Ο ίδιος ο Τάκης Κανελλόπουλος σκιαγραφεί τον εαυτό του στον πρόλογο της συλλογής διηγημάτων του «Σας Διηγούμαι» (εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1987): «Μεγάλωσα με πίστη και μίσος εναντίον της ανθρώπινης φτώχειας. Και με πίστη και λατρεία για την ομορφιά της ψυχής. Ήμουν πάντα εκλεκτικός και υπερήφανος. Περισσότερο στη ζωή μου αγάπησα τη θάλασσα και τις ρεμβώδεις γυναίκες. Μισώ τις μικρότητες και τους συμβιβασμούς. Γι’ αυτό και δεν έχω στις τράπεζες ούτε 1000 δρχ. καταθέσεις.
Δεν είμαι κομμουνιστής. Αλλά δεν είμαι και φασίστας. Ούτε και δημοκρατικός. Ούτε αναρχικός. Ο κόσμος που ονειρεύτηκα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό ζω σε έναν κόσμο που αρχίζει το πρωί με τσάι και τελειώνει το βράδυ με ένα μαρτίνι ή ένα τραγούδι. Πέρασα απίστευτες σκληρότητες στη ζωή μου. Τις νίκησα. Πέρασα μεγάλες φτώχειες. Μόνο με τσιγάρα και τίποτε άλλο. Αλλά και πολυτέλειες σπάνιες. Γνώρισα τη σκληρή βρομιά. Γνώρισα και την ωραιότητα. Ήμουν πάντα επιεικής. Αλλά και πολύ σκληρός με τους ανθρώπους».
Τα λόγια του αυτά, μαζί με άλλα, έχουν αναρτηθεί στην εξαιρετική έκθεση «Τάκης Κανελλόπουλος: Ονειρεύομαι Μια Εκδρομή», που εγκαινιάστηκε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του αφιερώματος που διοργανώθηκε στον δημιουργό, και συνεχίζεται μέχρι το τέλος Νοεμβρίου.
Ασυμβίβαστος, μοναχικός, πολυδιάστατος, πειραματιστής, ρομαντικός, ευαίσθητος, βαθιά μορφωμένος, βαθιά πολιτικός, βαθιά πατριώτης -με την ουσιαστική έννοια της λέξης-, λάτρης των γυναικών και της Θεσσαλονίκης και μανιώδης καπνιστής, ο σπουδαίος σκηνοθέτης-λογοτέχνης, το πολύτιμο έργο του οποίου ανακαλύπτεται ξανά, στο εύρος που του αξίζει, από τις νεότερες γενιές, εργάστηκε όλη του τη ζωή στην συμπρωτεύουσα-γενέτειρά του και την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Πλήρωσε το τίμημα της μη καθόδου στην πρωτεύουσα, με το έργο του αλλά και τη ζωή του, καθώς πέρα από τις πρώτες του ταινίες δεν αναγνωρίστηκε όπως του έπρεπε, παρά το πρωτοπόρο βλέμμα του που έδωσε νέο αίμα στην εγχώρια έβδομη τέχνη και επηρέασε, όσο λίγοι, τους δημιουργούς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Η έκθεση, μια πρωτότυπη εικαστική εγκατάσταση, σε επιμέλεια του κριτικού κινηματογράφου του flix.gr, Μανώλη Κρανάκη σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Νίκο Πάστρα, ασχολείται τόσο με το κινηματογραφικό όσο και με το λογοτεχνικό σύμπαν του Θεσσαλονικιού δημιουργού: Ατμοσφαιρικές φωτογραφίες από σκηνές των εννιά ταινιών οι οποίες προβλήθηκαν στη διάρκεια του φεστιβάλ, ατάκες δικές του και από τα έργα του, ένας μεγάλος χάρτης με τα γεωγραφικά κομβικά σημεία της πορείας του στη Μακεδονία –το τοπίο της οποίας ανέδειξε εκπληκτικά-, ένα όμορφο βίντεο που αποκαλύπτει τον πολύπλοκο εσωτερικό του κόσμο μέσα από τις ίδιες τις δημιουργίες του.
Ο επισκέπτης μπορεί να ακούσει ένα playlist με μουσικές που πρωταγωνίστησαν στις ταινίες του – είτε παραδοσιακά κομμάτια είτε γραμμένες από εξαίσιους συνθέτες, όπως Νίκος Μαμαγκάκης, Αργύρης Κουνάδης, Ελένη Καραΐνδρου, Γιώργος Χατζηνάσιος κ.α. Ή μπορεί να βυθιστεί στις ηχητικές αναγνώσεις των διηγημάτων του από τη συγγραφέα Ζυράννα Ζατέλη, τους ηθοποιούς Σοφία Κόκκαλη και Κώστα Νικούλι, τον σκηνοθέτη Ζαχαρία Μαυροειδή και μία από τις τρεις μούσες του, την Αιμιλία Υψηλάντη (η Αλεξάνδρα Λαδικού και η Λίλη Παπαγιάννη είναι οι άλλες δύο πρωταγωνίστριες που σημάδεψαν το έργο του). Τα διηγήματα άλλωστε αποτέλεσαν την διέξοδό του από έναν κόσμο που τον είχε πονέσει.
Όπως έγραφε ο ίδιος: «Εγκατέλειψα τον κινηματογράφο το 1982. Όχι από πίκρα ή άλλη αιτία. Αλλά διότι σκέφθηκα ότι θα βρω μεγαλύτερη ευτυχία στο γράψιμο…». Και αλλού: «Όταν γράφω ένα διήγημα, είμαι “σαν να στέλνω” έναν χαιρετισμό. Σ’ έναν πολεμιστή ή σε μια ερωμένη…». Και τα δύο, ο πόλεμος και ο έρωτας, ήταν ανάμεσα στα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν την καρδιά του, την ψυχή του, το έργο του και τη ζωή του.
Ο χώρος της έκθεσης, στο κτίριο του Δυτικού Φυλακίου που παραχώρησε στο Φεστιβάλ η Δημόσια Αρχή Λιμένων και άνοιξε για πρώτη φορά, δίπλα ακριβώς στην πύλη Α’ του λιμανιού, μπορεί να μην είναι μεγάλος, αλλά πετυχαίνει αυτό ακριβώς που επιχείρησαν οι επιμελητές: να σε κάνει να νιώσεις πως βρίσκεσαι μέσα σε μια οπτικοακουστική κάψουλα και ταξιδεύεις στο σύμπαν του εμβληματικού δημιουργού. «Η έκθεση λειτούργησε όπως το είχαμε σκεφτεί – και όπως το υλοποιήσαμε τελικά με την καθοριστική καλλιτεχνική επιμέλεια του Νίκου Πάστρα», επισημαίνει ο Μανώλης Κρανάκης. «Σαν μια στάση για τους φεστιβαλιστές που μπαίνοντας μέσα στο φυλάκιο, ένιωθαν ισχυρή την παρουσία ενός έργου όμορφου, βαθιά πολιτικού, ρομαντικού, ξεχασμένου άδικα από τον χρόνο. Η αρχική ιδέα αυτής της πρωτότυπης εγκατάστασης, όταν ξεκινήσαμε να τη δουλεύουμε με την Ελένη Ανδρουτσόπουλου (σ.σ. Υπεύθυνη Ελληνικού Κινηματογράφου) και τον Γιάννη Παλαβό από την ομάδα του Φεστιβάλ, ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να συστήσουμε τον Τάκη Κανελλόπουλο στις νεότερες γενιές, σε όσους τον γνωρίζουν μόνο για ένα μέρος του έργου του, καθώς επίσης και στους Θεσσαλονικείς», συνεχίζει. «Ο κατά τεκμήριο σημαντικότερος σκηνοθέτης που έβγαλε ποτέ η πόλη, γεννήθηκε, έζησε, έκανε όλες τις ταινίες του και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Όμως γι’ αυτό και για πολλούς λόγους που άπτονται τόσο της πολύπαθης κινηματογραφικής και πολιτικής ιστορίας της χώρας αλλά και της ιδιοσυγκρασιακής προσωπικότητάς του, έμεινε στο περιθώριο, όταν μετά τις πρώτες του αριστουργηματικές ταινίες -«Μακεδονικός Γάμος», «Ουρανός», «Εκδρομή»- κλείστηκε στον εαυτό του και τις εμμονές του, την ίδια ακριβώς στιγμή που έμοιαζε να μην χωράει στο τοπίο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου που ο ίδιος ενέπνευσε», καταλήγει.
Το τρυφερό αυτό ταξίδι στον χωροχρόνο του κορυφαίου δημιουργού, που είδε το φως στις 26 Οκτωβρίου 1933 και χάθηκε μόλις στα 57 του χρόνια, εκπέμπει αγάπη για το έργο του και βαθιά ενασχόληση μαζί του από τους επιμελητές. Αλλά πάνω από όλα, παρέχει γνώση στον επισκέπτη, τον συγκινεί και τον προτρέπει να ασχοληθεί γενικότερα με το έργο του Τάκη Κανελλόπουλου και, βέβαια, να δει –ή ξαναδεί– τις ταινίες του: το γυρισμένο στο Βελβεντό Κοζάνης εξαίσιο ντεμπούτο του «Μακεδονικός γάμος» (1960), ένα 24λεπτο πρωτοποριακό, λυρικό ντοκιμαντέρ που άνοιξε νέους δρόμους στο είδος στην Ελλάδα. Με αφορμή μια τελετή παραδοσιακού γάμου μιλάει για τις ρίζες των ανθρώπων σε έναν προαιώνιο, αλλά ήδη χαμένο κόσμο (Α’ βραβείο ταινίας μικρού μήκους στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Α΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ Βελιγραδίου).
Την «Θάσο» (1961), μοναδικό ιστορικό ποιητικό ντοκουμέντο, επίσης μικρού μήκους, με επίκεντρο τον άνθρωπο, την καθημερινότητα της ψαράδικης ζωής και την ομορφιά της φύσης του νησιού (ειδικός έπαινος στο Φεστιβάλ Μόσχας). Τον «Ουρανό» (1962), την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του δημιουργού, ένα αριστουργηματικό, τολμηρό αντιπολεμικό δράμα γυρισμένο στο πανέμορφο, μελαγχολικό τοπίο της δυτικής Μακεδονίας και βασισμένο σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν το έπος του ’40. Ταινία που καθόρισε το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, διεκδίκησε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το ’63, πήρε Αργυρό Βραβείο στο Φεστιβάλ της Νάπολης και Βραβείο Φωτογραφίας στην 3η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Με τους Φαίδωνα Γεωργίτση, Τάκη Εμμανουήλ, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Ελένη Ζαφειρίου κ.α.. Την «Εκδρομή» (1966), συγκλονιστικό αντιπολεμικό ποιητικό μελόδραμα πάνω σε έναν απαγορευμένο έρωτα στη δίνη του πολέμου, με μία εκπληκτική Λίλη Παπαγιάννη και τους Άγγελο Αντωνόπουλο, Κώστα Καραγιώργη κ.α. (βραβείο Φωτογραφίας και τιμητική διάκριση σκηνοθεσίας στο 7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βραβείο Κριτικών μουσικής και γυναικείας ερμηνείας). Την «Παρένθεση» (1968), ιστορία μιας σύντομης συνάντησης ενός άνδρα (Άγγελος Αντωνόπουλος) και μιας γυναίκας (υπέροχη Αλεξάνδρα Λαδικού) σε ένα τρένο που ξεμένει κάποιες ώρες στον σταθμό. Η ανάμνηση επιστρέφει στη μνήμη της ηρωίδας χρόνια μετά, προσπαθώντας να εξηγήσει αν ήταν μια μεγάλη αγάπη που χάραξε για πάντα την ζωή τους ή απλώς μια παρένθεση… (βραβεία Καλύτερης Καλλιτεχνικής Ταινίας και Φωτογραφίας στο 9ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Βραβεία Κριτικών Σκηνοθεσίας και Μουσικής). Την «Τελευταία Άνοιξη» (1972), ιστορία μιας παρέας τριών φίλων (Γιώργο Φουρνιάδη, Άγι Περγαντή, Βασίλη Πλατάκη) που φεύγουν για τον πόλεμο, αποχαιρετώντας μια κοπέλα (πόσο ωραία η Αιμιλία Υψηλάντη…) από την ίδια γειτονιά. Η ζωή, η ελευθερία, ο θάνατος, ο φόβος των νέων παιδιών στη διάρκεια ενός πολέμου που επιφυλάσσει διαφορετική τύχη στον καθένα, απασχολούν βαθιά τον σκηνοθέτη, που με αυτή την ταινία κλείνει μια άτυπη τριλογία που άνοιξε με τις δύο προηγούμενες. Ταινία σημαδιακή για την πορεία του, καθώς απαξιώθηκε από κοινό και κριτικούς στο Φεστιβάλ και δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο για την αίθουσα, κλείνοντας σιγά σιγά τον δημιουργό στον μελαγχολικό κόσμο του και τις εμμονές του. Το σπονδυλωτό «Το Χρονικό μιας Κυριακής» (1975), έξι διαφορετικές ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων στην αγαπημένη του πόλη -μια λυρική καταγραφή της ζωής, της μοναξιάς, των αναμνήσεων. Το «Ρομαντικό σημείωμα» (1978), έναν μελαγχολικό ύμνο στη χαμένη νεότητα, μέσα από την ιστορία τεσσάρων φίλων ερωτευμένων με την ίδια κοπέλα. Η ταινία, στο στυλ που αντανακλά τη δεύτερη σκηνοθετική περίοδό του, χωρίς διαλόγους, γεμάτη εικαστικές αναφορές, προβλήθηκε μόλις για δύο εβδομάδες σε αίθουσα της Θεσσαλονίκης (τιμητική διάκριση φωτογραφίας στο 19ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης). Και, τέλος, την τελευταία του ταινία «Σόνια» (1980), τον αδιέξοδο ρομαντικό έρωτα μιας νεαρής κοπέλας (Αντιγόνη Δουδούμη) για έναν αρκετά μεγαλύτερο παντρεμένο καθηγητή μουσικής (Σπύρος Φωκάς), στο έρημο καλοκαίρι του ’66 στην πόλη. Και αυτή η ταινία δεν βγήκε ποτέ σε κανονική διανομή, πέρα από δύο εβδομάδες σε αίθουσα της Θεσσαλονίκης, ενώ ο Τάκης Κανελλόπουλος απογοητευμένος από την υποδοχή των προηγούμενων, δεν την υπέβαλε καν στο φεστιβάλ, και βυθίστηκε πλέον στον λογοτεχνικό του κόσμο, ξεκινώντας την έκδοση των διηγημάτων του – μικρές ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι και μικρού μήκους ταινίες ή στιγμές από τη ζωή του. Παρόλα αυτά, η σπίθα δεν είχε σβήσει και για χρόνια δούλευε την επόμενη ταινία που ίσως να έκανε, έχοντας μάλιστα καταθέσει πρόταση για χρηματοδότηση. Ήταν γραφτό, την μέρα που τελικά εγκρίθηκε η χρηματοδότηση, στις 21 Σεπτεμβρίου 1990, ο Τάκης Κανελλόπουλος να αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, από έμφραγμα στην πληγωμένη καρδιά του.
Οι μικρές αφίσες που παίρνεις μαζί σου φεύγοντας γεμάτος συναισθήματα από την έκθεση, γλυκόπικρο αναμνηστικό του τόσο εύθραυστου, όμως γεμάτου δύναμη και ένταση, κόσμου του μοναδικού δημιουργού. Μαζί και μια αίσθηση πως δεν έχεις τελειώσει μαζί του, πώς θέλεις να ξαναγυρίσεις εκεί, να ξαναταξιδέψεις στην ασπρόμαυρη σφαίρα του. Η παράταση της διάρκειας της έκθεσης πέρα από τους φεστιβαλικούς χρόνους είναι σημαντική, κυρίως για εκπαιδευτικούς λόγους. Όπως άλλωστε μου είπε ο Μανώλης Κρανάκης, στην έξοδο: «Θα κρατήσω τη γνωριμία με μια κοπέλα που ερχόταν κάθε ημέρα, όσο διαρκούσε το φεστιβάλ, στην έκθεση, σαν μια μικρή ιεροτελεστία. Δεν είχε δει καμία ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου. Δεν ήξερε καν ποιος είναι. Τώρα θέλει να γίνει κομμάτι του σύμπαντός του…». Αυτό αρκεί για να νιώσεις πως το έργο του έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του…