Θα σας πω μια μικρή ιστορία.
Είναι τέλη καλοκαιριού, λίγο πριν το μιλένιουμ, σε ένα ανοιχτό γήπεδο στα δυτικά της Αθήνας και μια μικρή συνοικιακή ομάδα κάνει προετοιμασία για τη νέα σεζόν στα υπόγεια της ΕΣΚΑ. Έχει γίνει σχετική «ανανέωση» (δηλαδή, έχουν πάρει προαγωγή στο ανδρικό πιτσιρικάδες και δεν έχουν γίνει στην τύχη μεταγραφές 30ρηδων με λίγη όρεξη και πολλή άποψη) κι έχει έρθει καινούριος προπονητής, νεαρός κι αυτός στην ηλικία. Τα 90s ετοιμάζονται να μας εγκαταλείψουν, αλλά τα μπασκετικά trends τους καλά κρατούν – έτσι κι αλλιώς, το χρονόμετρο δεν έχει γυρίσει ακόμα σε 24αρι. Ο κόουτς, λοιπόν, ορεξάτος και φιλόδοξος, θέλει να παίξει «τριγωνική επίθεση», προσαρμόζοντας «στους φτωχούς» την περίφημη φιλοσοφία του Τεξ Ουίντερ, βοηθού του Φιλ Τζάκσον στα 6 πρωταθλήματα των Bulls (και μετέπειτα στα 3 των Lakers), του μόνου που εισήχθη ποτέ στο Hall of Fame με την ιδιότητα του assistant. Για 15-20 μέρες, οι προπονήσεις στο ανοιχτό μοιάζουν με κράμα επεισοδίων Μπένι Χιλ και Mr. Bean. Οι παίκτες κουτουλάνε μεταξύ τους, η σφυρίχτρα του προπονητη ακούγεται πιο συχνά από το μπίστηγμα της μπάλας, η ατμόσφαιρα μοιάζει με εξετάσεων εισαγωγής στη NASA κι όχι προπόνησης ερασιτεχνών σε ομαδικό σπόρ. Από τη μια, οι δυνατότητές τους απέχουν κάπως από εκείνες των πρωταθλητών του ΝΒΑ, από την άλλη αυτή η επίθεση με τις δεκάδες παραλλαγές είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ όσα έχουν μάθει μέχρι τότε, μια σπαζοκεφαλιά που παραλύει το όποιο ταλέντο τους. (Στο τέλος της χρονιάς, πάντως, τα κουτσοκατάφεραν – έχασαν την άνοδο για μία νίκη.)
Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι εκείνα τα παιδιά της συνοικιακής ομάδας δεν ήταν τα μόνα στην ιστορία που δυσκολεύθηκαν με τα νέα κόλπα. Περίπου μια δεκαετία πριν, αυτός ο τρόπος επίθεσης αποτέλεσε αφορμή ανταρσίας στις προπονήσεις των Bulls. «Πιστέψτε με, όταν ξεκινήσαμε να την δοκιμάζουμε, πιστεύαμε πως μας μιλούσε ο Στίβεν Χόκινγκ. Είναι σαν να προσπαθείς να μάθεις μανδαρίνικα, ενώ είσαι στο πρώτο έτος. Πατούσαμε ο ένας πάνω στον άλλον, πέφταμε κάτω. Στην αρχή, επαναστατήσαμε. Θέλαμε απλά να τρέχουμε και να καρφώνουμε», είχε δηλώσει ο Χόρας Γκραντ σε σχετικό παλιότερο ρεπορτάζ των New York Times.
Κι όμως αυτή η επίθεση με τις 33 διαφορετικές επιλογές (!) που προκύπτουν μόνο από μια πάσα (η πιο βασική δεξιότητα στην ανάπτυξή της), ήταν τελικά ο μοχλός της ιστορίας που έκανε πρωταθλητές τους Bulls. Χρειάστηκε να αφήσει για λίγο τη ζεν φιλοσοφία στην άκρη ο βοηθός Φιλ Τζάκσον και να «φάνε» μαζί με τον Κράουζ τον τότε πρώτο προπονητή («αν ετοιμάζεστε για δουλειά, τότε δε σας λένε Νταγκ Κόλινς», ακούγεται σε μια μυθική τηλεοπτική αναγγελία), να πειστεί ο Μάικ να βγάλει λίγο την μπάλα από τα χεράκια του (όχι εύκολο για κάποιον που το 1986-87 είχε μέσο 37.1 πόντους σε κάθε ματς, επίδοση που παραμένει η υψηλότερη από την εποχή που έπαιζαν οι Γουίλτ Τσάμπερλεν κι Έλτζιν Μπέιλορ, 1959-63), να καταλάβουν όλοι τον ρόλο τους σε μια επίθεση που πολλές αποφάσεις σε ρόλο πλέι-μέικερ έπαιρνε ο σέντερ της ομάδας (Μπιλ Καρτράιτ και Γουίλ Περντού στο πρώτο θρι-πιτ, Λιουκ Λόνγκλεϊ και Μπιλ Ουένινγκτον στο δεύτερο), να εισάγει στο μοντέρνο μπασκετικό λεξικό το λήμμα “point forward” o Σκότι Πίπεν.
Το 4ο επεισόδιο του Last Dance, “the one about Phil Jackson”, είναι το αγαπημένο μου μέχρι τώρα. Η δε θητεία του κόουτς στο Πόρτο Ρίκο, στις αρχές των 80s, από το λίγο footage που είδαμε μάλλον είναι από μόνο της ένα καλό ντοκιμαντέρ…
Αντίθετα η κεντρική ιστορία του επεισόδιου 3, αυτή με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Ντένις Ρόντμαν, μου φάνηκε η μετριότερη. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν πολλές πτυχές της ιδιαίτερης περσόνας του «σκουληκιού» που άφησε ανεξερεύνητες το περσινό 30for30 για εκείνον. «Λατρεύω τον Μάικλ Τζόρνταν, λατρεύω τον Σκότι Πίπεν, αλλά δεν κάνουν αυτά που κάνω», τον ακούμε να λέει, συνοψίζοντας τη δική του συνεισφορά στη δυναστεία, ενώ απολαυστικό είναι το σημείο που εξηγεί πως μελετούσε τις αναπηδήσεις της μπάλας για να ξέρει που πρέπει να βρίσκεται ώστε να πάρει το ριμπάουντ. Δε γίνεσαι τυχαία ο κορυφαίος ριμπάουντερ της ιστορίας.
Είναι πολύ ωραία ιστορία για να την χαλάσει η πραγματικότητα ότι η Madonna ήταν εκείνη που στο σύντομο φλερτ τους τον απελευθέρωσε. Πάντως, ο Ρόντμαν όταν αφίχθηκε στο Σικάγο, ελάχιστα πριν ξεκινήσει η σεζόν ’95-96, είχε ήδη «αναχωρήσει». Οι Bulls, ακριβώς γιατί ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν διαφορετικού τύπου alpha dog σε σχέση με τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον που είχε αρχηγό πριν στους Spurs, τον επανέφεραν στις ράγες ακόμα κι αν γι’ αυτό χρειάστηκε να παίρνει άδειες από τη σημαία (όπως το περίφημο διευρυμένο 48ωρο στο Βέγκας) ή να κρύβεται πίσω από καναπέδες η NSFW Κάρμεν Ελέκτρα για να μην την δει ο MJ ημίγυμνη μπουκάροντας στο δωμάτιο του Ντένις. Η ατάκα πάντως «για το παιχνίδι θα το έκανα δωρεάν, αλλά πληρώνεσαι για τις μαλακίες μετά τον αγώνα», είναι απόλυτα ενδεικτική του τρόπου που αντιμετώπιζε από ένα σημείο και μετά ο Ρόντμαν το μπάσκετ.
Αυτό πάντως που ούτε στο δικό του doc, ούτε εδώ εξερευνάται όσο ίσως θα έπρεπε, είναι το ανοιχτά αμφισεξουαλικό προφίλ που πρότεινε ο Ρόντμαν το 1995 – εντελώς κόντρα στη macho νοοτροπία που διέτρεχε ειδικά τότε τη λίγκα. Και τη διατρέχει ακόμα δηλαδή – όπως συμβαίνει παντού στα επαγγελματικά σπορ -, 25 χρόνια μετά δεν έχει υπάρξει παίκτης στο NBA που να δηλώσει gay ενώ είναι εν ενεργεία. Στο αρκετά συντηρητικό αμπαλάζ που έφτιαξε ο κομισάριος Ντέιβιντ Στερν για να εκτοξεύσει το προϊόν, ο Ρόντμαν ήταν μια ρωγμή που όλοι έκαναν πως δεν έβλεπαν. Όσο αυτό γινόταν, δηλαδή.
… but first Pearl Jam#TheLastDance pic.twitter.com/d6d7v1NV6X
— The Ringer (@ringer) April 27, 2020
Λίγο – δηλαδή πολύ, τι λίγο; – αυτό το φλας μπακ στη δυναστεία των Bulls, λίγο το ντοκιμαντέρ των Beastie Boys, λίγο το #BillClintonswagchallenge στο ίνσταγκραμ, η νοσταλγία (με έναν τρόπο απόλυτα ταιριαστή με την καραντίνα) έχει τιλτάρει. Για μένα, η χαριστική βολή ήρθε εκεί που ο Ρόντμαν παραγγέλνει «σφηνάκια καμικάζι για όλους»…
“Choking” («πνιγμός»): όρος που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ για τις ομάδες ή τους παίκτες που κωλώνουν στα κρίσιμα και δεν παίζουν αυτό που αποδεδειγμένα μπορούν. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που έπαθαν οι Bulls για μια τριετία, γνωρίζοντας ισάριθμους αποκλεισμούς στα πλει-οφ από τα «πιστόνια».
Το 1988 και το 1989, οι “Jordan Rules” του Ντιτρόιτ λειτούργησαν στην εντέλεια: «Κόφτε του την εσωτερική, οδηγήστε τον αριστερά, παγίδα στο λόου ποστ – αν μπει στην ρακέτα, ρίχτε τον κάτω», 4-2 και 4-1 αντίστοιχα. Όλος ο κόσμος ασχολιόταν με το μυστικό πλάνο του κόουτς Τσακ Ντέιλι, με το οποίο περιοριζόταν ο Τζόρνταν προ τριγωνικής επίθεσης. Μήπως ήταν λίγο μύθος αυτό το πλάνο; Ο Ρικ Μαχόρν, ίσως «ο πιο κακός» εκείνων των “bad boys” δήλωσε κάποτε ότι δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη στρατηγική, «όλοι όμως έγραφαν και συζητούσαν γι΄αυτό, ο Αϊζέα [σ.σ. Τόμας] κατάλαβε ότι είχαμε μπει στο μυαλό τους και πρότεινε να συντηρούμε κι εμείς με τις δηλώσεις μας την κουβέντα». Το 1990 οι Bulls έφτασαν μελανιασμένοι στο έβδομο ματς. Κι εκεί ο Πίπεν έπαθε την πιο διάσημη ημικρανία στην ιστορία των ομαδικών σπορ που (ιδέα μου είναι ή) ο Τζόρνταν ακόμα δεν έχει πειστεί ότι ήταν αληθινή;
Οι Pistons έχουν το δικό τους ντοκιμαντέρ (το καταπληκτικό Bad Boys της σειράς 30for30), όμως το Last Dance είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε μια σπουδαία blue collar ομάδα, στον αντίποδα του showtime των Lakers από τους οποίους πήραν την σκυτάλη. Με ένα καστ για μερακλήδες: ο αρχηγός με τα απίθανα skills και τη μεγάλη καρδιά, Αϊζέα Τόμας, ο θαυμάσιος Τζο Ντουμάρς, η καλτ φιγούρα του Βίνι Τζόνσον να δίνει γρήγορα ποντάκια από τον πάγκο και μετά «μπαίνουν οι Ντένις Ρόντμαν, Τζον Σάλεϊ, Τζέιμς Έντουαρντς, Ρικι Μαχόρν και Μπιλ Λαϊμπίερ σε ένα μπαρ…».
Φυσικά, το 1991 έφυγαν από το παρκέ χωρίς να χαιρετήσουν, όταν οι Bulls επιτέλους τους «σκούπισαν». Τα bad boys δε θα μπορούσαν να είναι τίποτα άλλο παρά bad losers.
Επίσης/και: βλέπουμε σκορ 94-86, 97-92, 108-99, 84-91, 100-95 and so on…
ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΟΡ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΜΠΑΣΚΕΤ…
όχι το 202-178 που λογικά θα λήξει του χρόνου κάποιο Rockets-Wizards (παιδιά, αρχικά, στ’ αλήθεια έγραψα Bullets, το «καμικάζι» των 90s βαράει ακόμα)
Μπραντ Σέλερς
Τον βλέπουμε σε διάφορα πλάνα σε αποδυτήρια και πάγκο, είναι εκείνος που κάνει την επαναφορά όταν ο Μάικλ γίνεται «ο Τζόρνταν» με το περίφημο The Shot κοντρα στο Κλίβελαντ το 1989 (by the way, πόσο «παραλιακή» άμυνα έχει παίξει ο ΜJ στην αμέσως προηγούμενη φάση;). Ήρθε στον Άρη την χρονιά που έφυγε ο Ιωαννίδης (1990-91, τότε που ηρθε «η αρχή του τέλους» σύμφωμα με τον Βασίλη Λυπηρίδη), επιβεβαιώνοντας κάπως ότι ήταν ένας πλαστικός μεν, soft δε power forward που σκόραρε βέβαια το γκολ-φάουλ που έδωσε στον Άρη το τελευταίο πρωτάθλημα της ιστορίας του στην επική σειρά τελικών του 1991. Από τα πιο χαρακτηριστικά θύματα μπούλινγκ του Τζόρνταν που ποτέ δε χώνεψε ότι στο ντραφτ του ’86, ο Κράουζ τον είχε διαλέξει αντί για τον φίλο του γκαρντ Τζόνι Ντόκινς («ποτέιτο ποτάτο» κατάσταση, ασφαλώς)
Κλιφ Λίβινγκστον
Τον βλέπουμε να πρωτοστατεί στα πανηγύρια του πρώτου τίτλου το ’91. Πήρε και το επόμενο πρωτάθλημα και μετά απόφάσισε να διαβεί τον Ατλαντικό και να περάσει μια χρονιά στα μαχαίρια με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς σε εκείνη την θαυμάσια ομάδα του ΠΑΟΚ που μαχαίρωσε στο Final Four του Φαλήρου ο Μαουρίτσιο Ραγκάτσι.
Τζακ Χέιλι
Τον βλέπουμε στο επεισόδιο 3 να παίζει τον ρόλο του ως babysitter του Ρόντμαν, ενώ και οι δύο έπαιζαν στους Spurs. Ο κλασικός «ξυλοκόπος» Χέιλι είχε περάσει από τους Bulls το 1988-89 κι έπαιξε και για λίγες εβδομάδες στην ΑΕΚ τον χειμώνα του 1993, πριν αντιληφθούν στην Ένωση ότι ένας γεννημένος ρολίστας δεν μπορούσε να κάνει τη διαφορά στην Ευρώπη. Τον πρόδωσε η καρδιά του κι έφυγε γρήγορα από τη ζωή το 2015.
Εγώ πάντως όχι (παραμένει η απορία μου για τα «ματωμένα» μάτια του). Το πρόσεξε όμως ο φίλος Νικόλας, μου έστειλε το παραπάνω screenshot με την πιθανή εξήγηση ότι αυτό είναι το σπασμένο δάκτυλο που τον ταλαιπωρούσε σε όλη τη διάρκεια των τελικών του 1998.
Προς το τέλος του τρίτου επεισοδίου, ο Σκότι Πίπεν αντιλαμβάνεται ότι η «λευκή απεργία» δεν οδηγεί πουθενά κι αποφασίζει να μπει και πάλι στο παρκέ, αποκαθιστώντας την ισορροπία των Bulls που είχαν δυσκολευτεί πολύ χωρίς εκείνον στο ξεκίνημα της χρονιάς. Το συμβόλαιο του Πίπεν ήταν και το θέμα της πρεμιέρας που συζητήθηκε περισσότερο στο Twitter την περασμένη εβδομάδα. Όντως το 1997, ο Πίπεν ήταν ο 122ος πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης της λίγκας, κάτι προφανώς αστείο. Μόνο που το 1991, ο Πίπεν προερχόμενος -μην ξεχνάμε- από μια μικρή πόλη του Αρκανσό με πολύ δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, είχε βάλει την υπογραφή του σε μια εξασφάλιση εφ’ όρου ζωής. Πήρε ένα, σπάνιο για τα δεδομένα του NBA, 7ετές συμβόλαιο 18 εκατομμυρίων δολαριών, για να λύσει το πρόβλημα της ζωής της δικής του και της οικογένειάς του. Η διορατικότητα ότι θα άλλαζαν τα οικονομικά δεδομένα της λίγκας ήταν, για εκείνον, μάλλον πολυτέλεια. Με πάγια τη θέση των Bulls ότι δεν επαναδιαπραγματεύονται συμβόλαια σε ισχύ, το ζήτημα της ανταλλαγής ενός όλο και πιο παραπονούμενου Πίπεν ήταν πάντα στην επικαιρότητα.
Ας κλείσουμε, λοιπόν, παίζοντας με το top-4 των φημολογούμενων Pippen trades.
1994 Ο Πίπεν, ο Γουιλ Περντού και το νο. 21 του ντραφτ στο Σιάτλ/ Ο Σον Κεμπ, ο Ρίκι Πιρς και το νο.11 του ντραφτ στο Σικάγο.
Tough one. Ο Τζόρνταν είχε αποχωρήσει, παρολ’ αυτά οι Bulls έκαναν μια απίθανη χρονιά με τον Πίπεν να σολάρει – τρίτος στην κούρσα του MVP πίσω από Χακίμ και Ρόμπινσον. Από την άλλη, ο Κεμπ έχει αρχίσει να ωριμάζει, μαζί φυσικά με τον Γκάρι Πέιτον, στο δίδυμο που οδήγησε τους Sonics στους τελικούς του 1996.
Είναι πραγματικά συναρπαστικό να σκέφτεσαι την άμυνα μιας ομάδας με τον Πίπεν και τον Πέιτον στο prime τους, ωστόσο οι Sonics δε θα γίνονταν έτσι πρωταθλητές. Είναι απολύτα εντυπωσιακό να σκέφτεσαι τον Τζόρνταν να βρίσκει επιστρέφοντας τον διάδοχό του στην κορυφή των πιο θεαματικών παικτών της λίγκας, όμως σε αυτό το υποθετικό σενάριο κάτι μας λέει πως: α) η Γιούτα θα είχε τώρα ένα πρωτάθλημα, β) ο Τζόρνταν μπορεί να μην είχε γυρίσει ποτέ από το baseball (τουλάχιστον στους Bulls). Έτσι τουλάχιστον έχει δηλώσει ο ίδιος, ότι «δε θα έπαιζε σε μια ομάδα χωρίς τον Πίπεν».
1995 O Πίπεν στους Suns/ O Νταν Μάερλι, ο Γουέσλεϊ Πέρσον και δύο ντραφτ-πικ στους Bulls.
Δεν ξερουμε καν αν συζητήθηκε επίσημα, σε μια κίνηση δίχως προηγούμενο ο Πίπεν είχε προτείνει μόνος του την ανταλλαγή στον δεύτερο χρόνο sabbatical του Μάικλ Τζόρνταν.
No deal. Η ιδέα του Πίπεν να τακιμιάσει με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ στο Φοίνιξ (κάτι που πάντως πήγε άθλια τρία χρόνια μετά στο Χιούστον), παρέα και με τον Κέβιν Τζόνσον μπορεί και να εκόβε το ριπίτ των Rockets, όμως τα ανταλλάγματα για τους Bulls ήταν αστεία. (Κάπου εδώ να θυμηθούμε το σκάνδαλο «συμμετοχή Μάερλι στην Dream Team 2».)
1997 Ο Πίπεν στο Τορόντο/ Ο Τρέισι Μακ Γκρέιντι στους Bulls (ως 9η επιλογή του νραφτ).
Ο Μακ Γκρέιντι είχε αποφασίσει να γίνει επαγγελματίας χωρίς να πάει κολέγιο κι ο Κράουζ ήταν ερωτευμένος μαζί του, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τον αποκτήσει. Την ανταλλαγή λένε ότι την «τελείωσε» ο Μαικλ Τζόρνταν.
No deal κι εδώ. Ο Πίπεν θα έπαιρνε επιτέλους καλό συμβόλαιο και θα εκπαίδευε τον επόμενο “Air” που λεγόταν Βινς Κάρτερ. Οι Bulls πολύ δύσκολα θα έφταναν στον 6ο τίτλο με ένα 18χρονο παιδαρέλι δίπλα στον Μάικ, δε θα είχαμε δει το τελευταίο The Shot, γενικά η ιστορία θα γραφόταν αρκετά ξενέρωτα. Οι Bulls, βέβαια, ίσως είχαν βρει παίκτη-κολώνα για την επόμενη μέρα και δε θα έμεναν 6 χρόνια εκτός πλέι-οφ.
But still…
1997 Πίπεν και Λόνγκλεϊ στη Βοστόνη/ Το νο. 3 και το νο. 6 του ντραφτ του 1997 στο Σικάγο ή το νο. 3 του ντραφτ κι ο Αντουάν Γουόκερ.
Λίγο πικάντικο αυτό, και γίνεται ακόμα καλύτερο αν σκεφτούμε ότι στον πάγκο της Βοστόνης (με αυξημένες διοικητικές αρμοδιότητες) καθόταν ο Ρικ Πιτίνο που ήθελε απεγνωσμένα έναν σταρ για να αναγεννήσει τους Σέλτικς.
Ο Πίπεν θα φορούσε τα «άγια χρώματα» της ιστορικότερης ομάδας του NBA, μάλλον όμως θα τελείωνε άδοξα την καριέρα του μπλέκοντας στο πρόβλημα του Πιτίνο να προσαρμοστεί στην επαγγελματική λίγκα. Από την άλλη, μάλλον αντίο 6o δαχτυλίδι, αλλά μήπως η έλευση, ας πούμε, του Τσόνσι Μπίλαπς και του Μακ Γκρέιντι θα έπειθαν τον Τζόρνταν να παίξει 1-2 χρόνια ακόμα;