολυθέλει να διαβάσει αλλά ποτέ δεν ξέρεις.) Μπορντό ταγέρ, φλούο γραβάτες, αγκαλιές, μετωπικά στησίματα μπροστά στο φακό. Μια κάμερα ζουμάρει κατά λάθος στην τσάκιση ενός παντελονιού. Πολλά κουρασμένα χαμόγελα. Παραδίπλα, το κυλικείο άδειο, μισοφωτισμένο απ’ το ψυγείο των αναψυκτικών (τα πατατάκια τραγουδάνε μονάχα.) Ανεβαίνεις τις σκάλες.
Στον πρώτο όροφο είναι η αίθουσα συσκέψεων του Δημοτικού Συμβουλίου. Τις Δευτέρες ο Δήμος έχει δουλειά. Καθώς η ατζέντα της κάθε συνεδρίασης έχει καμιά πενηνταριά (το λιγότερο) θέματα και όλοι συνωστίζονται να μιλήσουν(οι συνεδριάσεις μεταδίδονται ζωντανά από το τοπικό κανάλι), οι ομιλητές διαδέχονται ο ένας τον άλλον εκφωνώντας λαχανιασμένα (σε προβληματικά ελληνικά και με ύφος μπάτλερ που ονειρεύεται να γίνει Λόρδος) διαγγέλματα επί παντός επιστητού, συνταγμένα βιαστικά στα πνιγηρά τους γραφεία. Ο Δήμαρχος παρακολουθεί συνοφρυωμένος (βαριέται, ταξιδεύει αλλού, σιχτιρίζει από μέσα του, κοροϊδεύει – δεν καταλαβαίνεις ακριβώς.) Στα μισά της συνεδρίασης κάποιοι βγαίνουν έξω. Ανάβουν τσιγάρο, τσεκάρουν το κινητό τους, κοιτάνε αφηρημένα την καινούργια παραλία: επίπεδοι όγκοι τσιμέντου και μαρμάρινα πεζούλια (που το καλοκαίρι θα ζεματάνε), καχεκτικά δέντρα (εντάξει, θα μεγαλώσουν), χαλικάκια, shooting με αλφαβητική σειρά κάτω απ’ τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου και ξύλινες προβλήτες. Η φυσική ανάπλαση απορρίφθηκε εξαρχής, υποθέτω, ως ασύμφορη. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να έχει και τόση σημασία.
Εκείνο που βαραίνει είναι ότι η νέα παραλία της πόλης – για την πατρότητα της οποίας ερίζουν άκομψα πολλοί και διάφοροι – έκανε πάλι τη Θεσσαλονίκη εξώφυλλο. Και, πριν προλάβουν να τη θαυμάσουν, έσπευσε εκείνη πρώτη να θαυμάσει τον εαυτό της. Αρκετά της είχαν στοιχίσει οι δηλώσεις του Άνθιμου, που καταδίκασε (με το γνωστό ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή, που δεν ξέρεις αν είναι από τη σύγχυση ή την παράκρουση) το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφυλόφιλων. Σειρά έχει τώρα το καλό μας προφίλ.
Από το εξώφυλλο ως τις μέσα σελίδες ωστόσο, ο δρόμος είναι μακρύς. Οι λακκούβες περισσεύουν, τα καταλερωμένα πεζοδρόμια έχουν βαρεθεί να μετράνε τις σπασμένες τους πλάκες. Ναι, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που χρόνια τώρα αποθεώνεται από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς (με τον τρόπο που οι εραστές του Σαββατοκύριακου αποθεώνουν το ερωτικό τους αντικείμενο για δυο μέρες, πριν την κάνουν αθόρυβα μόλις χρειαστεί να πληρώσουν τα σπασμένα της σχέσης) και ναι, σε ξελογιάζει με τα καράβια στο βάθος και τα απειράριθμα καφέ της (με τα αντίστοιχα τραπεζοκαθίσματα σε κάθε τετραγωνικό των πεζοδρόμων.) Ιδιαίτερα αν κοιτάς (χωρίς να πολυβλέπεις) το κέντρο της πόλης, δύσκολα σου περνάει απ’ το μυαλό ότι λίγο μακρύτερα, στην Τούμπα, ας πούμε, στη Χαριλάου ή στο Ντεπό ο αέρας μυρίζει από τα σκουπίδια που χάσκουν αφού οι κάδοι δεν είναι ποτέ αρκετοί και αδειάζουν μια στο τόσο και οι άλλοτε ανθηροί εμπορικοί δρόμοι τώρα στοιχειώνουν χωρίς πελάτες. Κι ότι οι κάτοικοι δεν πολυκυκλοφορούν τα βράδια ούτε στο (μισοερημωμένο) κέντρο ούτε στις γειτονιές τους γιατί κάτι έχει ραγίσει κι εδώ πάνω που δεν το πιάνει το βλέμμα των χαρωπών ανταποκριτών της Αθήνας.
Κι όσο κι αν η πόλη το παλεύει (ας πούμε φιλότιμα, αν και ερήμην των δημοτικών της αρχόντων που μοιάζουν ζαλισμένοι από τις τόσες και τόσες χαμηλές πτήσεις στον ουρανό των μικροφιλοδοξιών τους), δύσκολα τη βγάζει καθαρή. Πόσο μάλλον όταν συνεχίζει ν’ ακροβατεί, χωρίς καμία χάρη, ανάμεσα στον εγγενή της συντηρητισμό, τον συμπλεγματικό αυτοσαρκασμό και τη χαρωπή της αυταρέσκεια, πασχίζοντας να συντηρήσει το μύθο της «συμπρωτεύουσας» και τον άλλον, εκείνον του πολυδιαφημισμένου (σε σημείο πλήξης) ερωτισμού της.
Ευτυχώς δηλαδή που τα ηλιοβασιλέματά της αντέχουν ακόμα, αν και κατάστικτα από τις αναμνήσεις άλλων εποχών. Τότε που η Ζωζώ Σαπουντζάκη κλειδωνόταν από νωρίς στο καμαρίνι της, χωρίς να έχει κανέναν απολύτως λόγο να πάρει τους δρόμους για να διαφημίσει τις χειμερινές της εμφανίσεις της (στο Κ.Θ.Β.Ε.) Οι πιστοί ήξεραν.-